Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα (μτφρ.: Τούλα Σιετή), Κίχλη 2015
Ο πρώτος παγκόσμιος έμαθε στην ανθρωπότητα τι σημαίνει «ολικός», ολοκληρωτικός πόλεμος: πόλεμος που καταργεί τα όρια ανάμεσα σε εμπόλεμους και αμάχους. Από τότε, και ως τη λήξη του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, το 1945, κάθε άνθρωπος μπορούσε, χωρίς να το έχει σκεφτεί, να γίνει ήρωας – ή συγγραφέας. Αυτή είναι η περίπτωση της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν. Το Νοέμβρη του 1937, η σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία εκτέλεσε τον σύντροφό της, τον Χάιντς Νόιμαν· τον Μάιο του 1944, η Τσέχα δημοσιογράφος Μίλενα Γιέσενσκα, συγκρατούμενή της στο ναζιστικό στρατόπεδο Ράβενσμπρουκ, ξεψύχησε άρρωστη και εξαντλημένη από την πείνα. Ως και τότε, η Νόυμαν (που κράτησε φυλαχτό ζωής το επίθετο του συντρόφου της, κι ας μην τον είχε παντρευτεί), ένιωθε –έλεγε στη Μίλενα– πως δεν μπορεί να γράψει ούτε αράδα. Μπορεί να μην απέκτησε τη φήμη του Πρίμο Λέβι ή του Ρομπέρ Αντέλμ, ανθρώπων που έζησαν και έγραψαν για το στρατόπεδο του εικοστού αιώνα· μπορεί να μην ακούστηκε όσο ο διαβόητος αντισημίτης Σολζενίτσιν· όμως τη Νόυμαν είναι αδύνατο να την προσπεράσεις αν προσπαθείς να καταλάβεις τι συνέβη στον εικοστό αιώνα.
Στα 1926, τρία χρόνια μετά το οριστικό τέλος της Γερμανικής Επανάστασης, η ίδια περνά από τη νεολαία στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα, και δύο χρόνια μετά χάνει γι’ αυτό την επιμέλεια των παιδιών της. Το 1939, στα 38 της, εκτοπίζεται στο στρατόπεδο της Καραγκάντα, στο Καζακστάν, και τον επόμενο χρόνο το σταλινικό Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών (NKVD) την παραδίδει στην Γκεστάπο, στο πλαίσιο του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Οι ναζί την κλείνουν στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, 80 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Στα 50 της, όταν ο πόλεμος συνεχίζεται ανάμεσα στους νικητές με ψυχρά μέσα, η Νόυμαν στηρίζει το Συμβούλιο για την Πολιτιστική Ελευθερία, το «πολιτιστικό» της CIA – αυτή που νωρίτερα ακολούθησε στην Ισπανία και τη Ρωσία τον έρωτα της ζωής της, τον Χάιντς Νόυμαν, στέλεχος της Διεθνούς, ηγέτη του στρατιωτικού βραχίονα του γερμανικού ΚΚ, και εκδότη, στα κρίσιμα χρόνια 1922-1928, της Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία), της εφημερίδας που ίδρυσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Ρητά ή σιωπηρά, οι αποσκευές αυτές είναι παρούσες στη Μίλενα από την Πράγα, τη μαρτυρία της Μπούμπερ-Νόυμαν για την Μίλενα Γιέσενσκα – τον άνθρωπο που για τέσσερα χρόνια έγινε για την Μαργκαρέτε λόγος να αντέξει τη φρίκη του στρατοπέδου (σ. 277).
«Όταν θα είμαστε και πάλι ελεύθερες, θα γράψουμε μαζί ένα βιβλίο», της ζήτησε κάποτε η Μίλενα. Θα το έλεγαν «Η εποχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης»: Στο πρώτο μέρος η Γκρέτε, «ο Πρώσος ανθρωπάκος» για τη φίλη της, θα ιστορούσε τη φρίκη του σοβιετικού στρατοπέδου· το δεύτερο μέρος, για το Ράβενσμπρουκ, θα το έγραφαν μαζί (σ. 24). Η Μίλενα δεν θα τα καταφέρει: θα ξεψυχήσει, σκιά του εαυτού της, στις 17 Μαΐου του 1944.
«Το έκανα», εξηγεί η Νόυμαν, όταν πια η μαρτυρία της εκδίδεται με συγγραφέα μόνη την ίδια, το 1977, «γιατί η προσωπικότητα της Μίλενα Γιέσενσκα με είχε συνεπάρει και γιατί μαζί της με συνέδεε βαθύτατη φιλία».
Προσωπικό και πολιτικό χρέος μαζί: Θεωρούμενη προδότρια από τις πολιτικές κρατούμενες σχεδόν με το που φτάνει στο στρατόπεδο, το 1940, η Νόυμαν ανακρίνεται και απομονώνεται από τις κομμουνίστριες συγκρατούμενές της, τάχα γιατί διαδίδει ψέματα κατά της σοβιετικής Ρωσίας. «Με απέφευγαν λες κι έπασχα από κάποιο μεταδοτικό νόσημα. Η Τσέχα Μίλενα Γιέσενσκα ήταν η πρώτη πολιτική κρατούμενη […] που όχι μόνο μου μίλησε, αλλά με εμπιστεύτηκε και πίστεψε σε μένα» (σ. 18).
Συγκρατούμενες και σημαδεμένες από τους έρωτες της ζωής τους –η Μίλενα σύντροφος του Γερμανοεβραίου Φραντς Κάφκα, σ’ έναν δεσμό που διέκοψε γρήγορα ο ίδιος, η Μαργκαρέτε γυναίκα του εκτελεσμένου Χάιντς Νόυμαν–, οι δυο τους βρίσκουν γρήγορα ένα τρίτο νήμα να τις δένει:
Και οι δυο μας διαπιστώσαμε, διότι και η Μίλενα στο παρελθόν είχε υποκύψει πρόσκαιρα στην κομμουνιστική σωτηριολογία, ότι ο κομμουνιστής είναι εκπληκτικά επινοητικός όταν θέλει να βρει δικαιολογίες για τα προφανή λάθη του κόμματός του, για κάθε παραβίαση του αρχικού του προγράμματος, και ότι πρέπει πρώτα να τραυματιστεί βαθιά από το κόμμα για να παραδεχτεί την υποκρισία του κομμουνισμού και να βρει τη δύναμη να γυρίσει στο κόμμα τα νώτα. Και τότε αρχίσαμε να ερευνούμε μαζί, η Μίλενα κι εγώ, τις ρίζες του κομμουνιστικού κακού (σ. 22).
Όχι τυχαία, ο Βούλγαρος φιλόσοφος Τσβετάν Τοντόροφ αφιέρωσε στη Νόυμαν μεγάλο μέρος του βιβλίου του Μνήμη του Κακού, πειρασμός του Καλού – για να εξισώσει, ωστόσο, κομμουνισμό και ναζισμό, στο πρότυπο του αναθεωρητή ιστορικού Ερνστ Νόλτε. Ειρωνεία: στα ελληνικά πρωτοδιαβάζουμε την Μπούμπερ-Νόυμαν στο Εξόριστη στη Σιβηρία, που εξέδωσαν αριστεροί εκδότες –οι Νέοι Στόχοι και η Εργατική Πάλη–, θέλοντας να προφυλάξουν την κομμουνιστική υπόθεση από τη σταλινική σήψη.
***
Ζωές παράλληλες, που στο στρατόπεδο συναντιούνται: Ο σύντροφος της Νόυμαν συλλαμβάνεται από την Εν Κα Βε Ντε στη Μεγάλη Εκκαθάριση, το Νοέμβρη του ’37, ως «παρεκκλίνων προς τον τροτσκισμό»: καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται με μια σφαίρα την ίδια κιόλας μέρα. Η Γιέσενσκα φεύγει από το κομμουνιστικό κόμμα της Τσεχίας όταν μαθαίνει για την Εκκαθάριση και τις Δίκες της Μόσχας. Στο Ράβενσμπρουκ βρίσκει την Νόυμαν μπλοκέλτεστε, «πρεσβυτέρα του στρατοπέδου»: παραδόξως, οι κομμουνίστριες συγκρατούμενές της αντιμετωπίζουν την Μίλενα πιο ζεστά από τη Γερμανίδα. Γρήγορα όμως την βάζουν να αποφασίσει: θα μείνει στην τσέχικη κοινότητα και τα μικροπρονόμια του Ρέβενσμπρουκ ή θα διαλέξει τη φιλία της Νόυμαν; Η Μίλενα, που συστήνεται με το όνομα της πόλης της αντί για το επίθετό της, διαλέγει την Γκρέτε. «Πριν αγαπήσει κανείς έναν άνθρωπο», θα της πει κάποτε, «δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτόν»: η φράση της αυτή αφορά τον Κάφκα – ταιριάζει γάντι, ωστόσο, και στη φιλία των δύο γυναικών.
Όταν η Γκρέτε φτάνει στο Ράβενσμπρουκ, το στρατόπεδο αριθμεί 5.000 κρατούμενες: πολιτικές, Εβραίες, συλληφθείσες για θρησκευτικούς λόγους, Τσιγγάνες, ποινικές, «αντικοινωνικά στοιχεία». Στο τέλος πια του πολέμου, στοιβάζονται οι πενταπλάσιες. Είναι το στρατόπεδο όπου
Ο γιατρός των Ες Ες δόκτωρ Ρόζενταλ είχε σχέσεις με την κάπο του αναρρωτηρίου, την Γκέρντα Κβέρνχαϊμ. Ο Ρόζενταλ έμενε συχνά τις νύχτες στο αναρρωτήριο αλλά όχι μόνο της Κβέρνχαϊμ. Οι δυο τους θανάτωναν μαζί ανθρώπους. Δεν σκότωναν μόνο από διαστροφή. Την ημέρα διάλεγαν τα θύματά τους, άρρωστες που είχαν χρυσές κορόνες και χρυσά δόντια. Κι αυτό το χρυσάφι το εμπορεύονταν κρυφά ο Ρόζενταλ (σ. 271).
Την ιστορία αυτή αποκάλυψε στον διοικητή του στρατοπέδου η Μίλενα, ζητώντας του ως αντάλλαγμα (ευγενές θράσος!) την προστασία της Γκρέτε.
Γράφοντας με τρόπο που τίποτα να μην περισσεύει, με τη σοφία των ανθρώπων που επιβίωσαν στην κόλαση, η Νόυμαν ταξινομεί τις κρατούμενες ανάλογα με τις μεταμορφώσεις που κατάφερε μέσα τους η στέρηση της ελευθερίας: επιθετικές, χαμερπείς, παραιτημένες. Χάρη στη Μίλενα, όνομα που στα τσεχικά σημαίνει «ερώσα» και «ερωμένη», οι δυο τους εξαιρέθηκαν κι από τις τρεις κατηγορίες. «Όταν χάνεις την ελευθερία», θυμάται η Νόυμαν,
δεν χάνεις βέβαια και την ανάγκη να αγαπηθείς. Μάλιστα, σε συνθήκες αιχμαλωσίας, η επιθυμία για τρυφερότητα και παρηγορητική εγγύτητα με τον άνθρωπο που αγαπάς γίνεται σφοδρότερη. Στο Ράβενσμπρουκ άλλες κατέφευγαν στη φιλία γυναίκας με γυναίκα, άλλες μιλούσαν πολύ για αγάπη κι άλλες επέτειναν τον πολιτικό, ακόμα και τον θρησκευτικό φανατισμό τους ως υποκατάστατο του έρωτα (σ. 71).
***
Η ζωή της Μίλενα στην Πράγα, στα χρόνια της τσεχικής εθνικής αφύπνισης, οι συγκρούσεις με τον τυραννικό πατέρα της (που έφτασε να την κλείσει σε ψυχιατρείο για να τη χωρίσει από τον Εβραίο κριτικό Ερνεστ Πόλακ, πριν γνωρίσει τον Κάφκα), οι ασυλλόγιστες θυσίες για τους φίλους της και η οικονομική της μιζέρια, οι πρώτες μεταφράσεις της έργων του Κάφκα στα τσεχικά και η σχέση της μαζί του, η κοινή ζωή της Μίλενα και της Γκρέτε στο Ράβενσμπρουκ: αυτές οι ιστορίες υφαίνουν το βιβλίο, που άλλοτε γίνεται μαρτυρία, άλλοτε οδοιπορικό στην Ευρώπη των αρχών του εικοστού. Η ελληνική έκδοση, στη θαυμάσια μετάφραση της Τούλας Σιετή, δεν μένει στις ιστορίες αυτές: μας χαρίζει ένα πολυσέλιδο επίμετρο της επιμελήτριας, Αδριανής Δημακοπούλου («Έρως φιλότητος»), και ένα εξίσου πλούσιο μέρος με βιογραφικά στοιχεία για τις δεκάδες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες που μνημονεύει η συγγραφέας. Αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση, η καλαίσθητη ελληνική έκδοση κλείνει με τις φωτογραφίες από τη ζωή της Μίλενα και της Νόυμαν, αλλά και από το στρατόπεδο που τις ένωσε – φωτογραφίες που διάλεξε και σχολίασε η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη.
Σε αυτό το γυναικείο σύμπαν, η πιο φωτεινή ανδρική φιγούρα είναι ο πάμφτωχος, ασθενικός Φραντς Κάφκα. Η Μίλενα μας τον ζωγραφίζει:
Ήταν απέραντα ευγενής, εντούτοις το έκρυβε, όπως κάποιος, πιστεύω, που ντρέπεται να είναι ανώτερος των άλλων. Δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτα που θα πρόδιδε το ποιος πραγματικά ήταν, και τα ωραιότερα πράγματα τα έκανε σιωπηρά, ντροπαλά και συνεσταλμένα, μυστικά και κρυφά, πραγματικά μυστικά, και ποτέ έτσι ώστε να φαίνεται πως ήταν μυστικό […] Όποιος κατασκευάζει τον ασκητισμό του ως μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού δεν είναι άνθρωπος, άνθρωπος είναι εκείνος που τον ωθούν αναγκαστικά στον ασκητισμό η φοβερή του οξυδέρκεια, η αγνότητα κι η ανικανότητα του συμβιβασμού (σ. 98 και 108).
Οδοιπορικό στα χρόνια της φρίκης – σκληρό και μαζί τρυφερό: αυτό είναι η Μίλενα της Μπούμπερ-Νόυμαν. Και στη φρίκη άλλος γυρνά από καθαρή απαισιοδοξία για όσα έρχονται, άλλος για να δικαιώσει τον σημερινό ως τον καλύτερο δυνατό από τους κόσμους που μπορούμε να σκεφτούμε. Υπάρχει μια τρίτη επιλογή: να κρατάς ζωντανή τη μνήμη σαν άσκηση εγρήγορσης και σαν προειδοποίηση ότι η υπόθεση του μέλλοντος παίζεται σήμερα.
Φωτογραφία: Margarete Buber-Neumann, 1986 -by Sophie Bassouls
Για επικοινωνία με την στήλη alter-βιβλίο: [email protected]