Έναν αιώνα πριν, όταν οι Γερμανοί εργάτες αντιμετώπιζαν μια κρίση ακόμα πιο βαθιά και καθοριστική από τη δική μας, μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, την κομματική οργάνωση της εργατικής τάξης δηλαδή, ξεσπούσε μια μεγάλη σύγκρουση.
Πολύ χοντρικά, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της, υποστήριζαν ότι ο ρόλος του κόμματος είναι να καθοδηγήσει, να σπρώξει και να στηρίξει την τάξη του στην προσπάθεια της να αναλάβει την εξουσία. Ο Μπερνστάιν από την άλλη αντιδρούσε λέγοντας ότι αυτό είναι «πρόωρο»: οι εργάτες δεν ήταν ακόμα «ώριμοι» για να διεκδικήσουν την εξουσία. Όπως αποδείχτηκε με τραγικό τρόπο, είχε δίκαιο: όταν οι εργάτες και οι εργάτριες του Βερολίνου, σχεδόν αυθόρμητα, εξεγέρθηκαν και κήρυξαν τη δική τους δημοκρατία, ηττήθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες (με μια μικρή λεπτομέρεια βέβαια: η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας φρόντισε να επιβεβαιώσει την προφητεία της, πολεμώντας στους δρόμους τους πρώην συντρόφους της).
Η ίδια η Λούξεμπουργκ άλλωστε, αποδεχόταν ότι ο Μπερνστάιν είχε τυπικά δίκαιο: κάθε απόπειρα επανάστασης είναι πάντα και εξ’ ορισμού πρώιμη και η εργατική τάξη είναι πάντα ανώριμη για κάτι τέτοιο. Ο μόνος τρόπος όμως για να ωριμάσει τόσο ώστε να διεκδικήσει επιτυχώς το δικαίωμα να κυβερνήσει τον εαυτό της, είναι να παλεύει συνέχεια για αυτό. Η νίκη προϋποθέτει μια ατέλειωτη σειρά ηττών, η επιτυχία εξαρτάται από τις πολλαπλές αποτυχίες.
Όποιες και να είναι οι συνέπειες λοιπόν (και τελικά αυτές αποδείχτηκαν τραγικές), εμείς οφείλουμε να παρακινούμε την εργατική τάξη σε εξέγερση, όταν αυτό επιβάλλουν οι συνθήκες, έλεγε περίπου η Ρόζα. Σήμερα, μπροστά στη σταδιακή κατάρρευση του κυρίαρχου μπλοκ, το ζήτημα της εξουσίας είναι πάλι ανοιχτό. Το ερώτημα για την κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι πια στάση πληρωμών και χρεωκοπία ή όχι, αλλά ποιος θα την υλοποιήσει και πώς.
Ας το παραδεχτούμε όμως φωναχτά: όλοι και όλες μας στην αριστερά, ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες και επαναστάτες, συμφωνούμε στην πράξη σήμερα πιο πολύ με το Μπερνστάιν, παρά με τη Λούξεμπουργκ. Κανείς μας δεν πολυπιστεύει στα σοβαρά ότι η εργατική τάξη έχει σήμερα τις δομές και τις ικανότητες, τα μέσα και τα όπλα (μεταφορικά και κυριολεκτικά), τη διάθεση και την έμπνευση να διεκδικήσει, και πόσο μάλλον να ασκήσει, την εξουσία, όσο και να το «απαιτούν οι συνθήκες», όσο και να σείεται το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας.
Το τραγικό είναι ότι έχουμε και δίκαιο. Η εργατική τάξη είναι διαλυμένη, το συνδικαλιστικό κίνημα ανύπαρκτο και αλλοτριωμένο, τα κινήματα αδύναμα, οι κοινωνικοί χώροι αποδιαρθρωμένοι. Ποιος λοιπόν μπορεί να αμφισβητήσει στην πράξη την αστική κυριαρχία; Η αριστερά, από μόνη της; Ένα κόμμα (ή μια συμμαχία κομμάτων) εκ μέρους της κοινωνίας; Πόσες ελπίδες έχει να πετύχει και πόσο μακρυά μπορεί να πάει; Αρκούν οι ελάχιστες, διάσπαρτες και ασυντόνιστες κινηματικές δομές για να στηρίξουν πρακτικά ένα επαναστατικό κίνημα ή έστω μια εξέγερση; Ακόμα περισσότερο, έχουμε οι ίδιοι και οι ίδιες νιώσει και πιστέψει στην ανάγκη μιας επανάστασης με τα όλα της (δηλαδή με τη βία της και τους συμβιβασμούς της, της ρήξεις και τις αντιφάσεις της, τα όπλα της και τη γραφειοκρατία της κοκ);
Όλα αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη συνήθη διαπίστωση ότι οι «αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες και οι υποκειμενικές ανώριμες». Αν με τις «υποκειμενικές συνθήκες» εννοούμε χοντρικά, όπως συνήθως, την αριστερά, αυτή είναι υπερώριμη: έχουμε μάλλον την αριστερότερη αριστερά της Ευρώπης και αυτή έχει πιάσει το 30%. Αυτό που μας λείπει είναι οι ίδιες οι δομές της ταξικής πάλης οι οποίες είναι μάλλον αντικειμενικές, παρά υποκειμενικές συνθήκες. Και αυτές, όπως και να τις πούμε, είναι εξαιρετικά ανώριμες.
Έτσι, κάθε αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας μοιάζει –και είναι- πάντα πρώιμη και άρα πιθανά καταδικασμένη σε αποτυχία. Έτσι όμως ήταν και είναι (σχεδόν) πάντα. Η ίδια η μακραίωνη κυριαρχία της αστικής τάξης εμφανίστηκε σαν μια σειρά από αποτυχίες: από τους παγκόσμιους πολέμους ως τις πρόσφατες κρίσεις, η αποτυχία υπήρξε απαραίτητο συστατικό της αναπαραγωγής αυτής της κυριαρχίας. Τα αστικά μας κόμματα για να στηρίξουν τη σημερινή τους πολιτική, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα τη δική τους προηγούμενη αποτυχία. Ακόμα και η περίφημη «αποτυχία» του πρώτου Μνημονίου, εμφανίζεται ως ένας βασικός λόγος για την υιοθέτηση του νέου.
Και από την άλλη πλευρά, όλα τα ιστορικά κινήματα, από τις πιο μικρά -όπως καθεμία από τις είκοσι απεργίες που έγιναν αυτά τα δύο χρόνια, ως τα πιο μεγάλα –όπως η γερμανική ή ρώσικη επανάσταση, από μόνα τους, δεν ήταν τίποτα άλλο από αποτυχίες. Αυτές οι μεμονωμένες αποτυχίες είναι όμως που καθορίζουν το συσχετισμό δυνάμεων στην ταξική πάλη και τον ανταγωνισμό: η ηττημένη εξέγερση των Γερμανών σπαρτακιστών και ο συντριμμένος σοβιετικός σοσιαλισμός είναι που κίνησαν την ιστορία, οι είκοσι αποτυχημένες απεργίες μας είναι που ρίχνουν τις κυβερνήσεις και αποσταθεροποιούν την πολιτική του Μνημονίου.
Όσο το παιχνίδι χοντραίνει, τόσο θα μεγαλώνουν και οι αποτυχίες μας. Αυτό πρέπει να το χαιρόμαστε και να το επιδιώκουμε: «για νέες ήττες, για νέες συντριβές» που έλεγε και ο εμπνευσμένος στίχος των Τρυπών. Σήμερα, τελειώνει μια ψιλοαποτυχημένη 48ωρη γενική πολιτική απεργία. Αύριο – μεθαύριο, θα ηττηθεί πιθανά μια μικρή εξέγερση, μετά μπορεί να αποτύχει και να καταρρεύσει μια κυβέρνηση της αριστέρας, κάποτε στο μέλλον θα συντριβεί μια επαναστατική απόπειρα κοκ. Δεν γίνεται αλλιώς –και ευτυχώς, γιατί ένα μέλλον προδιαγεγραμμένο σε επιτυχημένες συνταγές ακούγεται τρομακτικό. Άλλωστε, τις χρειαζόμαστε και εμείς όλες αυτές τις αποτυχίες, όχι μόνο για να εκπαιδευτούμε στην πάλη, να χτίσουμε τις αναγκαίες δομές αυτοοργάνωσης ή να εξελίξουμε τη θεωρία μας: τις χρειαζόμαστε για να μας κάνουν ακόμα πιο ανυπόμονους για τα επόμενα βήματα (ή τις επόμενες αποτυχίες), να μας ανοίξουν την όρεξη. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα κάνουμε κίνημα και αντίσταση κάπως ανορεκτικά, λίγο διεκπεραιωτικά, σαν να μην πολυπιστεύουμε στο νόημα της δράσης μας. Δεν γινόταν αλλιώς: η πραγματικότητα καθορίζει τη συνείδηση και οι πραγματικές δυνατότητες τις ελπίδες μας.
Σήμερα, το διαρκές βάθεμα της κρίσης και η ένταση των κοινωνικών αντιστάσεων εκφράστηκαν ξανά σε μια νέα κρίση της κρατικής εξουσίας: η κυβέρνηση Παπαδήμου χάνει ακόμα και το έτσι και αλλιώς πλαστό κοινοβουλευτικό της έρεισμα και εμφανίζεται όλο και περισσότερο σαν αυτό που είναι: μια καθαρή αντικοινοβουλευτική εκτροπή. Κανέναν πια δεν αρκείται από την απεργία, και όλοι ζητάνε από το λαό ένα «ξεσηκωμό». Ξέρουμε όμως ότι ούτε ένας ξεσηκωμός μας φτάνει. Ούτε βέβαια και μια εκλογική νίκη της αριστεράς. Όλοι ξέρουμε τι χρειαζόμαστε, σε τελευταία ανάλυση, αλλά δυσκολευόμαστε πολύ να το πιστέψουμε.
Για να περάσουμε όπως φαίνεται, στην πράξη και όχι στα λόγια, από τη θέση του Μπερνστάιν στη θέση της Λούξεμπουργκ, για να πιστέψουμε έμπρακτα στην αναγκαιότητα όχι μόνο μιας κάποιας αριστερής διακυβέρνησης ή ενός λαϊκού ξεσηκωμού, αλλά μιας επαναστατικής τομής, θα χρειαστούν ακόμα πολλές ημέρες στο δρόμο, πολλές απεργίες, πολλές συνελεύσεις στις πλατείες και τις γειτονιές, πολλά συσσίτια ανέργων, με λίγα λόγια πολλές ακόμα αποτυχίες. Αυτό μπορεί βέβαια και να γίνει πολύ πιο γρήγορα από ο,τι τολμάμε να ελπίζουμε.