Όχι πολύ καιρό αφότου πέθανε ο πατέρας μου, έπεσε στα χέρια μου, έπειτα από δώρο και παρότρυνση μιας φίλης, το βιβλίο του Εντουάρ Λουί «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου».
Ο τρόπος που περίεγραφε ο Λουί το μέλλον που επιφυλάσσεται για εκείνους, τους άτυχους, τους περιττούς που δεν ανήκουν στην ελίτ, στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ομολογώ πως με συγκλόνισε. Τα λεφτά που δεν έφταναν για την αποκλειστική, οι τρεις νοσοκόμες που είχαν τις «βάρδιες των μελλοθάνατων», οι απλησίαστες τιμές των κλινικών στο κέντρο της πόλης, τα ταξίδια στο νοσοκομείο καθημερινά, ένα νοσοκομείο που υπολειτουργούσε (δημόσιο γαρ).
Είναι πράγματι πολύ σπάνιο να καταφέρει ένας συγγραφέας να συνομιλήσει όχι μόνο με τον λαό, αλλά και με την ίδια τη ψυχή του λαού, να απευθυνθεί δηλαδή στις καταστατικές εκείνες συνθήκες που καθιστούν τον λαό υποτελή, εγκλωβισμένο να επιτελεί το ρόλο του κουβαλητή μέχρι τελικά το σώμα του να καταρρεύσει κάτω υπό την πίεση της εργασίας, χειρωνακτικής και πνευματικής και από εργάτης να γίνει περιττός. Να μπει στην κατηγορία του μελλοθάνατου που απλώς δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέλλον που τον περιμένει.
Όταν ανακοινώθηκε λοιπόν ότι στα πλαίσια των 57ων Δημητρίων θα παιζόταν η παράσταση «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Λουί και σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάιερ, αρχικά σάστισα γιατί δεν ήμουν σίγουρος ότι διάβαζα σωστά το πρόγραμμα.
Ένας γκέι αριστερός συγγραφέας, που έχει καταφέρει μια τόσο βαθιά πολιτική και λαϊκά βιωματική εξήγηση για την διαπλοκή φύλου/αρρενωπότητας και τάξης, είναι επίσημος προσκεκλημένος ενός θεσμού, του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπου το αντι-λαϊκό μένος και η ομοφοβία είναι καταστατικά στοιχεία.
Ίσως οι συντελεστές των Δημητρίων να θεωρούσαν πως το έργο του Λουί είναι εύκολα αφομοιώσιμο από τον νεοφιλελεύθερο χυλό που ονομάζουμε επίσημη πολιτική αυτές τις μέρες.
Και πράγματι, εάν κανείς δεν ήταν εξοικιωμένος με το έργο του Λουί και τον έβλεπε για πρώτη φορά στην παράσταση μέχρι ένα σημείο μπορεί να έβγαζε ένα παρόμοιο συμπέρασμα.
Η ιδέα της αρρενωπότητας, το πώς αυτή συγκροτείται στις εργατικές και λαϊκές οικογένειες ως μονόδρομος, στην ουσία, απέναντι στην μαλθακότητα, απέναντι στο συναίσθημα, το οποίο είναι απαγορευμένο για τα αγόρια και το πώς αυτή η αρρενωπότητα καταλήγει στην ουσία και ως μηχανισμός ενσωμάτωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας γύρω από την εργασία και τις συνθήκες της. Γιατί ένας άντρας με ταπεινή καταγωγή μπορεί να γίνει μόνο εργάτης, τίποτε παραπάνω. Και όπως είπαμε και παραπάνω, το μέλλον που αυτό το σύστημα επιφυλάσσει για τους εργάτες δεν είναι καθόλου αβέβαιο. Τουναντίον, είναι δεδομένο. Είναι ένας σίγουρος, αργός και βασανιστικός θάνατος. Θα τους προδώσει το σώμα και το πνεύμα τους, που θα έχουν λυγίσει κάτω από το βάρος της καπιταλιστικής παραγωγής πολύ πριν οι ίδιοι αντιληφθούν τον μονόδρομο στον οποίο μπήκαν, άθελα τους, από την επιβεβλημένη από τα πάνω αρρενωπότητα.
Μέχρι αυτό το σημείο μπορώ να πω, με σχετική βεβαιότητα, πως η αφήγηση είναι αρκετά αφομοιώσιμη από ένα νεοφιλεύθερο πλαίσιο, όπως αυτό του Δήμου. Ταιριάζει κιόλας στο αφήγημα που θέλει τον λαό ως κάτι αποκτηνωμένο, ένα ρατσιστικό και ομοφοβικό πλήθος όπου εξαιτίας της φτώχειας του στρέφεται πάντα ενάντια στο διαφορετικό.
Και εκεί, λοιπόν, ο Λουί εμφανίζεται και πάλι στη σκηνή, αφότου έχει περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες τον εργάτη και άλλοτε αδαή ομοφοβικό πατέρα του για να μας δώσει το πραγματικό μήνυμα. Ο εργάτης πατέρας του δεν επέλεξε ποτέ, συνειδητά τουλάχιστον, αυτά τα χαρακτηριστικά. Τα θεώρησε δεδομένα. Θεώρησε πως έτσι πρέπει να είναι ένας άνδρας. Αυτό που επίσης δεν επέλεξε ήταν να διαλυθεί το σώμα του από δεκαετίες βαριάς εργασίας. Αυτό που επίσης δεν επέλεξε, αυτός και άλλοι σαν και αυτόν, ήταν να καταστούν περιττοί εξαιτίας του αντιτίμου που άφησε στο σώμα τους ο καπιταλισμός. Αυτό που αυτός και άλλοι σαν και αυτόν δεν επέλεξαν ήταν να αρχίζουν να χαρακτηρίζονται από νεοφιλελεύθερους πολιτικούς ως περιττοί, ως επιδοματίες, ως άχρηστοι.
Όλα τα παραπάνω τους επιβλήθηκαν. Τους επιβλήθηκαν από ένα κομμάτι, σχεδόν το 1% της κοινωνίας, που θεωρεί τον εαυτό του εκτός κοινωνίας, εκτός συζήτησης και φυσικά εκτός κινδύνου. Ένα κομμάτι πολιτικών, τεχνοκρατών και golden boys που με περίσσιο θάρρος και ευκολία κόβουν επιδόματα, κλείνουν νοσοκομεία, κλείνουν χώρους εργασίας, κλείνουν σύνορα και καταδικάζουν έναν ολόκληρο πληθυσμό σε πρόωρο θάνατο.
Και ο Λουί τους κρεμάει όλους αυτούς, κυριολεκτικά, στα μανταλάκια. Εκείνους τους πολιτικούς που είναι υπεύθυνοι για το ότι το σώμα του πατέρα του τσακίστηκε από δεκαετίες εργασίας. Εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τον αποκλεισμό του από μια δημόσια υγεία. Εκείνους που του στερούν τα επιδόματα που δικαιούται.
Θα ήθελα να μπορούσα να δω τα πρόσωπα των επισήμων όταν ο Λουί κρέμασε στα μανταλάκια τα πρόσωπα του Ολάντ, του Μακρόν και των υπολοίπων ως υπαίτιους για την καταδίκη του πατέρα του σε αργό θάνατο εξαιτίας της φτωχής καταγωγής του.
Θα ήθελα να μπορούσα να δω από κοντά εκείνες τις ατσαλάκωτες φιγούρες με το σκατοφάγο πλατύ και τοξικά θετικό χαμόγελο, που μας υπενθυμίζουν καθημερινά πόσο μικροί και ανίκανοι είμαστε για να επιφέρουμε μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή αντάξια των αλλαγών μας, όταν ο Λουί είπε ότι ο εργάτης, φτωχός, ομοφοβικός και καμιά φορά ρατσιστής πατέρας του είπε ότι τελικά χρειαζόμαστε μια βαρβάτη επανάσταση γιατί κατάλαβε τελικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ποιοι είναι οι δήμιοί του. Και ξεκίνησε να μιλάει ενάντια στον ρατσισμό της χώρας του. Και χάρηκε που ο γιός του ασχολείται ακόμα με την πολιτική.
Και εγώ χάρηκα με την κατάμεστη αίθουσα στο Βασιλικό Θέατρο που χειροκροτούσε όρθια για αρκετή ώρα τον Λουί.
Γιατί έχει σημασία να γνωρίζουμε και να λέμε τα ονόματα εκείνων που μας έχουν καταδικάσει σε έναν πρόωρο θάνατο (ή μπορεί έτσι να νομίζουν προς το παρόν).
Γιατί όπως παρατήρησε και ο φίλος Α., έχει σημασία να «λέμε τα ονόματα» εκείνων που νομίζουν ότι απολαμβάνουν ασυλία επειδή γεννήθηκαν τυχεροί. Και αυτό είναι και ένα μήνυμα σε μια φοβική Αριστερά, της οποίας η εμμονή στους τύπους και τον “πολιτικό πολιτισμό” (εκτός άλλων φυσικά) την έχουν μετατρέψει σε οικόσιτο χωρίς κυνόδοντες.
Τα βιβλία του Εντουάρ Λουί κυκλοφορούν στην Ελλάδα μεταφρασμένα αποκλειστικά από τις εκδόσεις Αντίποδες.