Ξενοφών Κοντιάδης, Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Πόλις, σελ. 244
Είμαστε ένα επαναστατικό κόμμα, όχι ένα κόμμα που κάνει επαναστάσεις
Καρλ Κάουτσκι
Το παράθεμα του Κάουτσκι, που προηγείται, αυτό που επισημαίνει -και νομίζω πως είναι σωστό- είναι ότι οι επαναστάσεις δεν κατασκευάζονται από τα πολιτικά υποκείμενα. Ξεσπούν, εν πολλοίς, αυθόρμητα και αποτελούν μείζονα γεγονότα μετασχηματισμού του κόσμου. Όποιος, λοιπόν, στέκεται θετικά απέναντί τους τούς αναγνωρίζει αυτήν τη μοναδική ιδιότητα -να αλλάζουν τον κόσμο «από τη ρίζα».
Ένα επαναστατικό κόμμα δεν κάνει επαναστάσεις. Τότε τι είναι αυτό που το κάνει επαναστατικό; Η αντίληψή του ότι τα πράγματα απαιτείται να αλλάξουν ριζικά, ώστε να είναι δυνατή και η παραμικρή, ακόμη, βελτίωση της ζωής μακροχρόνια. Διαφορετικά ειπωμένο, οι μερικές μεταρρυθμίσεις είναι, ανά πάσα στιγμή, επισφαλείς, στο μέτρο που δεν επισυμβαίνουν δομικές αλλαγές, οι οποίες θα τις στερέωναν επεκτείνοντάς τες. Δείτε πόσο εύκολα οι εργατικές κατακτήσεις του μεταπολέμου έγιναν φύλλο και φτερό με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Προφανώς, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον Κάουτσκι. Όχι μόνο δεν προσβλέπει σε μια μετάβαση στο σοσιαλισμό, ως ένα μετα- (και αντι-) καπιταλιστικό στάδιο στην ανθρώπινη εξέλιξη, του οποίου το πρώτο στοιχείο θα ήταν η κατάργηση της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο», αλλά έχει αναγάγει την «ταξική συμφιλίωση» σε αξονικό δεδομένο της πολιτικής της δράσης.
Το βιβλίο του Κοντιάδη μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε αναφορικά με τη σημερινή σοσιαλδημοκρατία, το ρόλο της στα πολιτικά συστήματα και στις κοινωνικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για ένα έργο ενημερωμένο, επιχειρηματολογικά πλούσιο και, ιδίως, έντιμο. Δεν κρύβει λόγια και έχει το θάρρος της άποψης.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπερασπίζεται ακόμη και τον δυσώνυμο μπλερισμό του «τρίτου δρόμου». Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «[ο] τρίτος δρόμος αποτιμάται ως μια επιτυχημένη όψη της σοσιαλδημοκρατίας, λαμβανομένων υπόψη των ιστορικών συνθηκών, καθώς εφάρμοσε ένα σημαντικό εκσυγχρονιστικό και κοινωνικό πρόγραμμα. Αποτέλεσε ένα πραγματιστικό πολιτικό σχέδιο που συνδύαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με αύξηση της απασχόλησης, μείωση των ανισοτήτων και διασφάλιση ικανοποιητικών θεσμών κοινωνικής προστασίας» (σελ. 111).
Δεν ξέρω από ποιους αποτιμάται έτσι. Αυτό που ξέρω είναι ότι μεγάλο μέρος ακόμα και όσων δηλώνουν σοσιαλδημοκράτες δεν συμφωνούν με μια θετική αποτίμηση και δεν απέχουν από το να θεωρούν τον Μπλερ κάτι σαν Τόνι Θάτσερ. Το κυριότερο, όμως, είναι πως αυτό που συγκρότησε η διεθνής συμμαχία αυτού του είδους της σοσιαλδημοκρατίας -ο ίδιος ο Κοντιάδης αναφέρει μεταξύ άλλων, επιδοκιμαστικά, εκτός του Μπλερ, και του Κλίντον ή του Σρέντερ- διαμόρφωσε τον παγκόσμιων διαστάσεων νεοφιλελεύθερο ζουρλομανδύα, που ακούει στο όνομα «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Για να μην αναφερθούμε στη γεωπολιτική δράση αυτών των ακραίων γερακιών -οι βομβαρδισμοί στο Βελιγράδι είναι το σύμβολο αυτής της πολεμοκάπηλης διεθνούς πολιτικής ηγεσίας. Ο Μπλερ, άλλωστε, έχει μείνει περισσότερο γνωστός για τα εγκληματικά ψέμματα αναφορικά με το Ιράκ, που οδήγησαν σε μια τεράστιας έκτασης εξολόθρευση του ιρακινού λαού.
Η τοποθέτηση, λοιπόν, του συγγραφέα επιτρέπει -πράγμα που δεν γίνεται σε άλλες περιπτώσεις- στην πολιτική αντιπαράθεση να εμφανιστεί στις πραγματικές της διαστάσεις. Το βιβλίο είναι η καλύτερη προσπάθεια, που έχω υπόψη μου -και όχι μόνο στα ελληνικά- να παρουσιαστεί η επιχειρηματολογία της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας ως ενιαίας οντότητας χωρίς να διαχωρίζει τάσεις εξοβελιστέες. Δεν θεωρεί, όπως φαίνεται από όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, αυτό που έχει καταχωριστεί ως σοσιαλφιλελευθερισμός κάτι διακριτό, έως και αντίπαλο, στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά ως συστατικό μέρος της πολιτικής αυτής οικογένειας.
Από την άλλη, αυτό που κάνει το συγκεκριμένο βιβλίο πολύτιμο είναι ότι αναμετριέται με κάποια από τα μείζονα προβλήματα της εποχής και επιχειρεί να διατυπώσει προγραμματικό λόγο. Είναι συνεκτικό, καλογραμμένο και θεματικά πλούσιο.
Επιπλέον, διατυπώνει απέναντι σε ό,τι ονομάζει Άκρα Αριστερά μια σκληρή κριτική, η οποία υπογραμμίζει εμφατικά πόσο οι δύο χώροι -η Άκρα Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία- δεν είναι τεμνόμενοι πολιτικά και, πολύ περισσότερο, ιδεολογικά. Και έχει δίκιο. Η κυρίαρχη, εδώ και τρεις δεκαετίες, σοσιαλφιλελεύθερη εκδοχή είναι, χωρίς αμφιβολία, πολλές φορές, ο κύριος αντίπαλος της Αριστεράς -το γράφω χωρίς προσδιορισμό, για να μη λέω συνεχώς το τιμητικό επίθετο «Άκρα».
Όπως σημειώνει, η σοσιαλδημοκρατία διαφοροποιείται με σαφήνεια «αφενός από την κινηματική ή την κομμουνιστική Αριστερά και, αφετέρου, από την αντιδραστική ή φασιστική Ακροδεξιά, οι οποίες επαγγέλλονται την ανατροπή της πλουραλιστικής δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου» (σελ. 23). Είναι λογικό, επομένως, να γειτνιάζει με τη «μετριοπαθή» Δεξιά πολύ περισσότερο από ό,τι με την κινηματική Αριστερά. Η οποία, όπως και οι επηρεαζόμενοι από αυτήν κοινωνικοί δρώντες, «αναπτύσσ[ει] επίσης μορφές δράσης οι οποίες ενίοτε εκδηλώνονται στα όρια της νομιμότητας ή και εκτός αυτής» (σελ. 125). Πράγμα που, όπως καταλαβαίνω, σημαίνει πως οι δράσεις πολιτικής ανυπακοής, π.χ., είναι συναφείς με αυτές της Ακροδεξιάς. Αυτό, ίσως, δημιουργεί αντικειμενικά μια γειτνίαση των αφρο -αμερικανικών κινημάτων του ’60 με την Ακροδεξιά -γι’ αυτό, μάλλον, ήταν η Νέα Αριστερά και όχι η σοσιαλδημοκρατία, που τα υποστήριξε μαχητικά.
Επιπλέον, η Άκρα Αριστερά είναι «με την αποκήρυξη όλων των ανισοτήτων εν ονόματι μιας κοινωνίας ισοπεδωτικού εξισωτισμού» (σελ. 155) και, έτσι, λόγω της πρόσληψης των δικαιωμάτων από μέρους της, οδηγείται «στην εξαφάνιση του ατόμου μέσα στη συλλογικότητα» (σελ. 173).
Κατά τη γνώμη μου, η επιμονή του Κοντιάδη στην ανάδειξη της εξισωτικής αντίληψης της Αριστεράς (ισοπεδωτικός εξισωτισμός) και η απόρριψη κάθε «υποβάθμισης της αρχής της αξιοκρατίας» (σελ. 155) από τη σοσιαλδημοκρατία ξεκαθαρίζει μια θεμελιώδη διαχωριστική ανάμεσα στους δύο χώρους και υποδεικνύει με σαφήνεια την ισχυρή εκλεκτική συγγένεια της τελευταίας με την (κεντρο)Δεξιά. Σε ό,τι αφορά δε την αξιοκρατία και τα σχετικά, το τελευταίο βιβλίο του Michael Sandel (Πόλις, 2022), που δεν ανήκει στην Άκρα Αριστερά, είναι κατατοπιστικό.
Δεν θα μείνω στην κριτική του συγγραφέα απέναντι στην Αριστερά. Ούτε θα πω πως είναι άδικη. Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας προσλαμβάνει την πραγματικότητα είναι σεβαστός. Μου κάνει, όμως, εντύπωση πως η κινηματική Αριστερά καταγγέλλεται εδώ για εμμονή με την «ισοπεδωτική ομοιομορφία», την εξαφάνιση του ατόμου μέσα στη συλλογικότητα, ενώ μια από τις συνηθέστερες «κατηγορίες» εναντίον της, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι η επιμονή της στο «δικαιωματισμό», ελευθεριακή της προσήλωση στις πολλαπλές ταυτότητες και στον απεριόριστο σεβασμό στις προσωπικές επιλογές. Σε όλα τα συναφή κινήματα, άλλωστε, η Άκρα Αριστερά υπήρξε πρωταγωνίστρια και μοναδική, συχνά, πολιτική δύναμη, που τα υποστήριζε. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη, π.χ., νομοθεσία υπέρ των ομοφυλοφίλων ήρθε με τη Ρωσική Επανάσταση, η οποία υπήρξε απόλυτα πιστή στο μαρξικό σύνθημα ότι «η ελέυθερη ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση της ελεύθερης ανάπτυξης όλων». Πρώτα το «καθενός», έπειτα το «όλων».
Ούτε είναι τυχαίο πως η πλήρης νομική εξίσωση των γυναικών πραγματοποιήθηκε και πάλι από την επαναστατική Ρωσία -εκτός κι αν είναι πρόβλημα κι αυτός ο «απόλυτος» εξισωτισμός. Ο συμπαθητικός για τον συγγραφέα «πολιτικός φιλελευθερισμός» δεν πλησίασε καν τέτοιες μείζονες μεταρρυθμίσεις ούτε τον αιώνα που προηγήθηκε της Ρωσικής Επανάστασης ούτε και για καιρό μετά. Ενώ το σύνολο σχεδόν των δημοκρατικών κατακτήσεων, που προηγήθηκαν, οφείλονταν και πάλι σε μια Επανάσταση, τη Γαλλική, και, μάλιστα, στη γιακωβίνικη περίοδό της -οι φιλελεύθεροι θεωρούσαν πως το καθολικό δικαίωμα ψήφου ήταν απαράδεκτο, ακόμη και ηθικά. Το 10 -15% των ιδιοκτητών έφτανε και περίσσευε. Όπως, επίσης, η παιδική εργασία στο μέτρο που ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των παιδιών δεν έπρεπε να απαγορεύεται. Και το δουλεμπόριο το ίδιο. Αυτά δεν τα υποστήριζαν οι συντηρητικοί, αλλά οι (πολιτικά) φιλελεύθεροι, που, ιστορικά, δεν υπήρξαν καθόλου δημοκράτες.
Τα παραπάνω σχόλια δείχνουν γιατί είναι χρήσιμο το βιβλίο. Μας επιτρέπει να διαφωνήσουμε εκ βάθρων και να ξέρουμε γιατί διαφωνούμε. Επιτρέπει, επιπλέον, όπως φάνηκε νομίζω ήδη, συμφωνώντας εδώ με τον συγγραφέα, να διαπιστώσουμε την αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα στην Άκρα Αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο Μαρξ είπε πως «δεν είναι μαρξιστής». Με την έννοια, που το έθεσε, ούτε εγώ είναι «μαρξιστής» -άλλωστε είναι τόσοι οι «μαρξισμοί»!
Δεν θεωρώ, ωστόσο, σωστό να «ξετινάζεται» ο Μαρξ χωρίς ουσιαστική γνώση του έργου του. Ο αναμφισβήτητα σπουδαίος Μαρξ δεν υποστήριξε ποτέ κάποια θεωρία απόλυτης εξαθλίωσης -ποτέ. Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς το Κεφάλαιο για να το καταλάβει. Η μπροσουρίτσα Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο αρκεί. Αυτό που υποστήριζε ο Μαρξ είναι πως η εξέλιξη του καπιταλισμού αυξάνει συνεχώς όσους είναι υποχρεωμένοι, προκειμένου να επιβιώσουν, να πουλούν την εργασιακή τους δύναμη και, ως προς αυτό, ειδικά σήμερα, όποιος αμφιβάλλει μάλλον εθελοτυφλεί.
Επιπλέον, η επίκληση του Καστοριάδη, για να υποστηριχτεί ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας του μαρξικού έργου είναι σχεδόν γκροτέσκα. Η καστοριαδική ανοησία, μάλιστα, γίνεται προφανής, όταν ισχυρίζεται ότι ο Μαρξ «θέτει τον τόνο στον οικονομικό ντετερμινισμό [και] χαιρετίζει την θεωρία του Δαρβίνου ως μια ανακάλυψη παράλληλη με εκείνη του Μαρξ» (σελ. 49). Γιατί, ως πασίγνωστον, η δαρβινική θεωρία είναι ό,τι μακρινότερο από τον ντετερμινισμό έχει υπάρξει στην ιστορία των φυσικών επιστημών.
Ακόμη περισσότερο, η ιδέα ότι ο Μαρξ είχε την άποψη πως η προλεταριοποίηση σήμαινε αύξηση της χειρωνακτικά εργαζόμενης τάξης είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Αντίθετα, για τον ίδιο, όπως σημειώνεται στο Κεφάλαιο, ο καθηγητής σε ένα ιδιωτικό σχολείο ανήκει εξίσου στην εργατική τάξη όσο και αυτός που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο λουκάνικων -το παράδειγμα είναι το δικό του. Όποιος διαφωνεί με την «πρόγνωση» του για την προϊούσα προλεταριοποίηση, ας ρίξει μια ματιά στη σημερινή ηλικιακά νέα, μάλιστα, εργατική τάξη, όπου η ένταξη είναι άσχετη από το «ανθρώπινο κεφάλαιο» των εργαζόμενων και οι συνθήκες ζωής και δουλειάς επιδεινώνονται διαρκώς.
Σε ό,τι αφορά τη μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας, η αδυναμία να δεχτεί τα προηγούμενα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, και στην εγκατάλειψη της έννοιας της εκμετάλλευσης. Βλέπει παντού ανισότητες -πώς, αλλιώς, άλλωστε, αφού βγάζουν μάτι- αποφεύγει την αιτία. Αν γίνει αποδεκτή, όμως, η έννοια της εκμετάλλευσης τότε ο «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού είναι αβάσιμο, σχεδόν ανορθολογικό, πρόταγμα.
Αναφέρθηκα ήδη στην απολύτως καθοριστική για τη βελτίωση του κόσμου συμβολή των Επαναστάσεων. Οι «μικροί» άνθρωποι χρωστούν πολύ περισσότερα στην Αγγλική, την Αμερικανική, τη Γαλλική, τη Ρωσική, ακόμη και την Ελληνική ή, γενικότερα, τις εθνικές και αντιαποικιοκρατικές Επαναστάσεις παρά σε αιώνες αιώνων μετριοπαθούς μεταρρυθμισμού. Η ιστορία χρωστάει πολύ περισσότερα στον Μύντσερ, τον Γουίνστανλεϊ, τον Ροβεσπιέρο ή στους Ρώσους επαναστάτες παρά στον Μπερνστάιν. Μάλιστα, ακόμη και το New Deal ή τα κεκτημένα της μεταπολεμικής Ευρώπης, νομίζω, οφείλονταν στην «κομμουνιστική απειλή» παρά στη «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Γι’ αυτό και εξέλιπαν μαζί της -όπως και η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, άλλωστε.
Αλλά και σε ό,τι αφορά τις «προγνώσεις», η Λούξεμπουργκ αποδείχτηκε πολύ σωστότερη του Μπερνστάιν. Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι ξεκλήρισαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής νεολαίας, ο 2ος, μάλιστα, εξολόθρευσε το 30% του πληθυσμού, τουλάχιστον. Κάθε άλλο παρά η ομαλή βελτίωση, που προέβλεπαν οι «ρεβιζιονιστές». Η μεταπολεμική υπέρβαση της Μεγάλης Ύφεσης, επιπλέον, βασίστηκε στην ολοκληρωτική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, που έβαλε εκ νέου σε κίνηση την καπιταλιστική συσσώρευση. Το ίδιο το κοινωνικό πρότυπο και η βελτίωση της θέσης των εργατικών τάξεων στη «χρυσή τριακονταετία» σε αυτό πάτησε μαζί με την πολιτική απειλή, στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Η ενισχυμένη κερδοφορία επέτρεψε «παροχές» απαγορευμένες, υπό διαφορετικές συνθήκες. Όταν, όπως ορθά περιέγραψε ενάμιση αιώνα πριν ο Μαρξ, η κερδοφορία μειώθηκε, η καπιταλιστική τάξη πέρασε και πάλι στην επίθεση επιχειρώντας -και καταφέρνοντας, σε μεγάλο βαθμό- να αναιρέσει το σύνολο των κατακτήσεων των κατώτερων τάξεων. Βοηθούμενη, μάλιστα, από τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επεδίωκε την ταξική συμφιλίωση με αυτούς, που είχαν σκοπό να κατασπαράξουν όλον τον κόσμο.
Είναι ενδεικτική, από αυτήν την άποψη, και η ευρωπαϊστική προσήλωση των σοσιαλδημοκρατών. Ενώ σωστά λέγεται ότι οι εθνικές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα του κόσμου είναι αδιανόητες, έστω και θεωρητικά, η απροϋπόθετα θετική στάση απέναντι στην ΕΕ μόνο ως καθεστωτισμός μπορεί να εκληφθεί. Γιατί η ΕΕ είναι η πλήρης υλοποίηση του ονείρου του Χάγεκ για μια υπερεθνική δομή, η οποία θα κάνει αδύνατη οποιαδήποτε επιρροή των κοινωνικών αγώνων στην εξουσία των «επιχειρηματιών».
Δεν θεωρώ έγκλημα καθοσιώσεως τον ρεφορμισμό. Μόνο που δεν δουλεύει. Έτσι, όλο και περισσότερο, οι σημερινοί μεταρρυθμιστές είναι μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Ο Κοντιάδης περιγράφει, σε κάποια σημεία, τις συνθήκες του κόσμου να εξελίσσονται στην κατεύθυνση μιας ακραίας και ραγδαίας επιδείνωσης. Από την άλλη, υπογραμμίζει τον μεγάλο κίνδυνο της κλιματικής κατάρρευσης.
Δεν βλέπω πώς προβλήματα, που εξελίσσονται «ραγδαία», «ακραία» και προς «καταρρεύσεις» μπορούν να αντιμετωπιστούν «βαθμιαία», «σταδιακά» και «με μετριοπάθεια». Δεν βγάζει νόημα -όχι πολιτικά, λογικά δεν βγάζει νόημα.
Δεν ζούμε σε έναν κόσμο όπου «μέτριες» αλλαγές μπορούν να μας σώσουν. Δεν είναι προφανές;
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως η Άκρα Αριστερά, «έχει τη λύση». Δεν την έχει. Ίσως, τελικά, εδώ που φτάσαμε, να αποδειχτεί πως το αδιέξοδο είναι οριστικό. Καμιά αισιοδοξία δεν μας σώζει από μόνη της -αν δεν μας καταδικάζει σε απραξία.
Η Άκρα Αριστερά δεν έχει τη λύση. Νομίζω, όμως, πως την ψάχνει σε σωστότερη κατεύθυνση από ό,τι η σοσιαλδημοκρατία.