Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1971. Η μητέρα μου με είχε πάει με ταξί σε ένα μπουτίκ ξενοδοχείο σε ένα καταπράσινο βόρειο προάστιο της Αθήνας για να επισκεφτώ τον αγαπημένο μου θείο, τον αδερφό της. Πριν βγούμε από το αυτοκίνητο, μου έπιασε το χέρι και μου ψιθύρισε λόγια θάρρους στο αυτί. Βλέπετε, το ξενοδοχείο Πευκάκια είχε επιταχθεί από την ΕΣΑ, την εκδοχή της Γκεστάπο του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος, η οποία το είχε μετατρέψει σε κελί κράτησης των επώνυμων αντιφρονούντων. Αυτό που είδα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του βασανισμένου προσώπου του θείου μου, εξασφάλιζε ότι, από την ηλικία των 10, καταλάβαινα τι σήμαινε να ζεις σε μια ωμή δικτατορία.
Όλοι θυμούνται ότι μια σειρά από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν κάποτε κομμουνιστικές δικτατορίες. Από τη Βαλτική Θάλασσα στην Πολωνία έως τη Μαύρη Θάλασσα παρέμειναν υπό μονοκομματική κυριαρχία, με τους λαούς τους στο έλεος των μυστικών αστυνομικών. Σήμερα, λιγότερο συχνά συζητείται το γεγονός ότι πριν από μισό αιώνα τρία από τα σημερινά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν φασιστικές δικτατορίες: η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Αλλά αυτή η ιστορία των δυτικοευρωπαϊκών λαών που μοχθούν κάτω από δεξιά, υπερεθνικιστικά, φασιστικά καθεστώτα είναι σχετική, τώρα που βιώνουμε ένα κύμα εθνικισμού, έναν ηθικό πανικό για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, και μια λαχτάρα από ισχυρούς άντρες και ισχυρές γυναίκες να φτιάξουν τις χώρες μας «μεγάλες ξανά». Με τις φετινές εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον ορίζοντα, υπάρχουν σημαντικά μαθήματα σε αυτή την μισοξεχασμένη ιστορία.
Μεγάλωσα στο υποτιθέμενο λίκνο της δημοκρατίας, σε μια Ελλάδα που κυβερνιόνταν από τυράννους οι οποίοι ορκίζονταν πίστη σε μια ιδεολογία όχι πολύ διαφορετική από αυτή που επιστρέφει σήμερα σε όλη την Ευρώπη. Στελέχη του κατεστημένου, όπως ο θείος μου, ο οποίος τότε ήταν διευθύνων σύμβουλος της Siemens στην Ελλάδα, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και απέτυχαν. Όμως, δύο χρόνια αφότου τον επισκέφτηκα εκείνη την ημέρα, τον Νοέμβριο του 1973, φοιτητές κατέλαβαν αυθόρμητα το πιο αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, το Πολυτεχνείο Αθηνών. Μετά από πέντε ένδοξες ημέρες στις οποίες το κέντρο της πόλης απελευθερώθηκε προσωρινά από το καθεστώς, ο στρατός εισήλθε στην πόλη και, με μια σειρά από τανκς κατασκευασμένα στις ΗΠΑ να πρωτοστατούν, κατέστειλε την εξέγερση. Ακολουθώντας το τανκ που συνέτριψε την μπροστινή πύλη του Πολυτεχνείου, κομάντος και χωροφύλακες, επιλεγμένοι για τις φασιστικές τους αντιλήψεις, πάταξαν την κάθε αντίσταση που είχε απομείνει. Για εβδομάδες μετά, τα κελιά της αστυνομίας αντηχούσαν από τις κραυγές των φοιτητών που βασανίζονταν εκεί. Η εξέγερση καταπνίγηκε, αλλά το καθεστώς δεν ανέκτησε ποτέ την ηρεμία του. Μερικές μέρες αργότερα, ένας ταξίαρχος ανέτρεψε τους συνταγματάρχες και οδήγησε το δεξιό καθεστώς ακόμη πιο μακριά προς την απεριόριστη σκληρότητα. Αυτός ο παροξυσμός του αυταρχισμού εμφανίστηκε στην πιο κωμική του μορφή στις τηλεοπτικές μας οθόνες: τα δελτία ειδήσεων διαβάζονταν από αυστηρούς ένστολους, με μετάλλια, αξιωματικούς του στρατού που γάβγιζαν εντολές στους θεατές τους.
Έξι μήνες αργότερα, ίσως σε μια απέλπιδα προσπάθεια σταθεροποίησης του καθεστώτος τους, οι δικτάτορες υπερέβαλαν, με μια ανοργάνωτη προσπάθεια να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να πυροδοτήσουν μια βάναυση τουρκική εισβολή στο νησί, που έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στο χείλος του πολέμου και είχε ως αποτέλεσμα αμέτρητους νεκρούς, τραυματίες και εκτοπισμένους Κύπριους, μια τραγωδία της οποίας οι επιπτώσεις είναι ακόμα εδώ, με τη μορφή της Πράσινης Γραμμής που χωρίζει το νησί μέχρι σήμερα. Θα πίστευε κανείς ότι ένα στρατιωτικό καθεστώς θα συντηρούσε με αγάπη τις ένοπλες δυνάμεις του, αλλά εκείνο το επεισόδιο αποκάλυψε την αδυναμία της Ελλάδας. Επίσης, συνέτριψε την οικονομία μας, ακριβώς τη στιγμή που η κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς και η πετρελαϊκή κρίση έβαζαν τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε μια κατακόρυφη πτώση. Μέσα σε λίγες μέρες η χούντα τσαλακώθηκε.
Φέτος τον Ιούλιο, το έθνος θα τιμήσει την 50η επέτειο μιας εκδοχής της φιλελεύθερης δημοκρατίας που επιστρέφει στην Ελλάδα. Πάλι καλά, δεδομένου ότι η ιστορία του πως δημιουργήθηκε η ελληνική χούντα έχει σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί. Επιβλήθηκε από αδίστακτους αξιωματικούς του στρατού τον Απρίλιο του 1967, αλλά σχεδιάστηκε και ενεργοποιήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ήδη από τη δεκαετία του ’50. Η Ελλάδα ήταν μέρος μιας μακράς σειράς πραξικοπημάτων που η CIA οργάνωσε σε όλο τον κόσμο, από το πραξικόπημα του 1953 που ανέτρεψε τον Μοχάμεντ Μοσαντέκ, τον τελευταίο δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό του Ιράν, μέχρι τη δολοφονία του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973 από τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή. Αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι το γιατί η Ουάσιγκτον ένιωσε την ανάγκη να ανατρέψει την κεντρώα, φιλοδυτική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 1965, πριν δώσει το πράσινο φως στους συνταγματάρχες, δύο χρόνια αργότερα, να διαλύσουν το Κοινοβούλιο και να βάλουν την ελληνική κοινωνία «στο γύψο, ακριβώς όπως πρέπει να κάνει ο χειρουργός με ένα σπασμένο μέλος», για να αναφέρω τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον αρχηγό της χούντας.
Δεδομένων των ερωτημάτων που στροβιλίζονται αυτή τη στιγμή γύρω από την Ευρώπη, αυτό που νομίζω ότι έχει σημασία είναι ότι το 1967 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και σε κάποιο βαθμό της Βρετανίας ήταν σθεναρά αντίθετες στο πραξικόπημα. Η άφιξη του φασισμού στην Ελλάδα προκάλεσε ρήξη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που όλες ήταν στην ίδια πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος. Η Ευρώπη ήταν σύμμαχος των δημοκρατών της Ελλάδας, οι οποίοι πάλευαν ενάντια στη χούντα που ήταν ευθυγραμμισμένη με το ΝΑΤΟ που υποστήριζαν οι ΗΠΑ. Τα καλοκαίρια αυτής της εποχής, οι γονείς μου μας πήγαιναν στη Βιέννη ή στο Μόναχο για να «αναπνεύσουμε τον αέρα της ελευθερίας». Τον υπόλοιπο χρόνο, ειδικά τις σκοτεινές νύχτες, σκύβαμε δίπλα στο ασύρματο για να ακούσουμε Deutsche Welle και BBC, και σκεπαζόμασταν με μια κόκκινη κουβέρτα για να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να μας ακούσουν οι γείτονες που ήθελαν να δώσουν πληροφορίες. Οι ελληνόφωνες εκπομπές σε αυτούς τους σταθμούς, σε αντίθεση με τη φιλοχουντική Φωνή της Αμερικής, ήταν γεμάτες υποστήριξη για τη δημοκρατική αντίσταση. Με λίγα λόγια, η Ευρώπη στήριξε μια ελεύθερη Ελλάδα, ενώ η Αμερική την πρόδωσε. Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι μόλις κατέρρευσε η χούντα ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του συντηρητικού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν εχθρικό προς το ΝΑΤΟ αλλά συμπαθούσαν, ορισμένοι με ενθουσιασμό, την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, τον πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αντίθεση με ότι πιστεύουν πολλοί βορειοευρωπαίοι, οι περισσότεροι Έλληνες δεν έβλεπαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως την αγελάδα μετρητών που έγινε αργότερα, αλλά ως εγγύηση ότι τα τανκς θα έμεναν σε αδράνεια και η μυστική αστυνομία στο περιθώριο. Κάτι που λαχταρούσαν και οι Ανατολικοευρωπαίοι μετά την κατάρρευση των δικτατοριών τους το 1991. Αυτό εξηγεί το γιατί οι Έλληνες που θυμούνται την αντίσταση μας στη χούντα με υπερηφάνεια τείνουν να έχουν μια πολύ διαφορετική άποψη για το ΝΑΤΟ από τους Ανατολικούς Ευρωπαίους με αναμνήσεις των κομμουνιστικών δικτατοριών τους.
Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, καταδίκασα την εισβολή του Κρεμλίνου ως εγκληματική, αναφέρθηκα στον Πούτιν ως «αδίστακτο δολοφόνο», κάλεσα όλους τους δημοκράτες να σταθούν στο πλευρό της Ουκρανίας, και υποστήριξα ότι η Δύση πρέπει να διαπραγματευτεί τον άμεσο τερματισμό του πολέμου, ανταλλάσσοντας την υποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων με μια υπόσχεση να κρατήσει την Ουκρανία έξω από το ΝΑΤΟ. Για μένα, αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν ότι η Δύση έκανε ότι χρειαζόταν για να σπρώξει τα ρωσικά στρατεύματα στο σημείο που βρέθηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 2022, ενώ επέτρεψε στην Ουκρανία να ανθίσει στη φιλελεύθερη δημοκρατική Δυτική Ευρώπη. Αλλά οι σύντροφοί μου στην Ανατολική Ευρώπη δεν ενθουσιάστηκαν. Το Ραζέμ, ένα αριστερό πολωνικό κόμμα, με κατήγγειλε για την αποτυχία να «υποστηρίξω την ουκρανική κυριαρχία». Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με χαρακτήρισαν «westsplainer» και χρήσιμο ηλίθιο του Πούτιν. Αυτή η διάσπαση στο πανευρωπαϊκό μας κίνημα με στεναχώρησε, αλλά προσπάθησα να εστιάσω στα ιστορικά αίτια του. Στα μάτια των ανατολικοευρωπαίων συντρόφων μου, το ΝΑΤΟ εμφανίζεται ως μια λέσχη κρατών που ρίχνει μια προστατευτική ασπίδα γύρω από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Από τη σκοπιά τους, η ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι κρίσιμη για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, και η πρότασή μου ότι η χώρα πρέπει να μείνει εκτός ΝΑΤΟ φαινόταν ως προδοσία των δημοκρατών της.
Για μένα, αντίθετα, έχοντας μεγαλώσει κάτω από ένα φασιστικό καθεστώς που όχι μόνο είχε την ευλογία του ΝΑΤΟ αλλά και σχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από στελέχη της CIA και του ΝΑΤΟ, το να βλέπω την ένταξη της Ουκρανίας ως το κλειδί για το δημοκρατικό της μέλλον φαινόταν παράλογο. Από όλα τα συνθήματα που θα μπορούσαν να είχαν γράψει στην πύλη του Πολυτεχνείου οι ηρωικοί φοιτητές που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας διάλεξαν δύο φράσεις: ΕΞΩ ΟΙ ΗΠΑ και ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ. Με τα μπλου τζιν τους και την προτίμησή τους για την τζαζ οι φοιτητές δεν ήταν αντιαμερικανοί, αλλά ήταν εξαιρετικά ανθεκτικοί στα γεγονότα της ζωής σε μια σχεδόν αμερικανική αποικία, όπου ο εθνικός μας προϋπολογισμός έπρεπε να έχει την άτυπη έγκριση του πρέσβη των ΗΠΑ και στην οποία το ΝΑΤΟ και η CIA έλεγχαν τον στρατό μας, τους ουρανούς και τις θάλασσές μας, τη μυστική μας αστυνομία. Και ενώ είναι αλήθεια ότι σε πολλά προηγμένα έθνη, όπως η Ολλανδία και η Δανία, η ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν απολύτως συνεπής με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η Ελλάδα δεν ήταν η περίεργη χώρα. Οι Πορτογάλοι, επίσης, έζησαν και κάτω από το φασισμό και μέσα στο ΝΑΤΟ. Οι διαδοχικές γενιές των Τούρκων δημοκρατών θα σας πουν ότι είναι απολύτως εφικτό να ζεις σε μια χώρα του ΝΑΤΟ που καταπιέζεται από τεράστια επίπεδα αυταρχισμού. Πράγματι, και ένας πολιτικός όχι λιγότερο δυτικός, ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ, πίστευε ότι το ΝΑΤΟ ήταν επιζήμιο για την κυριαρχία του έθνους του.
Και όμως, από τότε που το καθεστώς του Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία έχουμε χάσει την ικανότητά μας, ως Ευρωπαίοι, να διεξάγουμε μια λογική και ιστορικά θεμελιωμένη συζήτηση σχετικά με το αν η ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι επιζήμια ή απαραίτητη για τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Φυσικά, ορισμένοι θα υποστήριζαν ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει να κάνει με την υπεράσπιση μιας χώρας από εξωτερικές απειλές, παρά την εγγύηση της δημοκρατίας. Αλλά, αναμφισβήτητα, η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε επαρκής για την άμυνα μιας χώρας. Η μεγαλύτερη εδαφική απειλή της Ελλάδας προέρχεται από την Τουρκία, αλλά η πολιτική του ΝΑΤΟ είναι ότι παρεμβαίνει μόνο όταν μια χώρα που δεν είναι μέλος του απειλεί ένα από τα μέλη του. Εάν η Τουρκία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, εισέβαλε σε ένα ελληνικό νησί, το ΝΑΤΟ θα έμενε έξω από αυτό. Στο άλλο άκρο, η Ιορδανία, η Αίγυπτος και, φυσικά, το Ισραήλ βρίσκονται πλήρως κάτω από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, παρόλο που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ.
Επομένως, ποιο είναι το νόημα του ΝΑΤΟ; Πριν από μια δεκαετία περίπου, απόλαυσα μια άτυπη συνομιλία με έναν πρώην αρχηγό του επιτελείου των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Ο Αμερικανός, ένθερμος Ρεπουμπλικανός, ήταν ειλικρινής όταν τον ρώτησα αν το ΝΑΤΟ παρέμενε κατάλληλο για τον σκοπό του. «Εξαρτάται από το πως ορίζεις τον σκοπό», απάντησε χαμογελώντας. Ρώτησα πως τον όριζε εκείνος. «Είναι τριπλός», είπε. «Πρώτον, για να μας κρατήσει στην Ευρώπη. Δεύτερο, για να κρατήσει τους Ρώσους έξω. Τρίτον, για να κρατήσει τη Γερμανία κάτω». Καμία ανάλυση του ρόλου του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη που έχω συναντήσει έκτοτε δεν ήταν πιο ακριβής ή πιο προφητική. Το ερώτημα για τους Ευρωπαίους σήμερα, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλησιάζουν, είναι απλό: είναι σοφό να υποθέσουμε ότι οι δημοκρατίες μας ενισχύονται όταν παραδώσουμε την εξωτερική μας πολιτική και την άμυνα στο ΝΑΤΟ, με άλλα λόγια, στην κυβέρνηση των ΗΠΑ; Ή μήπως οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, μαζί με τον στρατηγό Ντε Γκωλ, φοβόντουσαν ότι η απερίσκεπτη υποταγή στο ΝΑΤΟ θα επιτάχυνε τη σταθερή διολίσθηση της Ευρώπης σε ένα καθεστώς μιας υποτελούς ηπείρου; Προσωπικά θα είμαι πάντα στο πλευρό των φοιτητών.
Πηγή:unherd.com