Βαγγέλης Μπριάνας, Ντελάλης, Εκδ. Θράκα, Λάρισα 2021
ΑΝΗΣΥΧΟ ΑΕΡΑΚΙ
(στην Ειρήνη)
Φυσάει έν’ ανήσυχο αεράκι
Έρχεται πίσω απ’ τα βουνά
βγαίνει μέσα απ’ την τριστέλα του Ηλία
περνάει και τις εννιά καμάρες
και μπαίνει στην αυλή μου
Κουνάει τα δέντρα
ρίχνει τα φύλλα τους καρπούς
Όλα δικά σου είναι αεράκι
τα δέντρα τα φύλλα οι καρποί
Προς τι η ανησυχία;
Σαν αεράκι μας ήρθαν οι στίχοι του Βαγγέλη από τα βουνά, μέσα από καθαρές νεροπηγές, δριστέλες κάθαρσης και κάμαρες ορθάνοιχτες. Στο πέρασμά τους, εισέβαλαν στον βωμό της αυλής του και καίνε λιβάνι τις προσφορές του. Δέντρα, φύλλα και καρπούς.
Ποίηση λοιπόν του ορεινού τοπίου που μας έφερε ένας ντελάλης γέννημα-θρέμμα του κάμπου και μάλιστα τόσο νέος ώστε εύλογα γεννάται το ερώτημα κι ο θαυμασμός. Πότε και πώς πρόλαβε να αφομοιώσει τόσο βαθιά τις ρίζες και να τις δώσει σώμα και πνοή, να τις βγάλει έξω από το χώμα και την πέτρα και να γεμίσει με χυμούς τις λέξεις του; Γιατί η ποίηση του Β. Μπλάνα έχει γήινη υπόσταση, έχει σώμα –κορμό, έχει κλαριά που απλώνονται και χαϊδεύουν προστατευτικά τον γενέθλιο τόπο του. Έχει καρπούς την έγνοια, την αγάπη, την τρυφεράδα, τον πόνο και τη θλίψη για την ερήμωσή του, για όσα χάνονται οριστικά στον χρόνο και στη φθορά που αυτός επιφέρει, για όσα ριζικά αλλάζουν από την μετάβαση στις νέες συνθήκες.
Νιώθει ο ποιητής επιτακτική την ανάγκη να διασώσει αυτόν το κόσμο, να τον κρατήσει ζωντανό στη συλλογική μνήμη, να διαλαλήσει στο μεϊντάνι τα συναισθήματα που πυροδοτούν τις λέξεις του και τον κάνουν δημόσιο κήρυκα. Ποίηση βιωματική και ως εκ τούτου ανθρωποκεντρική σε όλη την έκτασή της.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο.
Ντελάλης, δάνειο (σύμφωνα με τα επίσημα λεξικά) από την οθωμανική τουρκική και την αραβική γλώσσα (dellal). Ο ντελάλης ήταν ο δημόσιος κήρυκας, ο διαλαλητής, αυτός που ανακοίνωνε τα μαντάτα και τις αποφάσεις της εξουσίας. Ήταν με λίγα λόγια η ζωντανή εφημερίδα της εποχής και ο κράχτης της αγοράς. Σε δεύτερη ερμηνεία, ο ντελάλης είναι αυτός που αποκαλύπτει μυστικά, που φέρνει στο φως όσα δεν πρέπει να ειπωθούν.
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι τι ακριβώς διαλαλεί στο κοινό o ποιητής, σύμφωνα με τον ομολογουμένως πρωτότυπο τίτλο. Έρχεται να μας φέρει ειδήσεις ή να μας αποκαλύψει τα κρυμμένα; Ή στην ίδια φόρμα περιλαμβάνει και τα δύο μαζί; Η απάντηση έρχεται αμέσως, αφού ο ίδιος ξεκαθαρίζει το τοπίο με τα μότο που επέλεξε να βάλει στα δύο μέρη της συλλογής .
Το πρώτο: «Δελτίο, νοώ επίκαιρο ό,τι με συγκινεί» .
Λιτά και κοφτά προειδοποιεί πως αυτό που θα μας ανακοινώσει δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο το συγκινησιακό φορτίο που τον βαραίνει και πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθεί. Η επικαιρότητα του ποιητή δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο των δελτίων ειδήσεων των ΜΜΕ. Δεν αφορά το εφήμερο, το φευγαλέο, το περιορισμένο και ήδη θνησιγενές την ώρα που εκφωνείται . Αφορά στο βαθύ αποτύπωμα του γεγονότος, στην ουλή που αφήνει το συμβάν, προπάντων αυτό που επαναλαμβάνεται μέχρι να χαθεί η υλική διάστασή του. Τότε περνάει στον χώρο του μνημονικού και η ποίηση αναλαμβάνει την επαναφορά του στο συνειδητό, τελετουργώντας τη μνήμη, ξυπνώντας και ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις: όσφρηση, γεύση, ακοή, αφή, όραση και ενόραση.
Ποίηση, έγραφε στα 1837 ο John Stuart Mill, είναι « η εξομολόγηση του αισθήματος στον εαυτό του κατά μόνας με την ενσάρκωση της ύπαρξής του, μέσα από τα προσφορότερα για την πλησιέστερη αναπαράστασή του σύμβολα, με το ακριβές σχήμα που είχε ο ποιητής στο νου του» . Όταν η εξομολόγηση σπάει το κέλυφος του «κατά μόνας», όταν δημόσια εκτίθεται, γίνεται η ποίηση του «Ντελάλη». Τα σύμβολα του διαλαλητή είναι τα οργανικά στοιχεία του τόπου του: οι γεωγραφικές ορίζουσες, τα βουνά, ο άνεμος, το χώμα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα σπίτια, οι άνθρωποι και οι εργασίες τους. Αυτά δηλαδή που κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν συνθέτουν το «πνεύμα του τόπου».
Στο έργο του Μπριάνα, οι ίδιοι οι τίτλοι γίνονται ντελάληδες του συναισθηματικού φορτίου: Το βουνό, Χειμερινό, Το νερό ξέρει, Το παράπονο της καρυδιάς, Της κρανιάς, Το γεφύρι της Τέμπλας.
Η συλλογή του συνιστά ένα εγκόλπιο δίστιχων, τετράστιχων, μικρών ποιημάτων της μετεγκατάστασης του έξω τόπου στην ενδοχώρα του ποιητή.
Η εσωτερική μετανάστευση του τοπίου σαρκώνεται με τις λέξεις του.
Ο Β. Μπριάνας πονά για την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, την ερήμωση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Για να την αντέξει συνομιλεί με άψυχα (είναι;) και έμψυχα, με τα δέντρα, τα νερά, τα γεφύρια, τα ξύλα, τα βουνά και τα πουλιά.
Βαθύς κι ολοφάνερος ο δεσμός του με τη φύση του τόπου του, με την ξεχωριστή ιδιοσυστασία των ανθρώπων του.
Η ποίηση του πατάει γερά σε δύο θεμέλια. Αφενός στη λαϊκή παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και των προφορικών αφηγήσεων και αφετέρου στη λόγια παραγωγή, χωρίς όμως ούτε η μία ούτε η άλλη να δυναστεύουν τα εκφραστικά του μέσα.
«Δροσούλα και φθηνή σκιούλα
που γυρεύει νυχτοπούλια
Ένα τους θα κάτσει να ξεχαστεί
Θα κοιτάει τα φύλλα θα κοιτάει τη βροχή
Το σκάγι που το παίρνει
το αφήνει στον τόπο»
Ζυμώθηκε η πνευματική του σκευή με τους ήχους, τα κελαηδίσματα, τους θρήνους της γενέθλιας γης και ξεπηδάει αβίαστα σαν δημοτικό τραγούδι, σαν μοιρολόι για ό, τι χάνεται, σαν γνωμικό θυμόσοφου γέρου που στο γέρμα του βίου αφήνει κληροδότημα το βίωμά του. Από την πλευρά της ποίησης, είναι φανερή η γόνιμη επίδραση των λεγόμενων «ποιητών της ενδοχώρας»
Αυτό που εκπλήσσει και συνάμα υπόσχεται πολλά για το μέλλον, όπως το έργο του έτερου Καρδιτσιώτη ποιητή, του Χρήστου Κολτσίδα, είναι η θαυμαστή ωριμότητα του λόγου που συλλαμβάνει την επέλαση του πανδαμάτορα χρόνου και οδηγεί στην συνειδητοποίηση της φθοράς, παρά και κόντρα στο νεαρόν της ηλικίας του.
Αντιγράφω :
« Ξεπετρίζεις τον κήπο σου κι έχεις βουνό ολόκληρο από κάτω να χαλάσεις.»
«Βιτσιά ουλή τραύμα της ιτιάς, Αποθαρρυντική βροχή που πέφτει επάνω δίνει σχήμα.»
Με την πρώτη ανάγνωση, τα ποιήματα της συλλογής αφήνουν μια στυφή γεύση. Εισχωρούν στο θυμικό με καρδιά και αίμα, με πνοή κι αέρα, πολλαπλασιάζουν τη φωνή του ντελάλη που διαλαλεί τα πικρά μαντάτα.
«Κόκκινο ποτάμι και στυφό νερό κάτω απ’ τη σχισμή του να ποτίσει ο κισσός που πνίγει το κλωνί σου»
Βραδύκαυστη μετά η δεύτερη ανάγνωση, απελευθερώνει το οξυγόνο της λιτής γραφής και μας ξεναγεί στο υπόγεια δώματα του ποιητή, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «Ειδήσεις».
Αντιγράφω και πάλι :
«Σίγουρος θάνατος εθεάθη στην μπούκα του κυνηγού»
«Χιόνι καρφίτσα και σε καρφώνει στην Καρδίτσα. Τους είδανε πολλούς ξαπλωμένους-ανθρώπους χάρτινους-με μια πινέζα στο κεφάλι»,
ενώ κοφτἠ και απειλητική περνἀει μπροστά μας, ακριβώς σαν μονόστηλος τίτλος και μας προειδοποιεί :
«Χειμερία νάρκη θα σε διαμελίσει»
Ο ποιητικός τόπος του «Ντελάλη» δεν είναι ειδυλλιακός, δεν είναι η αναγεννησιακή Αρκαδία με τη βουκολική φύση. Δεν προσκαλεί σε ρεμβασμό. Τουναντίον, προειδοποιεί πως το τοπίο της είναι σκληρό, συχνά τοπίο θανάτου που η ιστορία και η εξωγενής ανθρώπινη παρέμβαση το οδήγησαν στην ερήμωση.
«Φύτεψε με σ΄άγριο χώμα
μες στο κατάκρυο άσε με να βγω
Άμα δε βαστάξω
Σημαίνει πως δεν κάνω για χειμώνες»
Η ποίηση του Βαγγέλη Μπριάνα κυλά αβίαστα σαν καθαρό νερό πηγής από την ύπαιθρο χώρα, από τα ορεσίβια τοπία, για να ενωθεί στη μεγάλη κοίτη με αυτήν των προηγούμενων και σπουδαίων ομοτέχνων του, του Μάρκου Μέσκου, του Χρήστου Μπράβου, και των Ηπειρωτών Μιχάλη Γκανά, Τάσου Πορφύρη, Πάνου Κυπαρίσση και Βασίλη Νιτσιάκου. Με τη διαφορά όμως πως δεν κουβαλάει το στίγμα της Κατοχής και του Εμφυλίου που διαπότισαν το έργο των προηγούμενων, ούτε τον πόνο του εσωτερικού μετανάστη που νοσταλγεί τη μικρή του πατρίδα. Ο Βαγγέλης Μπριάνας ζει και εργάζεται στον γενέθλιο τόπο του, την Καρδίτσα, βιώνει την τωρινή του εικόνα, βλέπει καθημερινά το αποτέλεσμα της εγκατάλειψής του. Πονάει για την αφαίμαξη των ζωτικών του κυττάρων, αγωνιά για τον θάνατο του οικείου κόσμου, αυτού που τον ανέθρεψε και γίνεται ντελάλης που διαλαλεί την αγωνία του να σωθούν στη μνήμη όλα τα υλικά του.
Η ποίηση του διαλέγεται με τα πρόσωπα του τόπου του, γι΄ αυτό και έχει ονόματα. Απευθύνεται σε αυτά, θεμελιώνοντας παράλληλα έναν ζωντανό διάλογο με το κοινό του.
«Ματσιούλα δεν το ΄ξερες;
Το ξύλο σαπίζει,
Βρέχεται από το ποτάμι
βρέχεται από τη βροχή
Το έλατο έχει ημερομηνία λήξης
Και δεν τις λες και λίγες τις 47 γίδες
Φώτη δεν το ΄ξερες
ότι μπορεί να σπάσεις;»
Κι ενώ, από τη γενιά του 70 κι εντεύθεν, στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία κυριαρχούσε η θεματική του αστικού χώρου και των υπαρξιακών ζητημάτων που αυτό δημιουργεί, εισέρχεται πλέον δυναμικά στη λογοτεχνία η επαρχία με τα δικά της θέματα. Αναδύεται η ύπαιθρος με όλο το ανάγλυφο της, με βουνά και κάμπους, με χωριά και μικρότερες πόλεις, με την ανθρωπογεωγραφία της, με την ιστορική της πορεία, σε μια προσπάθεια να συγκεράσει τα κατάλοιπα της παραδοσιακής κοινωνικής της οργάνωσης με τα νέα οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα. Αυτή η καινούρια συνθήκη ζητάει επιτακτικά να εκφράσει τις αγωνίες και τους καημούς της και το κατορθώνει με νέες φωνές που στιχουργούν για μια άλλη πατρίδα. Η «άλλη πατρίδα», δεν είναι οι ιλουστρασιόν έγχρωμες φωτογραφίες στα διαφημιστικά φυλλάδια των τουριστικών πρακτορείων, τα γεμάτα υποσχέσεις για μοναδικές εμπειρίες σε τριήμερα μέσα στην άγρια φύση, ούτε βέβαια οι εξιδανικευμένες εικόνες ενός παρελθόντος που ποτέ δεν υπήρξε παραδεισένιο. Είναι η πατρίδα που παραπαίει και ζητάει να ορθοποδήσει ανάμεσα στα τελευταία κατάλοιπα του προηγούμενου αγροτο-κτηνοτροφικού και κοινοτικού της βίου και στη νέα κατάσταση πραγμάτων, που μόνο αισιόδοξη δεν προδιαγράφεται.
Σε αυτή την κατάσταση, ο «Ντελάλης» του Β. Μπριάνα δεν ανακοινώνει μόνο το δελτίο της μοναξιάς του, ζητάει ο ίδιος έναν συνομιλητή γιατί:
«δε βρίσκει ούτε άνθρωπο ούτε μαγαζάκι μικρό να πιεί
ούτε ψάρι να ψαρέψει στο πιάτο να το καθίσει να του πει
μια κουβέντα φιλική απ΄αυτές που λέγονται τουλάχιστον
Που δε στέκουν στο λαιμό κόκκαλο ψαριού να σε πνίξουν»
Ο Βαγγέλης Μπριάνας εντέλει, σαν το λυπημένο «Πετροπούλι» του ποιήματός του, έχει «βουνά –βράχια πολλά στο στόμα του» και μας πετά τις λέξεις του που μας «παίρνουν κατακέφαλα», γιατί ίσως μόνον έτσι θυμηθούμε και εμείς ποιες μικρές πατρίδες έφτιαξαν τη μεγάλη.