Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην εκπαίδευση παράλληλα με την ανάδυση ενός δημόσιου λόγου που συγκλίνει στην καλλιέργεια ενός κλίματος ηθικού πανικού σχετικά με την ανήλικη παραβατικότητα.
Εμείς, εκπαιδευτικοί από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ζούμε και συνομιλούμε καθημερινά με τα παιδιά και τους εφήβους που βρίσκονται στο στόχαστρο. Μέσα και έξω από την σχολική τάξη νιώθουμε τις πολλαπλές κρίσεις που έχουν βιώσει οι νεανικές αυτές γενιές, την ένταση, το άγχος, τα αδιέξοδα που οι συνθήκες αυτές προκάλεσαν. Με διάφορους τρόπους προσπαθούμε να αναδεικνύουμε την πλημμελή κοινωνική φροντίδα να καλυφθούν οι οικονομικές, κοινωνικές, μαθησιακές και τελικά συναισθηματικές ανάγκες τους.
Μετά από μια δεκαπενταετία έντονων κοινωνικών αλλαγών και συγκρούσεων, επιβλήθηκε η αυστηροποίηση των κανονιστικών πειθαρχικών μέτρων που ισχύουν από το 2024 στα σχολεία. Στο πλαίσιο αυτό επανήλθε η πενθήμερη αποβολή, μειώθηκε το περιθώριο απουσιών, οι αποβολές λιγότερων ημερών μπορούν να επιβληθούν κάθετα από τη Διεύθυνση του σχολείου που συγκεντρώνει όλο και περισσότερες εξουσίες αποδυναμώνοντας τον διάλογο στο σύλλογο διδασκόντων, ενώ δεν προϋποτίθεται καν η τυπική κλιμάκωση της επιβολής αυτών των τιμωριών.
Το μέτρο της αλλαγής περιβάλλοντος στο προηγούμενο καθεστώς είχε πολλούς περιορισμούς, ενώ πλέον έχει διευκολυνθεί. Η απομάκρυνση ενός παιδιού από το γνώριμο κοινωνικό του πλαίσιο μπορεί να γίνει μια εύκολη λύση, ενώ για το ίδιο συνιστά μια πολύ διαταρακτική συνθήκη όταν επιβάλλεται χωρίς μέριμνα για την εξομάλυνση της βιογραφικής αυτής ρήξης, την υποδοχή και την προσαρμογή του στο καινούριο σχολείο.
Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και των ίδιων των εκπαιδευτικών έχουν δημιουργήσει στρεσογόνους ρυθμούς στο σχολείο. Οι διαδικασίες αυτές έχουν στο κέντρο τους στιγμιαίες επιδόσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών και παροδικά προγράμματα ευκαιριακών στόχων που απομακρύνουν όλο και περισσότερο την παιδαγωγικά μαθητοκεντρική οπτική.
Το μάθημα ωστόσο δε διαρκεί 45 λεπτά, δεν είναι προσθήκη στο βιογραφικό μας, ούτε είναι γραφειοκρατικά πεδία. Υπάρχει το πριν και το μετά, η επικοινωνία με τους κηδεμόνες και άτομα αναφοράς του παιδιού, οι συζητήσεις στους διαδρόμους, η ενδυνάμωση στο μάθημα, η σχέση που χτίζεται με αγώνα και προσπάθεια, η αποδοχή που περνάει από εκατέρωθεν δοκιμασίες, η επεξεργασία δύσκολων συναισθημάτων, η δημιουργία κοινών εμπειριών και αναμνήσεων, οι πλαισιωμένες βιωματικές δράσεις στην κοινότητα, οι μεταξύ των παιδιών αντιθέσεις, ακόμα και οι συγκρούσεις μεταξύ μας είναι κάποια από τα κομμάτια του παιδαγωγικού μας έργου που δεν μετριέται.
Αλλά νιώθουμε ότι οι συνθήκες για όλα τα παραπάνω έχουν δυσκολέψει. Οι περικοπές σε όλα τα συστήματα πρόνοιας ενηλίκων και παιδιών, υγείας και ψυχικής υγείας, η υποστελέχωση των υπηρεσιών που έχει ως αποτέλεσμα χρονοβόρες διαδικασίες, η μη συνδεσιμότητα των φορέων δεν υποστηρίζουν την πρόληψη δυσάρεστων εξελίξεων στις ζωές των παιδιών. Ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στα σχολεία αναλαμβάνουν ένα μαθητικό πληθυσμό αναντίστοιχα μεγαλύτερο από αυτόν που μπορούν να υποστηρίξουν, ενώ η παρουσία τους μόνο μια μέρα την εβδομάδα δεν δημιουργεί το πλαίσιο ώστε να αποτελούν οργανικό μέρος της σχολικής ζωης. Ειδικά στη δευτεροβάθμια, τα υπερμεγέθη τμήματα με τριάντα παιδιά και το αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων που είναι βαρύ και αποκομμένο από τις πραγματικές ανάγκες των μαθητ(ρι)ών, δε δίνουν το χρόνο και το περιθώριο για την ολιστική φροντίδα που τα παιδιά χρειάζονται.
Παρακολουθούμε τελευταία να δημιουργείται ένας δημόσιος λόγος που μοιάζει να φοβάται τα παιδιά, σαν η κοινωνία να μη σχετίζεται πραγματικά μαζί τους. Που ζητά να αστυνομευτεί η σχολική ζωή αντί να εξασφαλιστεί πριν και πάνω απ’ όλα ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της. Εμείς που ζούμε καθημερινά τα σχολεία, στεκόμαστε απέναντι σε αυτόν τον δημόσιο λόγο που έχει εγκληματοποιήσει παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο. Και αντί να κατακλυζόμαστε από φωνές καταστολής και τιμωρίας, ζητάμε να ακούσουμε τον φόβο και τον θυμό παιδιών που βρίσκονται εκτεθειμένα και απροστάτευτα.


