Τον Βασίλη Τσιράκη τον γνωρίζουμε έως τώρα από τις δύο νουβέλες και τα τέσσερα μυθιστορήματα, που έχει εκδώσει, καθώς και από τις έξι ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες δημιούργησε ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ενώ έχει γράψει και ένα θεατρικό ακόμη, το Μετεωρολογικό Δελτίο.
Το καινούριο λογοτεχνικό του πόνημα, το θεατρικό έργο «Πτέρυγα Α΄- Κελί 71» εκδόθηκε πριν από δύο περίπου μήνες, μέσα στο 2024, από τις εκδόσεις Τόπος σε μια επιμελημένη έκδοση 136 σελίδων.
Το θεατρικό έργο χωρίζεται σε δύο Πράξεις, ενώ κάθε Πράξη περιλαμβάνει πέντε σκηνές που αντιστοιχούν σε πέντε συνεχόμενες ημέρες δράσης. Κάθε σκηνή, πάλι, καλύπτει χρονικά -με τη θεατρική/συμβατική ροή του χρόνου, φυσικά- μία ολόκληρη ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εξαίρεση αποτελούν η εναρκτήρια και η τελική σκηνή που είναι μισές. Μέσα σε αυτές τις δέκα ημέρες -και άλλες δεκαέξι περίπου που υποτίθεται ότι μεσολαβούν ανάμεσα στις δύο Πράξεις- ο συγγραφέας πυκνώνει τη συνάντηση, την ανάπτυξη της σχέσης και τον τελικό αποχαιρετισμό δύο φυλακισμένων, του Μεσήλικα και του Μετανάστη, όπως τους αποκαλεί, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματά τους, γεγονός που ενισχύει, μαζί με άλλα στοιχεία, τον αλληγορικό χαρακτήρα του έργου. Είναι μια ιστορία γνωριμίας, ανθρώπινης προσέγγισης, δημιουργίας μιας βαθιάς φιλίας -ίσως και έρωτα;- και αποχωρισμού, μέσα από την οποία τίθενται και διερευνώνται ποικίλα ερωτήματα που αφορούν την ελευθερία, της αυτοεκπλήρωση, την αξιοβίωτη ζωή, τον έρωτα, την τέχνη και πολλές ακόμη έννοιες, που βασανίζουν ως θεωρία αλλά και ως πράξη κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο της εποχής μας, και τον συγγραφέα ανάμεσά τους.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Δύο τα βασικά πρόσωπα, ο Μεσήλικας και ο Μετανάστης, και ένα δευτερεύον, ο Δεσμοφύλακας.
Ο Δεσμοφύλακας κάνει τους καθιερωμένους ελέγχους -δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της ροής του χρόνου- και σχολιάζει ή μεταφέρει κάποια γεγονότα στο κελί 71. Είναι η φωνή των απέξω, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, με την έννοια του ανίδεου για όσα συνταρακτικά συμβαίνουν στις ψυχές των κεντρικών ηρώων.
Ο Μεσήλικας, ένας αστός, ένας πρώην γιάπης, βρέθηκε «σε λάθος χρόνο στον λάθος τόπο» (όπως λέει) και καταδικάστηκε άδικα για έναν φόνο που δεν έκανε. Η φυλακή, ωστόσο, λειτούργησε για αυτόν ως σωτηρία από έναν κόσμο που τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή: τον κόσμο του καταναλωτισμού, που δημιουργεί συνεχώς νέες ανάγκες και άγχος, και του σκληρού καπιταλισμού, των μεγάλων εταιριών, του ανταγωνισμού, που αναγκάζει όσους εντάσσονται σε αυτόν να τρέχουν σαν άλογα κούρσας μέχρι τελικής πτώσης. Τώρα, μέσα στη φυλακή, ο Μεσήλικας όχι απλώς έχει αποδεχτεί τη μοίρα που τον οδήγησε εκεί, αλλά μοιάζει να την ευγνωμονεί. Η προηγούμενη ζωή του παρουσιάζεται στις διηγήσεις του (όπως και είναι) ως το απόλυτο κακό, ενώ τα νέα που έρχονται απέξω, είτε από το ραδιόφωνο είτε από τον δεσμοφύλακα, επιβεβαιώνουν μια πραγματικότητα τόσο απεχθή που κάνει τη φυλακή να μοιάζει με παράδεισο. Το μόνο που έλειπε από τον Παράδεισο αυτόν ήταν ο άλλος, η συντροφιά, το τρυφερό βλέμμα, το τρυφερό χέρι, ίσως και ο έρωτας. Και αυτά τα βρίσκει ο Μεσήλικας στον Μετανάστη.
Ο Μετανάστης, λοιπόν, από την άλλη, ο προλετάριος, που σε όλη του τη ζωή μοχθεί και ταπεινώνεται για ένα πιάτο φαΐ κι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, βρίσκεται στη φυλακή από επιλογή, ενώ είναι αθώος. Καταδικάζεται για φόνο που δεν διέπραξε αλλά ομολόγησε, προκειμένου να σώσει ένα μικρό προσφυγόπουλο, «αλλά για να σωθεί κι ο ίδιος», όπως λέει, δηλαδή να αποφύγει την ακόμη χειρότερη μοίρα του ζητιάνου, το να βρεθεί στον δρόμο σαν το σκυλί. Και στα δικά του μάτια η φυλακή λειτουργεί σαν ένας μικρός Παράδεισος, με λυμένα τα βιοποριστικά ζητήματα, όπου δεν χρειάζεται να τρέχει για τον επιούσιο. [Γελάει, μάλιστα, με τη συνήθεια των αστών να κάνουν τζόκινγκ, αυτός που σε όλη του τη ζωή κάνει τζόκινγκ εξ ανάγκης]. Στη φυλακή βρίσκει «στέγη, φαγητό, ζέστη και ασφάλεια, ό,τι του έλειπε, δηλαδή», όπως λέει. Βρίσκει όμως και κάτι πολύ περισσότερο από αυτά: βρίσκει τρυφερότητα, φροντίδα και … βιβλία. Η ανάγνωση ενός και μόνο βιβλίου, που του δίνει να διαβάσει ο μέντοράς του, ο Μεσήλικας, αλλά και η συμμετοχή του στην εξέγερση της πτέρυγας Γ, τον μεταμορφώνουν από έναν ευαίσθητο αλλά αμαθή καλό μουσουλμάνο προλετάριο, ένα αντικείμενο της Ιστορίας, σε σκεπτόμενο δημιουργό της μοίρας του και υποκείμενο της Ιστορίας. Η στάση του μετανάστη μετατοπίζεται μέσα στο έργο, καθώς ο ήρωας βιώνει μια σταδιακή και βαθιά υπαρξιακή αλλαγή, που εικονοποιείται με το κλάμα του: η επιλογή της ασφάλειας της φυλακής γίνεται επιλογή της ανασφάλειας του έξω κόσμου (δεν θα πω περισσότερα, για να μην κάνω spoiler). Γιατί το διάβασμα, η μόρφωση, και τα γεγονότα στην πτέρυγα Γ τού έδειξαν ότι σημασία δεν έχει το να επιβιώνει, αλλά το να ζει, όπου «ζω» σημαίνει πλέον για αυτόν «δρω για το κοινό καλό» και «λειτουργώ συντροφικά».
Σε αντίθεση με τον Μετανάστη, που αλλάζει, ο Μεσήλικας, προκειμένου να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση, έχει ενεργοποιήσει μηχανισμούς αυτοσυντήρησης που μεταφέρουν σε μεγάλο βαθμό, μέσα στη φυλακή, τη νοοτροπία του έξω κόσμου και της σκληρής ελεύθερης αγοράς: υγιεινή ζωή, άσκηση, αυτοπειθαρχία, συνεχής ετοιμότητα, συνεχής αυτοαξιολόγηση (σελ. 47), αυτομόρφωση, έλεγχος του χρόνου. Την «ησυχία» του, πάλι, διασφαλίζει η βιοθεωρία τού «μείνε μακριά από τη ζωή και τα γεγονότα» (σελ. 50) μαζί με γενναίες δόσεις μπαξίσι στον δεσμοφύλακα. Ακόμη και η τέχνη και η δική του δημιουργία -ξαναβρήκε την αγαπημένη του ασχολία της ζωγραφικής μέσα στη φυλακή- είναι για τον Μεσήλικα ένας μηχανισμός που παρηγορεί, δομεί τον κενό χρόνο και το κενό της ύπαρξης, αλλά δεν μεταμορφώνει τον εαυτό και δεν ζητά να αλλάξει τον κόσμο (σελ. 50, 127).
Στο έργο μας η σύγκρουση -αναγκαία σε κάθε δράμα-εκτυλίσσεται μέσα στην ψυχή των κεντρικών προσώπων, με τη μορφή διλημμάτων ή έξω από το κελί τους, στη φυλακή στην πτέρυγα Γ ΄ ή στην κοινωνία. Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, επηρεασμένοι με διαφορετικό τρόπο από τα εξωτερικά γεγονότα, βιώνουν τελικά και την φυλακή τους αλλιώς και η φαινομενική σύμπνοια στη σχέση τους οδηγείται σε μια μεγάλη σύγκρουση στην τελευταία σκηνή. Είναι η σκηνή που θέτει επιτακτικά και οδηγεί στην κορύφωση όλα τα ερωτήματα.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η φυλακή και ειδικά η Πτέρυγα Α΄- κελί 71 λειτουργεί στο έργο ως αλληγορία: είναι ο τόπος-καταφύγιο από τα προβλήματα και τα δυσάρεστα γεγονότα της πραγματικής ζωής, τα οποία μπορεί να συμβαίνουν δίπλα μας αλλά εμείς επιλέγουμε να τα αγνοήσουμε. Είναι η ζώνη ασφαλείας του καθενός μας, η επιλογή της αδιατάρακτης ρουτίνας, όπου οι μικρές τελετουργίες (φαγητό, καθαριότητα, τζόκινγκ, διάβασμα, τέχνη, κλείδωμα -ξεκλείδωμα) δομούν τον χρόνο μας, μας δίνουν μια αίσθηση τάξης και μας προστατεύουν από την τρέλα και το χάος της ζωής εκεί έξω. Είναι ένας τόπος, όπου οι διακρίσεις και οι ταξικές διαφορές -στην πτέρυγα Α βρίσκεται η ελίτ, ενώ στην πτέρυγα Γ η πλέμπα, οι μετανάστες- υπάρχουν σαν κάτι φυσικό και αναμενόμενο -δίπλα μας και στη συνείδησή μας, και η έγνοια μας είναι πώς θα προστατευτούμε από τις ανεπιθύμητες παρενέργειές τους, ας πούμε τυχόν ταραχές.
Βέβαια, όπως στη ζωή, δεν είναι ποτέ και για κανέναν ακίνδυνες οι διακρίσεις και η αδικία, έτσι και στο έργο θα αποτελέσουν την θρυαλλίδα στην εξέλιξη της δράσης. Θα προκαλέσουν τις ταραχές στην Πτέρυγα Γ, που θα φέρουν τους δύο ήρωες μπροστά σε κρίσιμες επιλογές και θα αναδείξουν τις διαφορές τους: ο άνθρωπος της θεωρίας από τη μια, ο άνθρωπος της πράξης από την άλλη, η ευτυχία ως αταραξία, ως μια ιστορία για δυο και αγνόηση της πραγματικότητας γύρω μας από τη μια, σε αντίθεση με την ενεργό δράση, την εμπλοκή στους αγώνες και τη συλλογικότητα από την άλλη.
Δυο μοντέλα ζωής και το ερώτημα είναι: ποιο είναι το αξιοβίωτο, ποιο οδηγεί στην αυτοεκπλήρωση; Δυο μοντέλα τέχνης: αυτή που παρηγορεί ή αυτή που μεταμορφώνει; Δυο μοντέλα ελευθερίας: η ελευθερία που στηρίζεται στην παραδοχή και αποδοχή της ανελευθερίας και τη στωική απαλλαγή από ανάγκες και πάθη ή αυτή που είναι ένα διαρκές ζητούμενο μέσα από αγώνες, μέσα από συλλογική δράση;
Το δίλημμα που βάζει το έργο είναι: να κρυφτείς από τον κόσμο ή να καείς μέσα στον κόσμο «Σαν τον Κερέμ» του Ναζίμ Χικμέτ (σελ. 128). Ο μεσήλικας επιλέγει το πρώτο, ενώ ο μετανάστης το δεύτερο. Εμείς οι αναγνώστες, μακάρι κάποια στιγμή και θεατές, μένουμε μετέωροι και προβληματισμένοι, αλλά και βαθιά συγκινημένοι.
Ο συγγραφέας -έχω την αίσθηση- αγαπά και τα δυο πρόσωπα-δημιουργήματά του, βασανισμένα και τα δυο, επαναστάτες της ανθρωπιάς και τα δυο μέσα σε έναν κόσμο απάνθρωπο. Και κλείνει το έργο με το όμορφο ποίημα-μοιρολόι του Μεσήλικα για τον Μετανάστη και με έναν τρόπο που -ίσως- υπονοεί μια βαθιά αλλαγή και στη δική του ψυχοσύνθεση: μέσα από τον πόνο έχει γίνει πραγματικός καλλιτέχνης. Γιατί μόνο η αλήθεια της ζωής και του πόνου γεννούν αληθινή τέχνη.
* Η Αναστασία Γρηγοριάδου, είναι φιλόλογος, msc στη θεατρολογία