Του Ζώη Κάσαρη
Η συνήθως ενθουσιώδης αφιέρωση των νέων σε ένα σκοπό μπορεί εξίσου να τους οδηγήσει να πιστεύουν (συνειδητά ή τυφλά) σε αυτό το σκοπό, είτε να τους ωθήσει να περάσουν σε ένα διαφορετικό χώρο, είτε ακόμη να απωλέσουν την ίδια την ικανότητα τους να αφιερώνονται κάπου ….. πρέπει να εξετάσουμε αν και μέχρι ποιου σημείου η αφιέρωση σε ένα σκοπό είναι ικανή να οδηγήσει στο ξεπέρασμα της μερικότητας του ατόμου και να μετατραπεί έτσι σε ασίγαστο πάθος.
Γκιόργκι Λούκατς
Η μυθολογία σχετικά με τον Μάη του 68 φαίνεται να έχει ξεφτίσει οριστικά. Αρκετά συχνά βέβαια, κάποια ταινία ή ένα βιβλίο, μια συνέντευξη κάποιου που έζησε το εξεγερσιακό κλίμα εκείνης της εποχής, ανακινεί πρόσκαιρα και επιφανειακά το θέμα. Για το δημοσιογραφικό λόγο, συνήθως όλα αυτά αφορούν την νοσταλγική ματιά του ώριμου μεσήλικα στα χρόνια του νεανικού ρομαντισμού και της αμφισβήτησης. Για τους σημερινούς νέους δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Γιατί να τους ενδιαφέρουν άραγε οι επαναστατικές νεανικές αναμνήσεις μίας από τις πιο επιτυχημένες γενιές, επαγγελματικά και οικονομικά, από εμφανίσεως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ιδιαίτερα τώρα, που εξαιτίας της εξάπλωσης της ανεργίας και της ελαστικής απασχόλησης, δεν πρόκειται να απολαύσουν ούτε έστω εκείνη την προσωπική ανεξαρτησία και τη δυνατότητα «επιλογών» που επέτρεπε το σύστημα στους νέους της δεκαετίας του ΄70.
Αυτή η στάση δεν είναι κάτι καινούριο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι οπαδοί του punk rocκ είχαν ως μότο τους το σύνθημα «never trust a hippie» . Όπου “hippie” σήμαινε το μέλος της γενιάς του ΄68. Τα χρόνια εκείνα ήταν χρόνια οξείας οικονομικής κρίσης και μεγάλης ανεργίας, που έπληξε κυρίως τους νέους της εργατικής τάξης. Η γενιά του 68, χάρη στα πτυχία και το πολιτισμικό κεφάλαιο που κατείχε, τα κατάφερε μια χαρά στα χρόνια του 80, εποχή του θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού και της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Οπότε η άρνηση κάποιου να δει μια ακόμη ταινία με αναμνήσεις από το ΄68 είναι απολύτως εύλογη. Ειδικά αν είχε την ατυχία να δει πρόσφατα εκείνη την πατάτα με τον τίτλο «Οι ονειροπόλοι» και σκηνοθέτη τον Μπερτολούτσι. Στην περίπτωση της ταινίας του Ολιβιέ Ασαγιάς «Μετά το Μάη» η αρνητική αυτή προκατάληψη δεν δικαιολογείται πάντως στον ίδιο βαθμό.
Η ταινία μας μεταφέρει στο έτος 1971, σε ένα λύκειο μιας κωμόπολης λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Ζιλ και η παρέα του, τελειόφοιτοι του σχολείου, συμμετέχουν σε μία μικρή αντεξουσιαστική ομάδα. Με το τέλος του μαθήματος στήνονται έξω από την πύλη του σχολείου και πουλάνε εφημερίδα, βρίσκοντας μεγάλη ανταπόκριση από τους συμμαθητές. Κατεβαίνουν σε πορείες αλληλεγγύης στο Παρίσι και υφίστανται την ωμή καταστολή των μπάτσων. Συμμετέχουν στα μαθητικά συντονιστικά, όπου τσακώνονται με τους τροτσκιστές για τον πολιτικό προσανατολισμό του κινήματος. Ζουν δηλαδή μέσα σε μια κινηματική υπερδιέγερση. Μία νύχτα αποφασίζουν να γεμίσουν τους τοίχους του σχολείου με γκράφιτι διαμαρτυρίας ενάντια στην κρατική καταστολή. Ο ακούσιος τραυματισμός ενός φύλακα θα τους δημιουργήσει προβλήματα. Τους υποπτεύονται αλλά δεν μπορούν να αποδείξουν ότι είναι αυτοί. Για να αποφύγουν τον κίνδυνο δίωξης, και καθώς ξεκινούν οι καλοκαιρινές διακοπές, θα φύγουν ταξίδι στην Ιταλία, ακολουθώντας μια κολλεκτίβα πολιτικά στρατευμένων κινηματογραφιστών.
Η ταινία του Ασαγιάς είναι ημί-αυτοβιογραφική. Και αναπαριστά πειστικά καταστάσεις τις οποίες φαίνεται να έχει βιώσει. Η αναπαράσταση του είναι φωτεινή, ειδικά στις εικόνες από το ασύγκριτο μεσογειακό καλοκαίρι ή τις σκηνές ερωτικής ανεμελιάς στη γαλλική ύπαιθρο. Φωτεινή είναι και η ανάμνηση από τα πρόσωπα των παιδιών-φίλων- συντρόφων. Ωστόσο όπως είναι αναμενόμενο από μια τέτοια «ιστορία εφηβικής ενηλικίωσης», οι αιτίες, εσωτερικές και εξωτερικές, που θα ελαττώσουν το νεανικό ενθουσιασμό για την πολιτική στράτευση είναι παρούσες και περιγράφονται.
Ο Ζιλ είναι ζωγράφος και σκοπεύει να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Είναι τρελά ερωτευμένος με την Λώρα μια φευγάτη χίπισσα, η οποία θα τον εγκαταλείψει και θα φύγει για το Λονδίνο. Εκείνος θα τα φτιάξει με μια συντρόφισσα, την Κριστίν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην Ιταλία. Δεν είναι όμως στα αλήθεια ερωτευμένος μαζί της. Θα επιστρέψει στη Γαλλία ενώ εκείνη θα προτιμήσει να ακολουθήσει την κολεκτίβα των κινηματογραφιστών. Ο Ζιλ δεν γουστάρει καθόλου τις ταινίες τους. Τις βρίσκει απλοϊκές και καθόλου καλλιτεχνικές, και η δικαιολογία ότι πρέπει να γίνονται κατανοητές από τους εργάτες δεν του φαίνεται πειστική.
Ο Ζιλ κινείται ανάμεσα στις δύο εκδοχές της αμφισβήτησης. Την καλλιτεχνική, μέσα στους κύκλους της Underground αντικουλτούρας και την πολιτική, μέσα στις μικρές επαναστατικές ομάδες. Προσπαθεί να συνδυάσει τις προσωπικές του αναζητήσεις με τις πολιτικές. Οι δύο ερωμένες του προσωποποιούν σχεδόν αυτές τις δύο εκδοχές, μόνο που η κάθε μία τους έχει μπει πια πολύ μέσα στη «φάση», με τρόπο που του φαίνεται εντελώς περιοριστικός. Η Λώρα εθίζεται στην ηρωίνη και παρασύρεται από «δήθεν» ροκ τύπους , ενώ η Κριστίν συζεί με τους κάπως κολλημένους σκηνοθέτες της κολεκτίβας, οι οποίοι ως ένα βαθμό την υποτιμούν. Κάποιοι από την παρέα θα έρθουν σε επαφή με την τροτσκιστική Λίγκα. Οι τροτσκιστές τους βοήθησαν με τα μπλεξίματα που είχαν και γενικά φαίνονται σοβαροί και ιδεολογικά συγκροτημένοι. Όμως η ρητορική τους περί εργατικής πάλης δεν τους φαίνεται τελικά πολύ πειστική. Θα τους εγκαταλείψουν και θα βρεθούν αντιμέτωποι με το δίλημα του εξτρεμιστικού ακτιβισμού. Ο Ζιλ δεν θα ακολουθήσει. Εν τω μεταξύ το καλοκαίρι έχει τελειώσει, τα φθινόπωρο μπαίνει κι ο καθένας πρέπει να δεν τι θα κάνει στη ζωή του.
Ο Ασαγιας αγγίζει κάπως μερικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει χιλιάδες αντικαπιταλιστές. Αν και συνηγορεί τελικά μάλλον περί του μάταιου και ουτοπικού της υπόθεσης, αυτό γίνεται με μια παράλληλη προσπάθεια να μείνει με έναν τρόπο πιστός στο πνεύμα της νεότητάς του. Γιατί πράγματι ο φρενήρης ακτιβισμός έρχεται συχνά σε αντίθεση με τους ψυχολογικούς και βιολογικούς χρόνους της ανθρώπινης ζωής. Ο υποκειμενισμός, από εύλογη απόρριψη των κυρίαρχων ατομικιστικών-καπιταλιστικών αξιών, μπορεί ενίοτε να εξελιχθεί σε εξτρεμιστικό ριζοσπαστισμό. Ο αντικαπιταλισμός όμως δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με έναν επιβαλλόμενο και ανώφελο ασκητισμό, αλλά με τον αγώνα για την ανάδειξη εκείνων των δυνατοτήτων χειραφέτησης, που το κυρίαρχο σύστημα του κέρδους δεν επιτρέπει να εκδηλωθούν και να πραγματωθούν.
Η απάντηση του ήρωα (και του σκηνοθέτη) σε όλα αυτά είναι το καταφύγιο στο χώρο της τέχνης. Στο βασιλειό της φαντασίας,η προσωπική έκφραση βρίσκει εκείνη την ολοκλήρωση, που στον γεμάτο αντιθέσεις κοινωνικό κόσμο δεν μπορεί να επιτευχθεί, αλλά ματαιώνεται. Η τελική ειρωνική ματιά της ταινίας διασώζει όμως κάπως το νόημά της. Ο Ζιλ διαβάζει παθιασμένος τα μανιφέστα των καταστασιακών. Οι αντιθέσεις της Κοινωνίας του Θεάματος θα οδηγηθούν στην επαναστατική έκρηξη και στην επικράτηση του πραγματικού (ουσιαστικού) έναντι του φαινομενικού (ψευδούς). Παράλληλα ο Ζιλ πιάνει δουλεία, χάρη στις γνωριμίες του μπαμπά, μέσα στην καρδιά της κοινωνίας του θεάματος, ως χαμάλης σε τηλεοπτικές σειρές β΄διαλογής. Επίσης, σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας με ναζί, τέρατα και σέξι χορεύτριες. Η κατανάλωση θεάματος στην πιο γελοία εκδοχή. Ο Ζιλ επιλέγει σιωπηρά την αλλοτρίωση. Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς και ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα να γυρίζει «ψαγμένες» ταινίες που θα βραβεύονται στα σινεφιλ Φεστιβάλ .
Υ.Γ Για τους οπαδούς της ψυχεδέλειας η ταινία συστήνεται, μόνο και μόνο για την σκηνή στη βίλα των χίππιδων, για τον εξαιρετικό τρόπο που η κίνηση της κάμερας δένει με την δυνατή μουσική του Captain Beefhart και των Soft Machine, και ενώ το σκηνικό θα εκραγεί και θα πάρει φωτιά, κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό.