Η πυρκαγιά στη Μόρια που άφησε περισσότερους από 13.000 ανθρώπους στους δρόμους της Λέσβου, αποτέλεσε ένα έντονο σύμβολο της αποτυχίας της τρέχουσας πολιτικής της ΕΕ στο μεταναστευτικό. Η δημόσια κατακραυγή που προκάλεσε και οι εκφράσεις αλληλεγγύης που κρυσταλλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, πίεσαν την Ευρωπαική Επιτροπή να ανταποκριθεί περίπου δέκα μέρες αργότερα με τη δημοσίευση βασικών αρχών και κατευθύνσεων του «Νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», το οποίο είχε ανακοινωθεί αρχικά τον Ιούλιο του 2019 και βρίσκεται ακόμη υπό διαβούλευση.
Το Σύμφωνο παρουσιάστηκε ως «μία νέα αρχή για τη μετανάστευση στην Ευρώπη», αναγνωρίζοντας όχι μόνο ότι η πολιτική του Δουβλίνο είχε αποτύχει, αλλά και ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών μελών σχετικά με το σύστημα που θα μπορούσε να το αντικαταστήσει είχαν σταματήσει. Λαμβάνοντας υπόψη την πορεία των μεταναστευτικών πολιτικών της ΕΕ, την ιδιαίτερη θέση της Επιτροπής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δομής εξουσίας και την τρέχουσα πολιτική συγκυρία ισχυρών αντι-μεταναστευτικών θέσεων στην Ευρώπη, δεν περιμέναμε την πρόταση της Επιτροπής να αντιμετωπίσει την την κρίση της μεταναστευτικής πολιτικής με εποικοδομητικό τρόπο.
Η κύρια υπόσχεση του Συμφώνου είναι να διαχειριστεί τις αποκλίνουσες θέσεις των κρατών μελών μέσω ενός νέου μηχανισμού «ευέλικτης αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών μελών για να μοιραστούν το «βάρος» των μεταναστών που έχουν φτάσει στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Διατηρεί ως βασικό στοιχείο την με κάθε κόστος αποτροπή, όσο το δυνατόν περισσότερων μεταναστών, από την άφιξη στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Καθώς το «νέο σύμφωνο» είναι ουσιαστικά ένα σύμφωνο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών για να αντιμετωπιστεί το πολιτικό κενό της ασυμφωνίας για τη διαχείριση της μετανάστευσης, είναι ασφαλές να πούμε ότι: α) είναι ένα σύμφωνο ενάντια στους μετανάστες καθώς δεν αντιλαμβάνεται την προσφυγική κίνηση ως κοινωνική πραγματικότητα και ανάγκη, και β) ανοίγει ένα κενό, όπου το παλιό ρυθμιστικό πλαίσιο είναι αναγνωρισμένα ανεπαρκές και το νέο δεν μπορεί να δημιουργεί. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε την εδραίωση (μαζί με μία σειρά από άλλους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες) μιας συνθήκης anything goes στα σύνορα – τα πάντα επιτρέπονται.
Με το καθεστώς του Δουβλίνου να έχει παραλύσει ουσιαστικά και την ΕΕ να μην μπορεί να συμφωνήσει σε έναν νέο μηχανισμό για την κατανομή των αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη, η ΕΕ κατέφυγε στις πολιτικές που είχαν διαμορφώσει το ευρωπαϊκό σύνορο και το καθεστώς μετανάστευσης από την ίδρυσή της: αποτροπή με κάθε κόστος μέσω του ελέγχου των συνόρων που εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη, τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς (στρατιωτικοποίηση) ή την διεύρυνση των συνόρων μέσω της εξωτερικής ανάθεσης της συνοριοφυλακής σε τρίτες χώρες (εξωτερικοποίηση).
Οι πολιτικές αυτές διαχρονικά δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το στόχο της συνολικής μείωσης της μετανάστευσης προς την Ευρώπη, καθώς αυτή οφείλεται στις ανισότητες μεταξύ Παγκόσμιου Νότου και Βορρά και στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση χωρών και πόρων – τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά σε αρκετές περιπτώσεις. Αυτό που κατορθώνουν είναι να καθιστούν παράνομη την μεταναστευτική κίνηση, αναγκάζοντάς τους/τις μετανάστ(ρι)ες να καταφύγουν σε επισφαλείς όδους μετανάστευσης και δημιουργώντας ένα εύκολα εκμεταλλεύσιμο εργατικό δυναμικό που έχει γίνει ένα μεγάλο και μόνιμο χαρακτηριστικό των οικονομιών της ΕΕ. Οι περισσότεροι από 40.000 θάνατοι μεταναστών, όπως καταγράφονται από ΜΚΟ, στα σύνορα της ΕΕ από το τέλος της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, είναι τα θανατηφόρα αποτελέσματα αυτής της διαρκούς άρνησης της μεταναστευτικής κίνησης κινητικότητας και τον ορισμό της ως παράτυπης/παράνομης με βάση τις περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ.
Λαμβάνοντας υπόψη τη προσφυγική κίνηση του καλοκαιριού του 2015 και το σοκ που επέβαλε στις υφιστάμενες πολιτικές το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης και το κάλεσμα για ανοιχτά σύνορα, την τελευταία πενταετία κανένα μέτρο δεν κρίθηκε υπερβολικό για την επίτευξη αυτών των σκοπών : ούτε η σιωπηρή αποδοχή βίαιων απελάσεων και pushbacks από την Ισπανία και την Ελλάδα, ούτε η εξωτερική ανάθεση του ελέγχου των συνόρων σε βασανιστές της Λιβύης, ούτε η ξεδιάντροπη συνεργασία με δικτατορικά καθεστώτα όπως η Τουρκία, την οποία εγγυήθηκε το ελληνικό κράτος αναλαμβάνοντας τον ρόλο του συνοριοφύλακα της Ευρώπης.
Με το πρόσχημα της «αντιμετώπισης των βασικών αιτιών της μετανάστευσης», η ευρωπαϊκή πολιτική χρησιμοποίησε πόρους για «αναπτυξιακή βοήθεια» σε τρίτες χώρες, οι οποίες ουσιαστικά δαπανήθηκαν για την υποβολή συμφωνιών εξωτερικοποίησης των συνόρων και πλαισίου απελάσεων. Όμως, η εξωτερική διάσταση του καθεστώτος μετανάστευσης της ΕΕ έχει αποδειχθεί εξίσου ασταθής με το εσωτερικό του – όπως αποδεικνύει το άνοιγμα των συνόρων από την Τουρκία τον Μάρτιο του 2020. Οι κινήσεις των “κατασκευασμένα παράνομων” μεταναστών προς την ΕΕ δεν θα μπορούσαν ποτέ να συγκρατηθούν πλήρως και όσοι έφτασαν στις ακτές της Ευρώπης υποβιβάστηκαν όλο και περισσότερο σε υποδομές κράτησης.
Ως αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης, η ελληνική κυβέρνηση και το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής έχουν επιδοθεί σε ένα αγώνα για την αποτροπή της μεταναστευτικής κίνησης, η οποία έχει ως άξονα: α) την εξαθλίωση και τις κλειστές δομές στα νησιά και την ηπειρωτική χώρα, β) τη δημιουργία νέων τεράστιων camps σε απομακρυσμένες περιοχές και την συγκέντρωση των προσφύγων σε αυτά γ) την στρατιωτικοποίηση των συνόρων, με αναβαθμισμένο ρόλο της Frontex και κατασταλτικών μηχανισμών (όπως ο παρακρατικός θεσμός της εθνοφυλακής, η οποία πρωτοστάτησε στις επιθέσεις ενάντια σε πρόσφυγες/μετανάστες στα σύνορα) και δ) τις βίαιες επαναπροωθήσεις προσφύγων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Όλα τα παραπάνω έχουν συγκροτήσει την αφήγηση ότι οι πρόσφυγες αποτελούν ασύμμετρη απειλή ή εργαλεία στα χέρια του Ερντογάν.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Υπάρχουν πλέον χιλιάδες καταγεγραμμένα περιστατικά βίαιης επαναπροώθησης στο Αιγαίο, μέσα από επιχειρήσεις οι οποίες είναι απολύτως παράνομες ακόμη και με βάση τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία συνοριακών ελέγχων. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Frontex (η οποία για πρώτη φορά στα 17 χρόνια λειτουργίας παραπέμπεται στο Ευρωδικαστήριο, σε μια υπόθεση που εκθέτει και την Ελλάδα και την πολιτική της κυβέρνησης για επαναπροωθήσεις στη Λέσβο) είναι πλέον κατηγορούμενες σε διεθνή δικαστήρια για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Frontex και το λιμενικό κυριολεκτικά απαγάγουν ανθρώπους από τη στεριά και τους πετάνε μέσα σε πλαστικές λέσβους στη θάλασσα. Η αστυνόμευση και η στρατιωτικοποίηση των συνόρων παρουσιάζεται ως μία μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης, η οποία δέχεται μικτά σήματα: από τη μία τις επευφημίες της Ursula von der Leyen ως “ασπίδα της Ευρώπης”, καλώντας τη να “εξάγει” τεχνογνωσία σε άλλες συνοριακές χώρες και από την άλλη τη κριτική της επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για σωρεία επαναπροωθήσεων από το 2017 εώς σήμερα.
Το ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή, λειτουργεί ως δυνάστης των μεταναστ(ρι)ών και ως δούλος δύο αφεντάδων: της υλοποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής αποτροπής, την οποία ενσωματώνει με ενθουσιασμό και με την οποία συμφωνεί, και της αναγκαιότητας διατήρησης ενός δημοκρατικού προσωπείου και ρητορικής, το οποίο απέχει τρομερά από την πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ανατέθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το τριήμερο 5-7 Οκτώβρη το Διεθνές Συνέδριο Ασφάλειας των Συνόρων με την συμμετοχή του υπουργού Μηταράκη, αξιωματούχων, στρατιωτικών και τεχνοκρατών από χώρες της Ε.Ε αλλά και τρίτες χώρες (όπως η Λιβύη, η Νιγηρία, το Μπαγκλαντές κα). Σκοπός του συνεδρίου ήταν να σχεδιάσει τις νέες πρακτικές για την εξωτερική ανάθεση σε τρίτες χώρες και να εισάγει νέες τεχνολογίες επιτήρησης και συνέργειες μεταξύ των κρατών για την αποτροπή της μεταναστευτικής κίνησης. Μέσα από τέτοια συνέδρια η Ευρώπη, επιδιώκει να μισθώσει και να εξοπλίσει τις χώρες προέλευσης των μεταναστών, με στόχο να καταστείλει τις μετακινήσεις όσο πιο νωρίς γίνεται και να διασφαλίζει ότι θα χρειαστεί να εμπλακεί σε όσο το δυνατό το δυνατόν λιγότερο ανιχνεύσιμες παραβιάσεις δικαιωμάτων.
Δυστυχώς, η εναντίωση σε αυτές τις πολιτικές δεν έχει λάβει ακόμη μαζικές διαστάσεις. Απαιτεί πολύ δουλειά σε τοπικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς και αυξημένη ιεράρχηση από την πλευρά του κινήματός. Σε ότι μας αφορά, καλέσαμε ως Στέκι Μεταναστών Αθήνας, μαζί με άλλες μεταναστευτικές συλλογικότητες, σε κινητοποίηση ενάντια στο Συνέδριο ώστε να μπορέσουμε να φωνάξουμε ότι οι πολιτικές αυτές και οι εκπρόσωποί τους είναι ανεπιθύμητοι στην πόλη μας.
Να τους υπενθυμίσουμε ότι αγωνιζόμαστε για να:
- Σταματήσουν οι παράνομες, βίαιες επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο και τον Έβρο, τα Λυβικά ύδατα και τα σύνορα των Βαλκανίων.
- Ακυρωθούν οι βρώμικες αντι-προσφυγικές συμφωνίες με την Τουρκία και τη Λιβύη και η αναγνώριση της Τουρκίας ως “ασφαλούς” χώρας για τους πρόσφυγες/ισσες.
- Αντιταχθούμε στα συνοριακά τείχη και τα στρατόπεδα κράτησης προσφύγων.
- Σταματήσει η ποινικοποίηση της αλληλεγγύης. Να βάλουμε φραγμό στην ακροδεξιά και τον ρατσισμό.
- Μην προχωρήσει η στρατιωτικοποίηση των συνόρων με βιομετρικές τεχνολογίες επιτήρησης και νέες μονάδες καταστολής.
Πηγή: Δελτίο Θυέλλης