Αν μας ζητιόταν να εκθέσουμε τη προγραμματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συνοψισμένη σε τέσσερις κεντρικούς άξονες, νομίζω πως η σωστή σειρά θα ήταν:
· Ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου
· Ακύρωση των μνημονίων και επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του
· Κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος
· Παραγωγικός μετασχηματισμός
Που σημαίνει πως για την κυβέρνηση της Αριστεράς που επιδιώκουμε, η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ανατροπή, που εμφανίζεται πλέον ως όρος κοινωνικής επιβίωσης.
Η ακριβής διατύπωση της Πολιτικής Απόφασης του Συνεδρίου έχει ως εξής:
«Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών».
Η ελλειπτικότητα της διατύπωσης είναι δεδομένη, αλλά δεν επιτρέπει την παραμικρή παρερμηνεία: οι τράπεζες θα τεθούν υπό δημόσια ιδιοκτησία.
Προς τι, όμως, αυτή η επιμονή; Πρόκειται για υπόκλιση στον πάγιο «κρατισμό» της Αριστεράς; Κάθε άλλο. Είναι προφανές πως οι συντάκτες του κειμένου επέλεξαν τη συγκεκριμένη διατύπωση -δημόσια ιδιοκτησία και όχι κρατικοποίηση-, ακριβώς γιατί είναι πλήρως υποψιασμένοι σχετικά.
Πέρα από αυτό, μήπως πρόκειται για εσφαλμένη πρόθεση και η μη παρέμβαση στην ιδιοκτησία –ή ακόμα και η προτροπή να αναλάβει τις τράπεζες ο ESM, όπως έχει ακουστεί στη δημόσια συζήτηση– θα ήταν καλύτερη επιλογή; Ας το δούμε λίγο.
Η στρατηγική ιδέα που υποφώσκει στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως το χρήμα στις σύγχρονες οικονομίες δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως ένα είδος δημόσιου αγαθού. Η διαχείριση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τόσο καίριας σημασίας, που δεν μπορεί να αφήνεται στα χέρια των καπιταλιστών. Ενώ ο ίδιος δεν παράγει ούτε μια πεντάρα νέας αξίας, επικαθορίζει δραστικά το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της, τα πάνω και τα κάτω της. Η ζωή του καθενός στον πλανήτη σήμερα είναι περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο εξαρτημένη από τις ροές του χρήματος.
Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, λοιπόν, δεν είναι σαν όλες τις άλλες επιχειρήσεις. Με δεδομένο, μάλιστα, το κολοσσιαίο τους μέγεθος και στη βάση της λογικής “too big to fail”, σε περιόδους κρίσης τείνουν να απομυζούν σε ακραίο βαθμό τους πόρους της οικονομίας. Η εμπειρία της τωρινής καπιταλιστικής κρίσης είναι πάρα πολύ ενδεικτική. Όχι μόνο αποτέλεσαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εμβρυουλκούς της οιονεί κατάρρευσης του 2008, αλλά, όπως έχει αποδειχτεί από την ιστορική μελέτη πολλών περιπτώσεων, όποτε οι δραστηριότητές του βρέθηκαν στο επίκεντρο των κρίσεων, η απώλεια πόρων για την κοινωνία ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Ειδικά στην Ευρώπη, η ταξικότατη επιλογή να διασωθούν, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, οι τράπεζες έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκτόξευση του δημοσίου χρέους και στην επιβολή των καταστροφικών πολιτικών της λιτότητας. Πράγμα που ισχύει κατεξοχήν στην Ελλάδα, δεύτερη, μετά την Ιρλανδία, σε πόρους που δαπανήθηκαν για τη «στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος» και πρώτη με διαφορά, ως ιδανικό πειραματόζωο, ως προς αυτό, στη «συμβολή» της στη διάσωση των γαλλογερμανικών τραπεζών.
Ως γνωστόν, οι τράπεζες στην Ελλάδα είναι ήδη δημόσιες. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου κάνουν και θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους αυτό το δεδομένο να μην παράγει αποτελέσματα σε βάρος των συστημικών «ιδιοκτητών» τους μέχρι που, όσο το δυνατό γρηγορότερα, να στρωθεί ο δρόμος για την εκ νέου, με όρους κοψοχρονιάς, εξαγοράς τους.
Η δέσμευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς για δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών τα παίρνει όλα αυτά υπόψη. Δεν έχει συγκυριακό, αλλά στρατηγικό χαρακτήρα. Και βρίσκω εξαιρετικά παράδοξο το γεγονός πως εμφανίζονται ετερόδοξοι οικονομολόγοι να μην το αντιλαμβάνονται, όταν εδώ και πάνω από 70 χρόνια, ο ίδιος ο Κέινς κι όχι κανείς «βαθύς μαρξιστής» έκανε λόγο για την αναγκαιότητα κοινωνικοποίησης των επενδύσεων, αν ήταν ο καπιταλισμός να διασωθεί από την ίδια του τη φύση και τη χαοτική περιδίνηση, στην οποία αναγκαστικά οδηγείται, αν αφεθεί «καθαρός κι ελεύθερος». Από τότε ήδη θα έπρεπε να είναι γνωστό πως καμιά από τις προτάσεις, που έχουν παρουσιαστεί μετά το 2008 από τους σύγχρονους νεοκεϋνσιανούς, δεν είναι αρκετή για να ελέγξει τον χρηματοπιστωτικό Λεβιάθαν. Ούτε η περισσότερη ρύθμιση, ούτε οι μεγαλύτερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, ούτε το σπάσιμο των τραπεζών σε μικρότερες, ούτε η απαγόρευση των εμπορικών τραπεζών να λειτουργούν ως επενδυτικές, ούτε καν ο φόρος Τόμπιν θα έδιναν λύση. Αυτό δεν σημαίνει πως τέτοιες παρεμβάσεις είναι μη υποστηρίξιμες από την πλευρά μας. Κάθε άλλο. Νομίζω πως υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί λόγοι στήριξης τέτοιων προτάσεων, που, υπό όρους, μπορούν να ανοίξουν τη συζήτηση για την ανάγκη κοινωνικοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πράγμα ωφελιμότατο από την σκοπιά του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Το δικό μας ενδιαφέρον, άλλωστε, δεν είναι «να σώσουμε τον καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, δεσμεύεται προγραμματικά να θέσει τις τράπεζες υπό δημόσια ιδιοκτησία. Αυτή η επιλογή, λοιπόν, είναι εκτός αμφισβήτησης. Η δουλειά που έχουμε, πλέον, να κάνουμε είναι να διαμορφώσουμε τις συνθήκες και τις θεσμικές προϋποθέσεις, ώστε οι δημόσιες τράπεζες να μην μετεξελιχτούν σε ογκώδη -κι ανεξέλεγκτα κοινωνικά- κρατικογραφειοκρατικά μαστόδοντα, αλλά σε δημοκρατικούς και κοινωνικά ελεγχόμενους οργανισμούς. Γίνεται -και υπάρχει πλούσια παραγωγή σχετικά.
Για του λόγου το αληθές και ποικίλες αναφορές εδώ.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.