Γιώργος Μωραΐτης -Τζον Χόλογουεη (επιμ.), Ανοιχτός Μαρξισμός, Φετιχισμός, κρίση και άρνηση στη σύγχρονη σκέψη, μετάφραση: Γιώργος Μωραΐτης, Εκδόσεις Νήσος, σελ. 368
Το τέλος της εκμετάλλευσης δεν θα έρθει από την επιτάχυνση της προόδου, αλλά από ένα άλμα εξόδου από αυτήν.
Μαξ Χορκχάιμερ
Το ρεύμα του Ανοιχτού Μαρξισμού (Open Marxism) άρχισε να παίρνει μορφή από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ιδρυτικό μέλος του, μάλιστα, υπήρξε κι ένας «δικός μας», ο σπουδαίος Κοσμάς Ψυχοπαίδης, που, δυστυχώς, έφυγε πολύ νωρίς.
Σήμερα, πολλοί και πολλές από τους συμμετέχοντες βρίσκονται στο Μεξικό -η Ζαπατιστική πολιτική πρακτική, δεν είναι αμέτοχη σε αυτή τους την επιλογή.
Θεμελιώδες διακριτικό, για την πολιτική στρατηγική του χειραφετητικού κινήματος, θα πρέπει είναι η απόρριψη του κυρίαρχου, για έναν αιώνα, λενινιστικού κανόνα, ο οποίος μόνο να περιορίσει μπορούσε το εργατικό ανατρεπτικό δυναμικό πειθαρχώντας το, πάντοτε, σε αυστηρό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτού του επαναστατικού ρεύματος, το λενινιστικό κόμμα δεν ήταν κατάλληλο εργαλείο για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης στο μέτρο που, μέσω της υποκατάστασής της, δεν της επέτρεπε να αναλάβει η ίδια την απελευθέρωσή της. Δεν είναι τυχαίο πως η Λούξεμπουργκ, με όλη την ενθουσιώδη υποστήριξη των μπολσεβίκων στη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, δεν έπαψε να τους ελέγχει για υποκαταστατισμό, που θα μπορούσε να καταλήξει σε καταστροφικά για την τάξη αποτελέσματα.
Γι’ αυτό και, σε σημαντικό βαθμό, πολλοί από τους «ανοιχτούς μαρξιστές» βρίσκουν τους προγόνους τους στο μεσοπολεμικό συμβουλιακό κομμουνισμό, όπως και, γενικότερα σε «αιρετικά» κομμουνιστικά ρεύματα του 20ού αιώνα (Πασουκάνις, Πάνεκουκ, Ρούμπιν, Λούκατς, Μπλοχ, Κορς, Μαρκούζε, Αντόρνο και πολλοί άλλοι, ξεκινώντας από τον ίδιο τον Μαρξ).
Η άρνηση των κεντρικών σημασιών του παραδοσιακού μαρξισμού, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το έργο του Μαρξ, είναι κρίσιμη για την επαναφορά σε μια αντίληψη του ταξικού αγώνα, που μπορεί να γίνει οδηγός για την χειραφέτηση. Όπως σημειώνει η Κατερίνα Νασιώκα,
«[…] ο συστηματοποιημένος -κατά τον 20ό αιώνα- αντικαπιταλισμός ποτέ δεν αμφισβήτησε ευθέως τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Οι θεωρητικές του, μάλιστα, παραδοχές έφταναν μέχρι την υπεράσπιση της αστικής αντίληψης της εκμετάλλευσης (της αντίληψης, δηλαδή, της πολιτικής οικονομίας για την εκμετάλλευση) που αφορούσε την ιδιοποίηση μέρους της εργασίας του εργάτη, την απόσπαση, δηλαδή, του πλούτου που ο ίδιος παράγει προς όφελος των καπιταλιστών ή, ακόμα, το γεγονός πως ένα τμήμα της εργασίας παραμένει απλήρωτο. Από αυτήν την οπτική, η εκμετάλλευση μετατρεπόταν σε μια ηθική κατηγορία, ενώ ταυτόχρονα δικαιολογούνταν ο κεντρικός ρόλος του κράτους σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση και πραγμάτωση του συλλογικού εργατικού συμφέροντος. Και στις δυο περιπτώσεις, μολονότι ο στόχος ήταν η κατάργηση της εκμετάλλευσης, ως μέσο για την πραγμάτωσή του αναδεικνύονταν οι μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις ανταλλαγής και όχι η κατάργηση του τρόπου παραγωγής» (σελ. 224).
Συναφής και με μεγάλο ενδιαφέρον είναι η άποψη πως η, καθόλα πραγματική, ενδυνάμωση της εργατικής τάξης στα τριάντα χρόνια π.χ. μετά τον πόλεμο απέβη αυτό -ευνουχιστική, στο μέτρο που η, προσωρινή, αναγκαστικά, από την ίδια την φύση του καπιταλισμού, βελτίωση της ζωής του δυτικού προλεταριάτου, συρρίκνωσε τις δυνατότητές του να επιφέρει επαναστατικές αλλαγές και δίνοντας αναπόφευκτα την ευκαιρία στην καπιταλιστική τάξη για τη μεγάλη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεσή της, προκειμένου να αναδιαμορφώσει τον καπιταλισμό, όπως η φύση του «επιβάλλει να είναι».
Όπως το έθετε ο Μαρξ, στον καιρό του,
«οι λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκές συνθήκες μέσα στις οποίες συντηρούνται και αυξάνονται οι μισθωτοί εργάτες δεν προκαλούν καμιά αλλαγή στο βασικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής». Ο ίδιος, σε άλλη ευκαιρία υπερασπίστηκε με πάθος την ανάγκη των εργατικών αγώνων, που βελτιώνουν τη ζωή τώρα. Αυτό, ωστόσο, δεν διαμόρφωνε όρους επαναστατικής ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Η μεγάλη συνεισφορά του ρεύματος που συζητάμε είναι η επαναφορά στο κέντρο της αντιπαράθεσης του θέματος της επανάστασης. Ως του πραγματικού κινήματος που καταργεί από σήμερα την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.
Στο μέτρο που «[και] εμείς είμαστε το [μεταβλητό;] κεφάλαιο», η ανατροπή του συστήματος είναι καθημερινή σύγκρουση ή δεν είναι τίποτε. Θα πρέπει από το «εντός και εναντίον» της κυρίαρχης αριστερής πολιτικής, που αποτελεί πυλώνα της καπιταλιστικής «σταθερότητας» να πάμε, στο «πέραν και εναντίον» . Να επιμείνουμε στο υπολειμματικό στοιχείο, στην περίσσεια, που υπερβαίνει πάντα και κατά πολύ τις προσδιορισμένες συστημικές ταυτότητες.
Ως προς αυτό, ο Χόλογουεη μας προσφέρει μια υποδειγματική ανάλυση του πώς η «αρχή» είναι καθοριστικά σημαντική. Διαμορφώνει στη στρατηγική του σύνοψη εκκινώντας από την παρατήρηση πως η πρώτη έννοια που εισάγεται από τον Μαρξ στην πρώτη παράγραφο του Κεφαλαίου –“Ο πλούτος της αστικής κοινωνίας, με μια πρώτη ματιά, εμφανίζεται ως μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων, η δε μονάδα του είναι ένα ενιαίο εμπόρευμα”- είναι «ο πλούτος». Και όχι, όπως όλοι σχεδόν θεωρούν, «το εμπόρευμα». Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί ο πλούτος απεκδυμένος από την αστική μορφή του -εμπόρευμα, χρήμα- σε μια νέα κοινωνική μορφή και με άλλον κοινωνικό σκοπό -ίσως, με την ανάπτυξη “όλων των ανθρώπινων δυνάμεων ως σκοπών αφ’ εαυτών”- μπορεί να αντικαταστήσει τον τωρινό που είναι η ατέρμονη συσσώρευση του κεφαλαίου. Το να ξεκινάς από το εμπόρευμα σημαίνει να ξεκινάς από το ειδικά καπιταλιστικό, το να ξεκινάς με τον πλούτο σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι τον κομμουνισμό ως μια διηνεκή και οργισμένη πάλη για κοινοτικοποίηση. Δεν αγωνιζόμαστε γιατί είμαστε φτωχοί, αλλά γιατί είμαστε πλούσιοι και μας στερούν τον πλούτο που έχουμε στα χέρια, στα πόδια, στο μυαλό, στις σχέσεις, στη φύση που μοιραζόμαστε.
Για να το θέσουμε με άλλα λόγια, αν ο πλούτος στον καπιταλισμό «εμφανίζεται» ως ένα βουνό από εμπορεύματα, «πρέπει να υπάρχει και μια μη-εμφάνιση, κάτι που την υπερχειλίζει, που δεν προσαρμόζεται, ένα υπολειμματικό στοιχείο που δεν δύναται να περιοριστεί εντός της εμφάνισης […] Με το που κάνουμε αυτήν τη δήλωση, την ίδια στιγμή, υποστηρίζουμε αναπόφευκτα ότι “η τελευταία δεν αποτελεί όλη την αλήθεια, εφόσον το μόνο πράγμα που μας επιτρέπει να την κάνουμε είναι το γεγονός ότι η δήλωση ο πλούτος δεν εμφανίζεται με τη μορφή εμπορευμάτων ή ο πλούτος υπάρχει μέσα -ενάντια και πέραν των εμπορευμάτων είναι εξίσου αληθινή”» (σελ. 73). Όπως σημείωνε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, «όταν ο πλούτος απενδύεται της περιορισμένης αστικής μορφής του, τι άλλο μένει πέρα από την καθολικότητα των ανθρώπινων αναγκών, ικανοτήτων, απολαύσεων, παραγωγικών δυνάμεων κλπ. […];». Παρόλη την εμμένεια, λοιπόν, εδώ έχουμε κάτι εμμενές και, μαζί, ριζικά εξωτερικό.
Να πώς μια λέξη -πλούτος και όχι εμπόρευμα- ιδίως, όταν είναι στην αρχή, κάνει μια τεράστια διαφορά. Με όμοιο τρόπο, και στα υπόλοιπα κείμενα του τόμου, η επιλεγόμενη, κάθε φορά, έννοια -ανυποταγή, αναγνώριση, αρνητικότητα,…- ανοίγει ολόκληρους κόσμους μπροστά μας.
Θα επισημάνω ιδιαίτερα το πρώτο κείμενο του Μπόνεφελντ, όπου αναλύεται αριστοτεχνικά ο υπότιτλος του Κεφαλαίου –“Κριτική της πολιτικής οικονομίας”- οδηγώντας μας στην κατανόηση του γεγονότος πως ο Μαρξ δεν ήταν οικονομολόγος, πράγμα που έχει πολύ μεγάλες επιστημονικές, επομένως, και πολιτικές συνέπειες.
***
Παρ’ όλο που θεωρώ πως ένας ορισμένος «παραδοσιακός» αντι-σταλινικός μαρξισμός έχει πολλά να προσφέρει στην αναψηλάφηση της επαναστατικής υπόθεσης δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ πως οι άνθρωποι, που έχουν γράψει το υπό συζήτηση βιβλίο, κάνουν μια ιδιαίτερη συνεισφορά στο κίνημα. Η επανάκτηση των επεξεργασιών, αλλά και των πρακτικών, του ετερόδοξου μαρξισμού είναι πολύ σπουδαία δουλειά. Άλλωστε, η τελευταία περίοδος μεγάλων αγώνων, αυτή των δεκαετιών ’60 και ’70, πολλά χρωστάει ακριβώς στα ετερόδοξα ρεύματα και ελάχιστα στα ορθόδοξα -όλων των ειδών, σοβιετόφιλων όσο και ευρωκομμουνιστικών. Τα μαζικά κομμουνιστικά κόμματα, μάλιστα, συχνά υπήρξαν εμπόδιο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, αλλά και της πολιτισμικής αμφισβήτησης. Η Νέα Αριστερά της εποχής, ένα από τα παραγωγικότερα και δυναμικότερα ρεύματα στην ιστορία, άδραξε την ευκαιρία και επανέφερε στο προσκήνιο ξεχασμένες, όχι πάντα μειοψηφικές, παραδόσεις, θέτοντάς τες σε πολιτική λειτουργία -όχι μόνο συζητώντας γι’ αυτές.
Ο Χόλογουεη, στον πρόλογο του βιβλίου, παραθέτει δύο λόγους, για τους οποίους η έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο πρώτος «αφορά την ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι, πενήντα και περισσότερων χρόνων. Από το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια ως την 6η Δεκεμβρίου του 2008 και όσα ακολούθησαν. Η ένταση, ο ενθουσιασμός, η ελπίδα, η διάψευση. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να φωνάξουμε «Ανοίξτε τον Μαρξισμό! Ανοίξτε τον, ανοίξτε τον ως θεωρία της πάλης»» (σελ. 15).
Ας προσέξουμε πως και η διάψευση είναι όρος για την πορεία προς την νίκη του προλεταριάτου. Είναι τόσες, άλλωστε, οι διαψεύσεις και οι ήττες των φτωχών ανθρώπων στη διάρκεια της ιστορίας, που αν δεν τις αντιλαμβανόμασταν σαν τμήμα μιας αλυσίδας, που μπορεί να οδηγήσει στην Απελευθέρωση, το πράγμα θα ήταν ολοκληρωτικά αδιέξοδο.
Μ’ όλο, λοιπόν, που, από πολλές απόψεις, το ρεύμα του «Ανοιχτού Μαρξισμού» είναι αντίθετο με έναν ορισμένο «αλτουσερισμό», φαίνεται να συναντιέται μαζί του σε αυτήν την εκτίμηση για το ρόλο των ηττών και των διαψεύσεων. Αν η ηττοπάθεια είναι μια πιθανή συνέπεια, άλλο τόσο η «οργάνωση της απαισιοδοξίας» είναι εφικτή.
Να θυμίσω, εδώ, πως ο Μπένγιαμιν επέμενε ιδιαίτερα πως η νίκη της επανάστασης είναι αναγκαία κυρίως ως εκδίκηση των προηγούμενων γενιών, που καταπιέστηκαν, υπέστησαν ασύλληπτη εκμετάλλευση, συντρίφτηκαν αμείλικτα. Η υπογράμμιση ότι «αυτό που λέμε πρόοδο» -ο «πολιτισμός», θα έλεγα εγώ- απαίτησε τόσα εγκλήματα, που, από τη μεριά των «μικρών ανθρώπων» δεν μπορεί παρά να αποτιμάται διαφορετικά από ό,τι αποτιμάται.
Να το πω αλλιώς. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστέψουμε πως αν η ιστορία είχε κινηθεί από την αντίθετη πλευρά, ο πολιτισμός θα ήταν πολύ πλουσιότερος στο μέτρο που η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων -οι σπουδαίες ικανότητες των οποίων συνθλίβονται στις μυλόπετρες των ταξικών κοινωνιών- θα εργάζονταν όχι για την «πρόοδο», αλλά για την ζωή.
«Στην παρούσα, […] κρίσιμη οικονομική και πολιτική συγκυρία, ο Ανοιχτός Μαρξισμός συνεχίζει να επικαιροποιεί το αίτημα για έναν ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό […] Δυστυχώς, […] στην προσπάθειά μας αυτή, η ιστορία δεν είναι με το μέρος μας, ούτε πρόκειται να μας δικαιώσει […] Στην πάλη ενάντια στη δυστυχία τίποτε δεν είναι βέβαιο εκτός από την ίδια την δυστυχία. Το επαναστατικό [μας] κάλεσμα για τη δημιουργία του κόσμου της αυτονομίας και της αξιοπρέπειας ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ αβεβαιότητας και μελαγχολίας» (σελ. 32).
Αυτός ο μετεωρισμός, ωστόσο, μπορεί να αποβεί δημιουργικός.