in

Για την αρχαιοελληνική «εξαιρετικότητα». Του Χρήστου Λάσκου

Τζοσάια Όμπερ , Η άνοδος και η πτώση της αρχαίας Ελλάδας -Μια νέα πολιτική και οικονομική ιστορία, Δώμα, σελ. 660 (μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης)

Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά, έστω κι αν δεν το υποπτεύεται

Jacqueline de Romilly

Η διατύπωση που προηγείται αντιστοιχεί σε ένα ισχυρότατο στερεότυπο, σε ό,τι αφορά την επίδραση της αρχαιοελληνικής σκέψης στο σύνολο της μετέπειτα παγκόσμιας ιστορίας, στερεότυπο, που συχνά αποκτά έντονα γραφικές διαστάσεις, όταν αξιοποιείται στο πλαίσιο αφηγήσεων εθνικής περηφάνειας, οσοδήποτε αισχυντηλής.

Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζει και μια πραγματικότητα: όντως, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός άσκησε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια ιστορία. Από πολλές απόψεις υπήρξε «εξαιρετικός».

Αυτήν την «εξαιρετικότητα» επιχειρεί να εξηγήσει ο Τζοσάια Όμπερ με το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του, στο οποίο αναπτύσσει μια μοναδική μέχρι σήμερα, απ’ όσο ξέρω, σύνθεση πορισμάτων από ποικίλες επιστημονικές περιοχές -οικονομική και κοινωνική ιστορία, οικονομική και πολιτική θεωρία, ακόμη και η εξελικτική βιολογία βρίσκει την θέση της εδώ.

Η πρώτη, ωστόσο, προϋπόθεση για την δημιουργία αυτής της σύνθεσης υπήρξε η τεράστια δουλειά του Copenhagen Polis Center, το οποίο κατόρθωσε να επεξεργαστεί στοιχεία από περισσότερες από χίλιες πόλεις της περιόδου 800 -300 π.Χ. και να δημιουργήσει έτσι μια πρωτοφανή βάση δεδομένων χωρίς την οποία οποιαδήποτε εργασία του είδους, που μας έδωσε ο Όμπερ, θα ήταν από ισχυρά αναξιόπιστη ως απολύτως αδύνατη[1].

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της «εξαιρετικότητας», λοιπόν, ο Όμπερ θα ισχυριστεί πως θεμέλιό της υπήρξε το δεδομένο πως, στην αρχαιότητα, οι ελληνικές πόλεις -κράτη οικοδόμησαν μια σφριγηλή οικονομία, πετυχαίνοντας σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης για πάνω από 500 χρόνια.

Να, επομένως, τι απασχολεί τον Όμπερ στον πραγματικότητα:

«Το αίνιγμα με το οποίο καταπιάνομαι στις σελίδες που ακολουθούν είναι το εξής: «Γιατί ήταν πλούσια η αρχαία Ελλάδα;». Τούτο πάει να πει: Με ποιον τρόπο και για ποιον λόγο, από τον 8ο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., η οικονομία της κυρίως Ελλάδας (της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών της ανατολικής Μεσογείου) και του ευρύτερου ελληνικού κόσμου (στον οποίο περιλαμβάνονται η Σικελία, η νότια Ιταλία, οι ακτές του Εύξεινου Πόντου, η βόρεια Αφρική κ.ά.) πέτυχε τόσο υψηλές επιδόσεις; Ποια ήταν τα αίτια και τα αιτιατά αυτής της μακράς περιόδου, κατά την οποία οι υλικές συνθήκες της ζωής τόσων πολλών Ελλήνων βελτιώθηκαν σε τόσο δραματικό βαθμό; Γιατί ο πληθυσμός του ελληνικού κόσμου αυξήθηκε από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, την εποχή που περιγράφει ο Όμηρος, σε 8-9 εκατομμύρια ανθρώπους (μπορεί και παραπάνω) τον καιρό του Αριστοτέλη; Πώς μπόρεσε η κατά κεφαλήν κατανάλωση να αυξηθεί τόσο εντυπωσιακά στο ίδιο διάστημα; Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τα σχετικά μεγάλα και καλοχτισμένα σπίτια και την καλή και πλούσια σε πρωτεΐνες διατροφή των Ελλήνων που δεν ανήκαν στις τάξεις των ελίτ κατά την κλασική εποχή; Πώς εξηγείται το σχετικά χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανισότητας στην κλασική Αθήνα;» (σελ. 14).

Η αρχαία Ελλάδα ήταν πλούσια σε σύγκριση με το σύνολο των κρατών της προνεωτερικής εποχής και όχι μόνο. Δεν είναι μόνο η ασύλληπτη πραγματικά πληθυσμιακή έκρηξη που το αποδεικνύει.

Είναι και η εκπληκτική αστικοποίηση: τον 4ο αιώνα το 32% του πληθυσμού κατοικεί σε πόλεις με συνολικό αστικό πληθυσμό σχεδόν 3 εκατομμύρια, όταν στο απόγειο της αυτοκρατορικής Ρώμης ήταν μόλις 10-12%, στην Αγγλία της «ένδοξης Επανάστασης» του 1688 το 13% (για να προσεγγίσει το αρχαιοελληνικά νούμερα  μόλις τον 19ο αιώνα) και στην Γαλλία του 1789 το 12%!

Και η κατανομή του εισοδήματος, όπου ο Όμπερ, αξιοποιώντας σύγχρονες τεχνικές (ακόμη και δείκτες Gini), εκτιμά -σε ένα «αισιόδοξο» σενάριο- πως το 60% του πληθυσμού στην αρχαία Ελλάδα ζούσε σε επίπεδα σημαντικά πάνω από το όριο επιβίωσης, ενώ στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αυτό επιτυγχάνονταν μόλις από το 14%. Πράγμα που συνδέει με το υψηλό (σε όρους σίτου) ημερομίσθιο που ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτό της υπεραναπτυγμένης πρωτονεωτερικής Ολλανδίας του 16ου -18ου αιώνα.

Ή οι συνθήκες κατοίκησης: «Το διάμεσο ελληνικό σπίτι του 9ου π.Χ. αιώνα ήταν μικρό και φτωχικό. Μέσα στα επόμενα 500 χρόνια, το διάμεσο σπίτι έγινε πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο καλοφτιαγμένο. Αν εξετάσουμε μόνο το εμβαδό του, συνυπολογίζοντας την πιθανότητα να υπήρχε δεύτερος όροφος, η αλλαγή στο διάμεσο σπίτι είναι πάνω από 350% -από περ. 80 τ.μ. σε περ. 360 τ.μ.» (σελ. 166).

Ή, ακόμα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης, της τάξης του 0.6 -0.9 %, όταν, στο πρότυπο μιας     ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενης πρώιμης νεωτερικής οικονομίας, την Ολλανδία, μεταξύ 1580 -1820, ήταν 0.5%.

Ο Όμπερ τεκμηριώνει την εκτίμησή του για την «πλούσια Ελλάδα» και με ένα πλήθος ακόμη αντίστοιχων δεικτών.

Γιατί, όμως, η αρχαία Ελλάδα έγινε τόσο πλούσια, καταφέρνοντας έτσι να υποστηρίξει όλα εκείνα τα επιτεύγματα, που τις προσέδωσαν την «εξαιρετικότητά» της;

Η άποψη του Όμπερ είναι πως οι λόγοι είναι πολιτικοί, με βασικότερους την αποκεντρωμένη πολιτική οργάνωση ως ενός εκτεταμένου οικοσυστήματος πόλεων -κρατών και την πολιτοκεντρική συγκρότηση με επίκεντρο την ιδιότητα του πολίτη και συνεργατικά νομικά καθεστώτα με έμφαση στις αξίες της ισονομίας (συχνότατα και της ισηγορίας) και της δικαιοσύνης. Ακόμη περισσότερο, «[τ]ο άθροισμα των συνεργατικών επιλογών υπήρξε ο αποφασιστικός παράγοντας   που έγειρε στην κλασική Ελλάδα την πλάστιγγα υπέρ της σταθερής και μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης» (σελ. 28).

«Η απάντηση στο ερώτημα γιατί η Ελλάδα αποτέλεσε εξαιρετική περίπτωση στο επίπεδο της οικονομίας είναι πως αποτέλεσε εξαιρετική περίπτωση στο πολιτικό επίπεδο: στο επίπεδο των θεσμών, νοούμενων ως κανόνων που καθοδηγούν τη συμπεριφορά, και στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας, των κοινωνικών αξιών που καθοδηγούν τη συμπεριφορά» (σελ. 194).

Σύμφωνα με τον Όμπερ, η κοινωνία της κλασικής Ελλάδας χαρακτηρίζονταν από εντελώς εξαιρετικά, από ιστορική άποψη,  επίπεδα ισότητας όσων αφορά την πρόσβαση των αυτόχθονων ανδρών στους βασικούς δημόσιους θεσμούς, ενώ η στροφή προς όλο και ισχυρότερες μορφές ισότητας υπήρξε η γενική τάση των πέντε αιώνων.

«Δεδομένου ότι είχαν ως σημείο αναφοράς τον πολίτη, τόσο η σπαρτιατικού τύπου αριστοκρατία των πολιτών όσο και η αθηναϊκού τύπου συμμετοχική δημοκρατία μπορούν να θεωρηθούν  δύο πολύ διαφορετικές του ίδιου γενικού τύπου καθεστώτος. Ορισμένες ελληνικές κοινότητες ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε την αλησμόνητη διατύπωση του Τζορτζ Όργουελ, πιο ίσες από άλλες. Αλλά ακόμη και οι ελληνικές ολιγαρχίες είχαν αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο ισότητας, συγκρινόμενες με τις  περισσότερες άλλες προνεωτερικές κοινωνίες» (σελ. 208).

Ο Όμπερ παρουσιάζει με μοναδικό, νομίζω, τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, που διαμόρφωσαν αυτά τα αποτελέσματα. Πολεμικά γεγονότα, εξεγέρσεις, ταξικές συγκρούσεις, συγκροτητικές πολιτειακές πράξεις με διαχρονική αξία αναλύονται συνθετικά, επιμένοντας στη γενική τάση, αλλά και αναδεικνύοντας όλες εκείνες τις απολύτως απρόβλεπτες ενδεχομενικότητες χωρίς τις οποίες όλα θα μπορούσαν να εξελίσσονταν εντελώς διαφορετικά, στο μέτρο που το «ελληνικό θαύμα» σίγουρα δεν οφείλονταν σε κάποιο περιούσιο ντι εν έι.

Υπάρχουν, βέβαια, ζητήματα που θα μπορούσαν να τεθούν σχετικά με την ανάλυση. Το πρώτο είναι μεθοδολογικό και αφορά την καταλληλότητα τεχνικών, όπως η θεωρία παιγνίων, ή θεωρητικών επιλογών, όπως η «Νέα Θεσμική Οικονομική», των οποίων κάνει αρκετή χρήση ο Όμπερ. Δεν θα μπορούσε εδώ να γίνει σοβαρή κρίση επ’ αυτού. Απλώς, λοιπόν, το επισημαίνω θεωρώντας πως δεν επηρεάζει καθοριστικά την αξία των πορισμάτων παρά μόνο πλευρές τους.

Το δεύτερο είναι σημαντικότερο: η σημασία του δουλοκτητικού χαρακτήρα της αρχαιοελληνικής οικονομίας δεν παραλείπεται, βέβαια -ίσα ίσα που παρατίθενται και πολύ ενδιαφέροντα πραγματολογικά δεδομένα.  Νομίζω, όμως, πως, στο εξηγητικό σχήμα, υποεκτιμάται. Από αυτήν την άποψη, η ταυτόχρονη μελέτη του κορυφαίου έργου του J. E. M. De Ste Croix, ( Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο κόσμο, Κέδρος -Ράππα, 2005), όπως και των σχετικών βιβλίων του Δημήτρη Κυρτάτα, βοηθάει πολύ.

Έτσι ή αλλιώς, πάντως, πρόκειται για σπουδαία δουλειά. Και κάθε άλλο παρά απευθύνεται σε αρχαιογνώστες. Ίσα ίσα, όπως τονίζει εξαρχής ο ίδιος, η ιδέα για τη συγγραφή του μπήκε με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008.

Έχουμε πολλά να μάθουμε σήμερα από τη μελέτη αυτής της ιστορίας.

Κυρίως, να αναιρέσουμε, οριστικά, την καθιερωμένη στην «καλή κοινωνία» ιδέα πως τα πολύ «λαϊκά», τα «λαϊκιστικά»  καθεστώτα είναι πάντοτε και άμεσα ιδιοτελή -όσο αμεσοδημοκρατικά τόσο «αμεσοσυντεχνιακά». Να ένα πολύ πειστικό παράθεμα για την ατομικά ανιδιοτελή ορθολογικότητα μιας αμεσοδημοκρατικής κοινότητας:

«Παρότι ο Μαραθώνας απλώς ανέβαλε το πρόβλημα των Περσών για την Αθήνα, ήταν μια εντυπωσιακή νίκη. Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ εξέφρασε την αξιομνημόνευτη άποψη ότι «η μάχη του Μαραθώνα, ακόμη κι αν ιδωθεί υπό το πρίσμα της βρετανικής ιστορίας, είναι πιο σημαντική από τη μάχη του Χέιστινγκς». Η μάχη κερδήθηκε χάρη στη φάλαγγα των Αθηναίων οπλιτών. Ωστόσο, η δεκαετία που ακολούθησε τη σπουδαία νίκη του αθηναϊκού πεζικού στον Μαραθώνα χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ανάπτυξη του αθηναϊκού στόλου. Για πρώτη φορά επιτεύχθηκε η αποτελεσματική εξόρυξη μιας πλούσιας φλέβας αργύρου που διέτρεχε τη νότια Αττική. Επειδή τα μεταλλευτικά δικαιώματα ανήκαν στο κράτος, η εξορυκτική αυτή δραστηριότητα απέφερε μεγάλα έσοδα. Η πρόταση να μοιραστεί το απροσδόκητο πλεόνασμα σε ίσα μερίδια στους πολίτες απορρίφθηκε από την Εκκλησία του Δήμου. Αντίθετα, η συνέλευση των πολιτών υιοθέτησε την πρόταση του Θεμιστοκλή […] που υποστήριξε ότι τα απροσδόκητα έσοδα από το ασήμι έπρεπε να διατεθούν προς όφελος του δημοσίου, ώστε να χρηματοδοτηθεί η ναυπήγηση μεγάλου αριθμού πολεμικών πλοίων […]» (σελ. 298).

Όλοι ξέρουν πως χωρίς αυτήν την απόφαση η επιστροφή των Περσών υπό τον Ξέρξη θα ήταν εντελώς απίθανο να αναχαιτιστεί. Η Σαλαμίνα και οι Πλαταιές θα αφορούσαν μιάν άλλη από τη δική μας διακλάδωση του πολυσύμπαντος.  Ο ελληνικός κόσμος σώθηκε εξαιτίας της δημόσιας ιδιοκτησίας και του εχέφρονος σώματος των πολιτών που έκαναν χρήση της άμεσης δημοκρατίας σε βάρος των άμεσων συμφερόντων τους -πράγμα που δύσκολα θα επέλεγαν οι «άριστοι», όπως σε όλες τις εποχές.

Οι «άριστοι», βέβαια, έχουν το τεχνοκρατικό επιχείρημα απέναντι στην άμεση δημοκρατία και τον πολύ «πολιτοκεντρισμό» -αυτοί που «ξέρουν» πρέπει και να κυβερνούν. Και σε αυτό η δημοκρατική Αθήνα είχε την πιο πειστική απάντηση. Που ήταν και η πιο αποτελεσματική, από κάθε άποψη, εξού και η «εξαιρετικότητα» των επιτευγμάτων.

«Με νωπές ακόμα τις ιστορικές μνήμες από την τυραννία και την επανάσταση, οι Αθηναίοι ήταν σ’ επαγρύπνηση απέναντι στον κίνδυνο κατάληψης της εξουσίας από τις ελίτ κι έτσι πρόθυμοι να εκχωρήσουν σημαντικές αποφάσεις σε μια μικρή ελίτ επαϊόντων. Ωστόσο, δεν έπαψε να υφίσταται ο κίνδυνος οι αποφάσεις που λαμβάνονταν από μια μεγάλη Βουλή και τη μαζική Εκκλησία του Δήμου να υποβιβαστούν σ’ έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή συλλογικής αδαημοσύνης.

Όπως αποδείχτηκε, οι Αθηναίοι πολίτες ήταν ικανότατοι στο να αναγνωρίζουν τους ειδήμονες και να αποτείνονται σε αυτούς, ενώ ήταν και απολύτως ικανοί να αξιοποιούν τη γνώση των ειδημόνων, δίχως να τους εκχωρούν τη διαχείριση του κράτους» (σελ. 304).

[1] Τα στοιχεία, κατάλληλα επεξεργασμένα, είναι προσβάσιμα στον διαδραστικό ιστότοπο polis. stanford.edu. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πόσο πρωτοπόρα, σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες σειρές δεδομένων, υπήρξε η εργασία του Angus Maddison, η οποία διαμόρφωσε την πρώτη και χρησιμότατη βάση δεδομένων σε μια πολύ μεγάλη ιστορική κλίμακα από την αρχαιότητα έως σήμερα (βλ. Maddison Project Database 2020 -University of Groningen)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Παρέμβαση της Λαϊκής Συσπείρωσης στον Δήμο Θεσσαλονίκης για τα σχολικά γεύματα

Εισβολή της Αστυνομίας στα γραφεία της και τραμπουκισμούς σε φοιτητές καταγγέλλει η Λαϊκή Ενότητα