Με τη συνηθισμένη του διαύγεια, ο William I. Robinson [1] αναρωτιέται εάν θα είναι ένα παγκόσμιο κύμα μαζικών διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων αυτό που θα αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Πράγματι, από την κρίση του 2008 υπήρξε μια ατελείωτη αλυσίδα διαμαρτυριών και λαϊκών εξεγέρσεων.
Ο Robinson υπενθυμίζει ότι τα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας έγιναν περισσότερες από 100 μεγάλες διαδηλώσεις που ανέτρεψαν πάνω από 30 κυβερνήσεις. Αναφέρει τη γιγαντιαία κινητοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, τον Μάιο του 2020, την οποία ορίζει ως «μια αντιρατσιστική εξέγερση που έβγαλε περισσότερους από 25 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως νέους, στους δρόμους εκατοντάδων πόλεων σε όλη τη χώρα, τη μεγαλύτερη μαζική διαμαρτυρία στην ιστορία των ΗΠΑ».
Στη Λατινική Αμερική, οι αναταραχές και οι εξεγέρσεις στο Εκουαδόρ, τη Χιλή, τη Νικαράγουα και, κυρίως, την Κολομβία, είχαν μια επέκταση, διάρκεια και βάθος που είχαν χρόνια να δουν σε ολόκληρη την ήπειρο. Η κολομβιανή διαμαρτυρία παρέλυσε τη χώρα για τρεις μήνες, έδειξε εντυπωσιακά επίπεδα λαϊκής δημιουργικότητας (όπως τα 25 σημεία αντίστασης στο Κάλι) και εντελώς νέες μορφές συντονισμού μεταξύ των λαών, στους δρόμους, μεταξύ των από κάτω.
Ο Ρόμπινσον υπενθυμίζει ότι οι άρχουσες τάξεις κατάφεραν να υποχωρήσει ο κύκλος των κινητοποιήσεων του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 «μέσω της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης». Αυτό, αλήθεια, συνέβη στον βορρά, γιατί στο νότιο ημισφαίριο το έκαναν με σφαίρες και σφαγές.
Προς το τέλος του άρθρου του, αναρωτιέται «πώς να μεταφράσουμε τη μαζική εξέγερση σε ένα πρόγραμμα δράσης που θα μπορέσει να αμφισβητήσει τη δύναμη του παγκόσμιου κεφαλαίου». Η ερώτηση είναι εύλογη. Πρώτον, γιατί δεν γνωρίζουμε την απάντηση, επειδή οι κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά από μεγάλες εξεγέρσεις δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να διευρύνουν τον καπιταλισμό και να προωθήσουν την αποδιοργάνωση των λαϊκών τάξεων.
Ακόμα κι αν συμμετέχουμε σε μεγάλες κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις, που αποτελούν μέρος της πολιτικής κουλτούρας της διαμαρτυρίας, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τους περιορισμούς της ως εργαλεία μεταμόρφωσης του κόσμου. Δεν θα τα εγκαταλείψουμε βεβαίως, αλλά πρέπει να μάθουμε να υπερβαίνουμε αυτούς τους περιορισμούς για να μπορέσουμε να χτίσουμε το νέο και να το υπερασπιστούμε.
Μεταξύ των περιορισμών που εντοπίζω υπάρχουν πολλοί που θα ήθελα να τους θέσω υπό συζήτηση.
Ο πρώτος περιορισμός είναι ότι οι κυβερνήσεις έχουν μάθει να διαχειρίζονται τις διαμαρτυρίες μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων που κυμαίνονται από την καταστολή έως τις μερικές παραχωρήσεις για να εξομαλύνουν την κατάσταση. Εδώ και δύο αιώνες, η διαμαρτυρία αποτελεί συνήθη τακτική, επομένως οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνητικοί σχηματισμοί δεν τη φοβούνται πλέον όπως κάποτε, αντιθέτως, γνωρίζουν πώς να την χρησιμοποιούν ως ευκαιρία για τη νομιμοποίησή τους.
Όσοι βρίσκονται στην κορυφή ξέρουν ότι η στιγμή κλειδί είναι η άμπωτη, όταν οι φωτιές της κινητοποίησης σβήνουν και η τάση για επιστροφή στην καθημερινότητα αποκτά δύναμη. Για τους διαδηλωτές, η αποστράτευση είναι μια ευαίσθητη στιγμή, καθώς μπορεί να σημαίνει οπισθοδρόμηση εάν δεν έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν στέρεες και ανθεκτικές οργανώσεις.
Ο δεύτερος περιορισμός πηγάζει από τον ευτελισμό της διαμαρτυρίας εξαιτίας της μετατροπής της σε παράσταση. Κάποιοι χώροι προσπαθούν μέσω αυτού του μηχανισμού να έχουν αντίκτυπο στην κοινή γνώμη, σε σημείο που το νέο ρεπερτόριο της συλλογικής δράσης να είναι μόνο η παράσταση. Ο εθισμός στα μέσα ενημέρωσης είναι μια από τις χειρότερες πτυχές αυτής της παρέκκλισης.
Ο τρίτος περιορισμός αφορά το γεγονός ότι οι διαδηλωτές συνήθως δεν βρίσκουν τον χώρο και τον χρόνο για να συζητήσουν τι έχει επιτευχθεί με τη διαμαρτυρία, να αξιολογήσουν πώς να συνεχίσουν, ποια λάθη έχουν γίνει και ποιοι στόχοι έχουν υλοποιηθεί. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η «αξιολόγηση» γίνεται συχνά από τα ΜΜΕ ή από ακαδημαϊκούς, που δεν αποτελούν μέρος των κινημάτων.
Ο τέταρτος περιορισμός που εντοπίζω είναι ότι οι διαμαρτυρίες είναι αναγκαστικά σποραδικές και περιστασιακές. Κανένα συλλογικό υποκείμενο δεν μπορεί να είναι πάντα στους δρόμους, γιατί η φθορά είναι τεράστια. Κατά συνέπεια, οι στιγμές της ανάδυσης του αγώνα πρέπει να επιλέγονται με προσοχή, όπως κάνουν οι αυτόχθονες, που ξεκινούν διαμαρτυρίες μόνο όταν πιστεύουν ότι έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής δραστηριότητας, μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής κινητοποίησης, γνωρίζοντας ότι η τελευταία είναι απαραίτητη για να συντηρηθούμε ως λαοί, για να δώσουμε συνέχεια στη ζωή και για να επιβεβαιωθούμε ως διαφορετικά υποκείμενα. Στις στιγμές που αποσυρόμαστε στον εσωτερικό μας κόσμο είναι που επιβεβαιώνουμε τα αντικαπιταλιστικά μας χαρακτηριστικά.
Τέλος, η αυτονομία δεν χτίζεται κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, αλλά πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από αυτές. Ειδικά πριν. Η διαμαρτυρία δεν πρέπει να είναι μια απλή αντίδραση σε κάτι, γιατί με αυτόν τον τρόπο η πρωτοβουλία βρίσκεται πάντα έξω από το κίνημα. Η αυτονομία απαιτεί μια μακρά διαδικασία εσωτερικής εργασίας και απαιτεί καθημερινή ένταση για να την κρατήσεις όρθια.
Πρέπει να δώσουμε στους εαυτούς μας -ως κινήματα και ως συλλογικότητες- χρόνο για συζήτηση, γιατί η μη αναπαραγωγή του συστήματος απαιτεί να εργαζόμαστε εντατικά, χωρίς αυθορμητισμούς, ξεπερνώντας την αδράνεια προκειμένου να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε.
Πηγή: commune-info.net