Του Φάνη Θεοφίλου
Παρακολουθώ, με αμηχανία, μια ολόκληρη συζήτηση να ξετυλίγεται γύρω από τις εξαγγελίες του Χρυσοχοΐδη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Όχι και τόσο ξαφνικά, το μεταναστευτικό ιεραρχήθηκε ως πρώτης προτεραιότητας ζήτημα για την κυβέρνηση Παπαδήμου, διά στόματος του αρμοδίου (για τον μιλιταρισμό και την κατίσχυση) υπουργού. Το κέντρο της Αθήνας «άνοιξε» στους δημοσιογράφους-τσιράκια και οι τηλεοπτικοί φακοί στράφηκαν στις άθλιες συνθήκες που δημιουργούνται στο κέντρο της Αθήνας, τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες (βλ. ρεπορτάζ περί εκμετάλλευσης) όσο και για τους υπόλοιπους (βλ. ρατσιστικές δηλώσεις περί υγειονομικής βόμβας). Χωρίς να αποσιωπώ το γεγονός ότι πράγματι η περιθωριοποίηση γεννά, τουλάχιστον όταν δεν διαμορφώνεται ένα υποκείμενο αντίστασης και αξιοπρέπειας, αντικοινωνικές συμπεριφορές και καταστάσεις αφόρητες, είναι φανερό ότι οι κυβερνητικές επιλογές δεν βασίζονται σε ένα συμπαγές και αποτελεσματικό σχέδιο. Η αδυναμία που εμφανίζεται να γειωθεί ο ρατσιστικός λόγος και να μετατραπεί σε συγκεκριμένη διαφορετική εμπειρία και συνεκτική πολιτική πρόταση, είναι η αιτία που πολλοί-ές χαρακτηρίζουν αυτή τη στροφή στην ατζέντα ως επικοινωνιακό προεκλογικό παιχνίδι. Αποτελεί, όμως, πράγματι αυτή η στροφή μόνο μία προσπάθεια επικοινωνίας ενός μηνύματος μηδενικής ανοχής έτσι ώστε να συσπειρωθούν οι συντηρητικοί ψηφοφόροι; Είναι πράγματι, πυροτέχνημα οι δηλώσεις του Χρυσοχοΐδη; Δηλαδή, μετά τις εκλογές θα αποτελούν μόνο ανάμνηση;
Είναι αλήθεια πως η πολιτική σκηνή οριοθετείται έντονα από την κυριαρχία του συμβολικού. Οι πολιτικές αποφάσεις, ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο, περιβάλλονται με έντονο συμβολικό περιεχόμενο που καθορίζεται ωφελιμιστικά και καιροσκοπικά. Όμως μπορούμε να ισχυριστούμε με σχετική ασφάλεια ότι η αντιμεταναστευτική ρητορεία και πράξη αποτελεί οργανωμένο σχέδιο με πολλές αφετηρίες και πολλές προεκτάσεις, και όχι παραφωνία ή πρόσκαιρη πολιτική απόφαση. Η πολιτική της «Ευρώπης-φρούριο», η προσπάθεια ελέγχου των μεταναστευτικών ροών βάσει των οικονομικών αναγκών των καπιταλιστικών χωρών της Ε.Ε., η γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων και η διακριτική τους μεταχείριση, παρά το γεγονός ότι οδήγησε σε έντονα κοινωνικά προβλήματα, ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά. Αντίθετα, με κάθε αφορμή, επιβεβαιώνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση μια βαθιά πίστη στην πολιτική που οδήγησε στη συνθήκη του Σένγκεν και την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, πολιτική εξουσιαστική και εκμεταλλευτική, ταυτόχρονα όμως βαθιά συντηρητική και, τουλάχιστον, εθνοκεντρική. Με αφετηρία αυτή την πολιτική αντίληψη, έχουν δομηθεί κατά καιρούς ειδικότερα σχέδια για τη διευρυμένη αναπαραγωγή των συμφερόντων των κυρίαρχων μερίδων.
Ένα από τα παραπάνω σχέδια, ίσως όχι το πιο σημαντικό, είναι η υποβάθμιση της περιοχής περί την πλατεία Ομονοίας, που πραγματοποιείται εδώ και χρόνια. Όλο και μεγαλύτερο μέρος των παλιών ιδιοκτητών φαίνεται να επιλέγουν τη μεταβίβαση της περιουσίας τους, που έχει ολοένα και μικρότερη ανταλλακτική αξία. Όπως έγινε και στο Γκάζι, η αλλαγή χρήσης μιας ολόκληρης περιοχής βασίστηκε στην εναπόθεση περιθωριοποιημένων πληθυσμιακών ομάδων. Τώρα, το σχέδιο, που είχε αρχή και μέση, χρειάζεται ένα τέλος. Και αυτό το τέλος είναι ή το «σκούπισμα» της περιοχής και η απομάκρυνση των μεταναστών-τριών. Είναι αδύνατον, λοιπόν, να πιστέψει κανείς ότι το σχέδιο εκκαθάρισης του κέντρο της Αθήνας, το οποίο εξυπηρετεί τεράστια οικονομικά συμφέροντα αποτελεί ένα επικοινωνιακό τρικ της κυβέρνησης και όχι μια προσχεδιασμένη ενέργεια. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που εδώ και χρόνια τα στρατόπεδα δεν παραχωρούνται στις τοπικές κοινωνίες για να γίνουν χώροι πρασίνου.
Κατά τη γνώμη μου όμως, αυτού του είδους τα σχέδια επιχειρούνται παρεμπιπτόντως. Βασικό στοιχείο της εξαγγελίας της εκκαθάρισης του κέντρου της Αθήνας, η οποία και αποκτά και προεκλογικό περίβλημα, είναι η επιμονή στη στοχοποίηση των εσωτερικών εχθρών αυτού του κράτους. Ειδικότερα σε περίοδο κρίσης, κατά την οποία η ισορροπία των συσχετισμών δύναμης χάνεται και η κυριαρχία των μερίδων που βρίσκονται στην εξουσία αμφισβητείται, ενεργοποιούνται ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά ένα κράτους έκτακτης ανάγκης. Πλέον, η κατάσταση της εξαίρεσης, η οποία νομιμοποιεί τη διεύρυνση και την αύξηση της έντασης της καταστολής από τη μεριά του κράτους, μετατρέπεται στον κανόνα κατά την άσκηση πολιτικής. Αυτό το ιδεολογικό οικοδόμημα στηρίζεται στην ύπαρξη των «εσωτερικών εχθρών». Σήμερα, σε μια εποχή που η κοινωνική νομιμοποίηση της ασκούμενης πολιτικής συρρικνώνεται, οι εχθροί του κράτους διευρύνονται. Παράλληλα, για την εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η κοινωνική εξόντωση συγκεκριμένων εσωτερικών εχθρών, η οποία, βέβαια, συχνά λειτουργεί (και συμβολικά) ως πηγή τρομοκράτησης, αλλά και ως τροφή στον κοινωνικό κανιβαλισμό. Βέβαια, σήμερα, οι κρεμάλες στις πλατείες και το δημόσιο τελετουργικό που επιτελούσαν έχει αντικατασταθεί για τους μετανάστες από σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την πανίσχυρη προπαγάνδα των ΜΜΕ και άλλων ιδεολογικών μηχανισμών.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν απλώς κρατική επιλογή. Η πολιτική αυτή βασίζεται σε ένα λαό που έχει επιδείξει σε πολλές περιπτώσεις βαθιά ρατσιστική συμπεριφορά, ενώ και το τελευταίο μεγάλο διάστημα (βομβαρδίζει και) βομβαρδίζεται από μηνύματα εθνικής συναίνεσης (μνημονιακός λόγος) ή, εθνικής και πάλι, απάντησης (μέρος του αντιμνημονιακού λόγου). Να τον χαιρόμαστε…
Πηγή: Η Αυγή