in

Για ποιους είναι οι ουρές των τραπεζών;

Γράφει η Ειρήνη Καραγκιοζίδου

Στις 10 είχα ραντεβού με την τράπεζα. Όταν έφτασα υπήρχε η κλασική κορονο-ουρά που έχει δημιουργηθεί στη διάρκεια αυτών των τελευταίων δύο χρόνων έξω από τράπεζες και υπηρεσίες. Είπα θα περιμένω τη σειρά μου ενώ ταυτόχρονα το χέρι μου ήδη έβγαζε το κινητό για να καλέσω στο γραφείο από την άλλη πλευρά της τζαμαρίας που μας χώριζε με τους υπαλλήλους, ώστε να γνωρίζει κάποιος πως το ραντεβού του είναι εκεί έξω και τον περιμένει.

Και είπα: Θα περιμένω. Με τη σειρά μου. Έκοψα ποιοι ήταν μπροστά μου. Μια γυναίκα γύρω στα 60, ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος με μπαστούνι, ένας με outfit μηχανής. Μετά από μένα μια κυρία στα 50 που κάπως δήλωσε εξαρχής ότι αυτή «δεν ήταν για να περιμένει» μαζί με εμάς την ουρίσια πλέμπα, ήταν για να μπαίνει μέσα. Τους βλέπεις αυτούς που έχουν έναν άλλον αέρα, «δεν είμαι εγώ της ουράς, έχω προτεραιότητα, τυχαία βρίσκομαι εδώ μαζί σας, απλώς θα συνυπάρξουμε κάποια τυχαία πολύ λίγα λεπτά, μη με λογαριάζετε.»

Είχα μάθει από τη Δευτέρα το κόλπο της τράπεζας: Περιμένεις σαν επαίτης κολλώντας τα μούτρα σου σε μια τζαμαρία (όσο αναξιοπρεπές και αν πιστεύεις πως είναι αυτό θα το κάνεις και εσύ κάποιο λεπτό εκεί που περιμένεις) για να δεις πόσο κόσμο έχει μέσα. Ενδιαφέρεται άραγε κάποιος από τους μέσα για εσάς τους έξω; Είναι φυσική αντίδραση.

Και στη συνέχεια μπορεί κάποια στιγμή να βγει μια υπάλληλος να σας «σκανάρει» όλους με το ακριβοδίκαιο βλέμμα και να δώσει προτεραιότητα κατά βούληση. Εκεί πρέπει να μιλήσεις δυνατά, να φωνάξεις σαν σε αγέλη τι θέλεις. «Εγώ μια ερώτηση θέλω να κάνω για τον λογαριασμό όψεως, έχω μια επιχείρηση, Καραγκιοζίδου με λένε», όλα φωναχτά μπροστά σε όλους δηλαδή ή αλλιώς άνευ υπαλλήλου κάποια στιγμή το λαμπάκι του κουμπιού της εισόδου θα γίνει πράσινο και θα σου ανοίξει την πόρτα ασφαλείας αφού έχει βγει κάποιος άλλος.

Ο ηλικιωμένος κύριος δεν ήξερε που να στηριχτεί έξω από το μπαστούνι του, στη τζαμαρία της πόρτας ασφαλείας ή να κατρακυλήσει στη ράμπα για τους αναπήρους;  Γιατί το καινούριο φανταστικό σύστημα, όπως το περιγράφω, δεν έχει φυσικά προβλέψει την παραμικρή πρόνοια για ανθρώπους σαν τον κύριο με το μπαστούνι που πρέπει να περιμένουν προσπαθώντας να ισορροπήσουν.

Να περιμένουμε σε ουρές λοιπόν για να μη συνωστιζόμαστε μέσα.

Άσχετα αν έχουμε κλείσει ραντεβού για να τους δώσουμε τα λεφτά μας, είμαστε οι πελάτες δηλαδή… Όχι! θα περιμένουμε. Να περιμένουμε.

Πώς όμως να περιμένουμε; Όρθιοι, χωρίς να μπορούμε να στηριχθούμε ή να κάτσουμε κάπου, χωρίς να έχουμε κάποια ενημέρωση (π.χ. νούμερα που προοδεύουν) ή κάποια εξήγηση (γιατί δεν είναι η τράπεζα συνεπής στο ραντεβού της να μου πάρει τα λεφτά;)

Όταν βγήκε η υπάλληλος και άνοιξε ως άλλος κλειδοκράτορας την πόρτα ασφαλείας της καρδιάς μας για εκείνο το πρωινό, η κυρία στα 60 που προηγούνταν επέδειξε την κοινώς ομολογούμενη «γαϊδουριά» και δεν ήθελε να αφήσει τον κύριο με το μπαστούνι που θα κατέρρεε από λεπτό σε λεπτό. «Περιμένω 45 λεπτάααα!» Η υπάλληλος παρ’ οτί η κυρία χώθηκε μέσα στην «πύλη της ευτυχίας» με θράσος, δεν έβαλε το μπαστουνάτο φαντασματάκι από την άλλη πόρτα ώστε να κάτσει ο άνθρωπος σε μια καρέκλα ενώ περιμένει, παρ’ όλες τις φωνές αλληλεγγύης από τον μηχανόβιο. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και η σύζυγος του ηλικιωμένου, η οποία όταν ήρθε η ώρα να περάσει ο παραπαίων σύζυγος της ήθελε να μπει να τον βοηθήσει και δικαιολογημένα, αφού ήταν 97 ετών!

«Όχι είμαστε πολλοί» ήταν η απάντηση και πολύ εκνευρισμένη.

«Μα μπορεί να χρειαστεί βοήθεια με τα χρήματα!»

«Εμείς θα τον κλέψουμε;;» της είπε υπάλληλος της επιχείρησης και πραγματικά μας αποστόμωσε.

Όταν ξαναβγήκε ένας άλλος υπάλληλος για να πάρει εμένα, χώθηκε η κυρία από πίσω μου που δεν ήταν φτιαγμένη για ουρά γιατί εγώ δεν άκουσα το όνομά μου και αυτή ήταν πιο καπάτσα και μπήκε με το δικό μου όνομα μέσα οπότε και δημιουργήθηκε ένας αστικός μύθος στην ουρά για λίγες ώρες ότι «η κα Καραγκιοζίδου όμως μπήκε μέσα εκτός ουράς».

Τελείωσα έναν καβγά και δύο ώρες μετά.

Αναρωτήθηκα λοιπόν για ποιους είναι οι ουρές; Είναι για τους υγιείς, νέους και «χασομέρηδες»; Ποια είναι αυτή η καινούρια θεώρηση των πραγμάτων ότι οι άνθρωποι που χρειάζονται μια συναλλαγή με την τράπεζα θα πρέπει να περιμένουν τόσες ώρες να εξυπηρετηθούν, έχουν δεν έχουν ραντεβού; Γιατί πρέπει να χάνουμε τόσες ώρες από τη ζωή μας; Γιατί μεταφέρουν σε μας την πολιτική της δικής τους εξοικονόμησης χρημάτων αντί να έχουν περισσότερους υπαλλήλους, περισσότερα καταστήματα;

Γιατί δουλεύουμε εμείς για αυτούς και χάνουμε εργατοώρες περιμένοντας;

Δεν έσκασε δα και χτες η πανδημία ούτε θα τελειώσει το ΣΚ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Παρατηρητήριο Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου: «Ο καθείς και τα όπλα του»

Διαμαρτυρία στην Αριστοστέλους με αίτημα να ανοίξει το νοσοκομείο «Λοιμωδών»