Πρόσφατα διοργανώσαμε μια τηλε-συζήτηση που αφορούσε στην εγκληματική κρατική και ευρωπαϊκή πολιτική και τον άνισο, αισχρό πόλεμο ενάντια στην προσφυγιά και τη μετανάστευση, ενάντια σε ανθρώπους που τα βάζουν με πάνοπλους στρατούς για να εφαρμόσουν στην πράξη το δικαίωμα για ζωή και ελευθερία ως πανανθρώπινα και θεμελιώδη δικαιώματα.
Κείμενο από το Κοινωνικό Στέκι-Στέκι Μεταναστών Χανίων
Ανάμεσα σε αξιόλογες μαρτυρίες, τονίζουμε κάτι που ειπώθηκε στην προαναφερθείσα συζήτηση:
“Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν όλα αυτά τα τείχη που υψώνονται συμβάλλουν στην ενίσχυση της κυριαρχίας του έθνους κράτους ή αν εικονογραφούν την τρωτότητά του, καθώς καθημερινά προβάλλουν μια εξουσία και μια αποτελεσματικότητα την οποία δεν μπορούν να ασκήσουν όπως θα ήθελαν.”
Ποια-ος πιστεύει ακόμη πως τα παραπάνω δεν την/τον αφορούν; Ποια-ος δε νιώθει σήμερα, παρά το “προνόμιό” του να είναι ντόπιος-α και νόμιμος-η πολίτης, ότι τα τείχη υψώνονται και γύρω μας; Πως σιγά-σιγά και βασανιστικά μας αφαιρείται η δυνατότητα για ελεύθερη έκφραση, για ελεύθερη μετακίνηση, για να ορίσουμε εμείς τη ζωή μας, να είμαστε αυτόνομα και χειραφετημένα άτομα;
Η παραβίαση δικαιωμάτων, η ανισότητα και η στέρηση ελευθεριών δεν αρχίζει, ούτε σταματάει στο ασφυκτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί εδώ και ένα χρόνο εξαιτίας της πανδημίας. Αλλά αυτό το διάστημα μέσα από το “κελί” μας μπορούμε πια να αναγνωρίσουμε όλους τους περιορισμούς που υφιστάμεθα χρόνια τώρα, βιώνουμε στα σώματά μας τη συνεχή δημοκρατική εκτροπή, ενώ ο καπιταλισμός, ένα διαλυμένο σε όλες του τις εκφάνσεις κοινωνικό σύστημα, επιδιώκει να κρύψει τη βαθιά του κρίση σαν τη στρουθοκάμηλο, οξύνοντας την καταστολή και αναβαθμίζοντας την “τιμωρητική” πολιτική σε όλες τις πτυχές της ζωής μας. Διαπιστώνουμε, επίσης, πως και πριν την καραντίνα ο στόχος ήταν ο ίδιος: να χάσουμε την ισχύ μας, να νιώθουμε αδύναμες-οι, να μας κυριεύει ο φόβος, να νικήσει ο ατομικισμός τη συλλογική δράση, την αντίσταση.
Προφανώς, μία συνθήκη σαν αυτή που ζούμε επιβάλλει ένα διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης με μία διαρκή απειλή και μπόλικη αυταρχικότητα από μια ακροδεξιά κυβέρνηση που στηρίζει ιδεολογικά και πρακτικά τις αρχές της. Η κατάφωρη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων το τελευταίο διάστημα φωτογραφίζεται σε νομοσχέδια-εκτρώματα που μας ταξιδεύουν σε σκοτεινές εποχές. Χαρακτηριστικά, είδαμε την κυβέρνηση να επιχειρεί μέσα από το άρθρο 8 (στο νομοσχέδιο Λιβάνιου) να περάσει διατάξεις που σχετίζονται με τον περιβόητο τρομονόμο (άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα) και αποτελούν όχημα απαγόρευσης της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο. Δίνει τη δυνατότητα για αυθαίρετες διώξεις και καταδίκες καλλιτεχνών από μία άρχουσα τάξη που κρίνει τι σημαίνει υποκίνηση σε τρομοκρατία.
Παράλληλα, βρίσκουμε τη λογοκρισία παντού μπροστά μας. Ο λόγος μας φιμώνεται. Δεν υπάρχει δικαίωμα στην έκφραση οποιασδήποτε άποψης που δεν συμφωνεί/συνάδει με την κυβερνητική. Για παράδειγμα, βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες μαζικά, δεκάδες προφίλ και σελίδες να έχουν υποστεί αποκλεισμό από το Facebook εξαιτίας της αντίθεσής τους στη θανατοπολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση στο θέμα του απεργού πείνας και δίψας Δ. Κ.
Και ενώ μια γενιά ζει για πρώτη φορά την απαγόρευση κυκλοφορίας και την ποινικοποίηση των συναθροίσεων (Ν. 4703/2020), η καθεμιά και καθένας που αντιστέκεται και εφαρμόζει στην πράξη το δικαίωμα στη διαδήλωση, γνωρίζει την κρατική βία και το ρεπερτόριο της καταστολής (αστυνομική αυθαιρεσία, χημικά, βασανισμούς, αναίτιες συλλήψεις, διώξεις). Μάλιστα, στην πόλη μας η Ασφάλεια Χανίων επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο το τελευταίο τρίμηνο. Θυμόμαστε την 11η Δεκέμβρη, όταν η Ασφάλεια τηλεφώνησε στα κινητά ανθρώπων που θεωρούνται “γνωστοί/ες για την δράση τους” και τους/τις κάλεσε να πάνε στα γραφεία της για να παραλάβουν πρόστιμα που εκδόθηκαν για “παραβάσεις που βεβαιώθηκαν” κατά τις πολιτικές διαμαρτυρίες των 6 και 10 Δεκεμβρίου. Πλέον, με ένα τηλεφώνημα η αστυνομία θεωρεί ότι μπορεί να κατηγορεί τον καθένα και να του ασκεί οικονομικές κυρώσεις για την πολιτική του δράση.
Επίσης, πριν λίγες μέρες, στις 27-2, αστυνομικοί με πολιτικά, ακολουθώντας παρακρατικές μεθόδους, εισέβαλαν σε σπίτια φοιτητών χωρίς ένταλμα και αρνούμενοι να επιδείξουν τις αστυνομικές τους ταυτότητες. Αφού έψαξαν τα σπίτια, αφαίρεσαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα, προκηρύξεις, ρούχα και άλλα πράγματα, απήγαγαν τους φοιτητές και τους οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, χωρίς να τους δώσουν καμιά εξήγηση. Εκεί, για πολλές ώρες δεν τους άφηναν να επικοινωνήσουν με κάποιο δικό τους πρόσωπο ή έστω τον δικηγόρο τους που χαρακτηριστικά ανέφερε πως “δεν μου επετράπη η είσοδος για πάνω από μιάμιση ώρα, παρόλο που η ποινική δικονομία είναι ξεκάθαρη ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απαγορεύεται η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον δικηγόρο του.”
Η στοχοποίηση φοιτητών αυτή τη φορά δεν είναι τυχαία, αφού η κυβέρνηση, σε μια επίδειξη αλαζονείας, αγνόησε τις διαφωνίες σύσσωμης της πανεπιστημιακής κοινότητας (τμήματα και σύγκλητοι πανεπιστημίων, σύλλογοι διδασκόντων, σύλλογοι φοιτητών και μεταπτυχιακών, σύλλογοι διοικητικών υπαλλήλων από σχεδόν όλα τα ιδρύματα της χώρας) και με το πρόσχημα της «προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος» περνάει νομοσχέδιο που μεταλλάσσει το δημόσιο πανεπιστήμιο σε έναν αυταρχικό θεσμό: μόνιμη παρουσία ένοπλων αστυνομικών στα πανεπιστήμια, εγκατάσταση καμερών εντός των πανεπιστημιακών χώρων (σε διαδρόμους, κυλικεία, γραμματείες, κ.ά.), τοποθέτηση μηχανημάτων ανίχνευσης «απαγορευμένων αντικειμένων και ουσιών», έλεγχος ταυτοτήτων και καταγραφή των στοιχείων στην είσοδο των σχολών, πειθαρχικά συμβούλια φοιτητών… Ευτυχώς σε όλα αυτά υψώνονται αναχώματα όπως οι κινητοποιήσεις φοιτητών στα Γιάννενα, η πρόσφατη κατάληψη του ΑΠΘ, η πληθώρα δράσεων και πορειών σε όλη τη χώρα.
Και ενώ, ξεκάθαρα πια, διαρρηγνύεται η ισότητα και η ισονομία, τις τελευταίες 58 μέρες ζούμε άλλη μια ιστορία που κάνει τη φράση του Τζ. Όργουελ «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα» τόσο επίκαιρη και εύστοχη.
Οι προσωπικές μας απόψεις για τη δράση και τις ιδέες του Δ.Κ. δεν έχουν σημασία. Έχει καταδικαστεί για τα εγκλήματά του και εκτίει την ποινή του. Ως κρατούμενος, όπως κάθε κρατούμενος, έχει στερηθεί το δικαίωμα στην ελευθερία του, ωστόσο, δεν παύει να είναι φορέας και υποκείμενο όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων.
Απεναντίας, η κυβέρνηση τον οδηγεί στο θάνατο, άτυπα επαναφέροντας τη θανατική ποινή η οποία νομοθετικά καταργήθηκε το 1993 (η τελευταία εκτέλεση πραγματοποιήθηκε το 1972 επί χούντας). Παράλληλα, μέσω των ΜΜΕ, που φαίνεται να ελέγχει ολοκληρωτικά, διαστρεβλώνει συστηματικά την πραγματικότητα και προσπαθεί να πλήξει τον απεργό, διαστρέφοντας την ουσία των αιτιών της διαμαρτυρίας του. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία σχετική ανακοίνωση του πρωθυπουργού, σύμφωνα με την οποία εφόσον ο Δ.Κ. έχει δολοφονήσει 11 ανθρώπους δεν δικαιούται να ζητάει τίποτα –μία βαθιά προβληματική δήλωση που επεκτείνει αυθαίρετα την ποινή και καταλύει θεμελιώδη δικαιώματα.
Έτσι, η κυβέρνηση αλλάζει νόμους φωτογραφικά, τους παραβιάζει η ίδια, και τελικά βασανίζει και οδηγεί στον θάνατο κρατούμενους, θάβοντας τις ενέργειές της πίσω από επικοινωνιακά παιχνίδια και παραπληροφόρηση.
Ο ενδεχόμενος θάνατος του Δ.Κ. θα αποτελέσει βαρύ και ουσιαστικό πλήγμα για όλους μας: Πέρα από την αποτυχία του κράτους και της κυβέρνησης στο πλαίσιο των αρχών ενός “Κράτους Δικαίου”, πέρα από την κατάλυση βασικών αρχών του ανθρωπισμού, θα είναι (ακόμη ένα) πλήγμα στην δημοκρατία, στο να αποφασίζουμε και να ορίζουμε εμείς τις ζωές μας.
Το κεντρικό διακύβευμα σε αυτή την υπόθεση είναι η διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνικής δικαιοσύνης, απέναντι σε μία εξουσία που εκδικείται και τιμωρεί κατά το δοκούν.
Τελευταία, οι ένθερμοι υποστηρικτές της νεκρόφιλης κυβέρνησης, απευθυνόμενοι στους χιλιάδες αλληλέγγυους στον αγώνα για ορατότητα που δίνει ο απεργός πείνας, αναρωτιούνται αν θα κάναμε πορείες και συγκεντρώσεις αλληλεγγύης, αν στη θέση του Δ.Κ. ήταν ο τάδε ή ο δείνα (αναφερόμενοι πάντα σε ακροδεξιούς, παιδόφιλους, βιαστές…). Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Γιατί; Γιατί ξέρουμε πολύ καλά πως όλοι αυτοί που υπονοούν δε θα βρίσκονταν ποτέ σ’ αυτή τη θέση. Γιατί πάντα υπάρχουν “Λαγοί” που γίνονται λαγοί, παιδεραστές (βλέπε Γεωργιάδη) που χρήζουν ειδικής-φιλικής μεταχείρισης, εγκληματίες και φασίστες που εκτίουν τις ελάχιστες δυνατές ποινές.
Μπορεί το κράτος να φαντάζει κυρίαρχο και να δείχνει μια “πυγμή” δίχως προηγούμενο, αλλά, κάλλιο αργά παρά αργότερα, οφείλει η καθεμιά και ο καθένας να συνειδητοποιήσει πως αυτή η εικόνα που θέλει να παρουσιάσει, είναι το “κουκούλωμα” της αδυναμίας του, η αποσιώπηση της τρωτότητάς του. Γιατί το κράτος ξέρει πως σε μία τέτοια συγκυρία το ενδεχόμενο της εξέγερσης είναι πιο κοντά από ποτέ. Είναι στο χέρι μας λοιπόν να ενισχύσουμε την τρωτότητα του συστήματος, να δημιουργήσουμε, να επεκτείνουμε και να πολλαπλασιάσουμε τις ρωγμές που διανοίγονται, να αγωνιστούμε για το φως που θα ξεχυθεί διαμέσου τους.
Για τη χειραφέτηση, για μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία.
Κοινωνικό Στέκι – Στέκι Μεταναστών