Ο φεμινισμός για το 99% γράφεται το 2019, λίγα χρόνια μετά από το ξέσπασμα του απεργιακού φεμινιστικού αγώνα στην Πολωνία ενάντια στην ποινικοποίηση των αμβλώσεων, αλλά και των κινημάτων Ni una menos – καμία λιγότερη- ενάντια στις γυναικοκτόνιες και του #Metoo, που διαπέρασε τις τάξεις και όλα μαζί, έβγαλαν εκατομμύρια γυναίκες στους δρόμους. Το μανιφέστο αυτό, είναι γραμμένο από τις Τσίντσια Αρρούτσα, την Τίθι Μπατατσάρρυα και τη Νάνσυ Φρέιζερ, γεννήθηκε όμως, από τα σπλάχνα όλων των γυναικών, των κινημάτων και των φεμινιστικών αγώνων των τελευταίων ετών. Από τις δολοφονημένες, τις μαύρες, τις εργάτριες, τις ανάπηρες, τις προσφύγισσες & μετανάστριες, τις λεσβίες & κουίρ αδελφές μας. Το κείμενο αυτό δεν είναι απλώς ένα μανιφέστο. Είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Ένα διακύβευμα για τον φεμινισμό του μέλλοντος. Ένα κείμενο, που γεννά και ταυτόχρονα απαντά ερωτήματα, που αφυπνίζει συνειδήσεις. Χαρακτηρίζει και χαρακτηρίζεται από την οργή ενάντια στον καπιταλισμό, το νεοφιλελευθερισμό και την πατριαρχία. Γιατί, ακόμα και αν η πατριαρχία προϋπήρχε της εμφάνισης του καπιταλιστικού συστήματος, οι συνέπειες της οξύνθηκαν κατά την ανάπτυξή του. Και αυτό το μανιφέστο, έρχεται να μιλήσει ακριβώς γι’ αυτό: για το πως ο καπιταλισμός στηρίζει, στηρίζεται και συνδέεται με την πατριαρχία. Είναι γραμμένο στο σήμερα, κουβαλάει κομμάτια του χθες, και ταυτόχρονα κοιτάει το αύριο. Ο φεμινισμός για το 99%, όπως γράφουν και στο εισαγωγικό σημείωμα οι εκδόσεις, νοηματοδοτεί εκ νέου την έννοια της εργασίας, και ως εκ τούτου, της απεργίας, των εργατικών αγώνων και εν τέλει, της ίδιας της αναπαράστασης της εργατικής τάξης. Ο φεμινισμός για το 99% είναι ένας συμπεριληπτικός φεμινισμός, που στοχεύει να ενώσει το σύνολο εκείνο των ατόμων, που υφίστανται εκμετάλλευση, κυριαρχία και καταπίεση. Ο φεμινισμός για το 99% είναι διεκδικητικός. Είναι αντικαπιταλιστικός, αντι-νεοφιλελεύθερος, αντιρατσιστικός, διεθνιστικός και οικολογικός.
Στην θέση 5 του μανιφέστου, οι συγγραφείς του αναφέρουν ότι, η έμφυλη καταπίεση στις καπιταλιστικές κοινωνίες εδράζεται στην υποταγή της κοινωνικής αναπαραγωγής στην παραγωγή με σκοπό το κέρδος, ενώ παρακάτω, αναφέρεται ότι ασφαλώς, δεν ανακάλυψε ο καπιταλισμός την υποταγή των γυναικών. Πράγματι, όπως γράφει και η Άντζελα Ντέιβις στο Γυναίκες- φυλή & τάξη, η επιθυμία των γυναικών να ελέγχουν την αναπαραγωγή τους είναι πιθανόν τόσο παλιά όσο και η ίδια η ανθρώπινη ιστορία. Η παραγωγή και η ανάπτυξη ανθρώπων, η φροντίδα και η διαμόρφωσή τους, σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινωνίας, αλλά κυρίως, σύμφωνα με τις ανάγκες του καπιταλιστικού μηχανισμού βάρυνε και εξακολουθεί να βαραίνει τις θηλυκότητες. Η επιβίωση του ίδιου του μηχανισμού στηρίζεται και εξαρτάται από την κοινωνική αναπαραγωγή και κατ’ επέκταση από τις ίδιες τις θηλυκότητες.
Ο έμφυλος καταμερισμός της παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας έλαβε νέες διαστάσεις με την πρόσφατη εμπειρία της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Μια κρίση, που ξεμπρόστιασε τον καπιταλιστικό αυτό μηχανισμό, σε κάθε εκδοχή του και έφερε στο προσκήνιο παραδοχές του παρελθόντος. Κατάφερε να καταδείξει αυτό που ο καπιταλισμός παλεύει να αποσιωπήσει: ότι η εργασία παραγωγής, αναπαραγωγής και ανάπτυξης ανθρώπων είναι βάρος που αντιστοιχεί στις θηλυκότητες. Η περίοδος εγκλεισμού στο σπίτι επανέφερε την συζήτηση για το τι είναι εργασία. Η θηλυκοποιημένη φροντίδα, η οποία παρουσιάζεται με τη μορφή της φροντίδας και της στοργής έκανε σαφές, πως η εργασία αυτή, δεν είναι παρά μία ακόμη μορφή εργασίας, που εξυπηρετεί και δουλεύει προς όφελος του καπιταλισμού. Η περίοδος της καραντίνας, με ταυτόχρονη τηλεργασία και φροντίδα του σπιτιού κατέδειξε τις εργατοώρες, τον κόπο, την κούραση και το άγχος που καταβάλλουν οι θηλυκότητες ώστε να είναι όλα στην εντέλεια. Πράγματα και καταστάσεις, που μέχρι πρότινος, θεωρούνταν πως γίνονται δια μαγείας ή ότι η πραγματοποίηση τους αποτελούσε εύκολη διαδικασία.
Η έλλειψη κοινωνικών δομών, δικτύου και υποδομών, η έμφυλη φροντίδα στις υπάρχουσες, σε συνδυασμό με την ανασφάλιστη εργασία των κατά βάση θηλυκοτήτων στην φροντίδα των ηλικιωμένων ατόμων, κατά την περίοδο απαγόρευσης των μετακινήσεων, κατέδειξε την σημασία και την ανάγκη των θηλυκοτήτων- φροντιστών. Μια κακοπληρωμένη, ανασφάλιστη εργασία, στηριζόμενη ως επί το πλείστον, σε μετανάστριες και θηλυκότητες των χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων.
Η ακραία αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο της καραντίνας κατέδειξε αφενός πως τα φαινόμενα βίας βρίσκονται σε έξαρση σε περιόδους κρίσης, αλλά κυρίως, ότι η βασική αιτία της εμφάνισής τους είναι η ίδια η πατριαρχία. Η έλλειψη κοινωνικών δομών για τις κακοποιημένες και η οικονομική επισφάλεια, ανάγκασαν χιλιάδες γυναίκες στον κόσμο να παραμείνουν φυλακισμένες με τους κακοποιητές τους. Η μη συμμόρφωση με τους ρόλους της έμφυλης κανονικότητας, η ανεξαρτησία μας, η απώλεια του ελέγχου πάνω στα σώματά μας, τις κοινωνικές μας συναναστροφές και την καθημερινότητά μας οδήγησαν στα ακραία υψηλά ποσοστά γυναικοκτονιών που ακολούθησαν μετά την άρση των μέτρων.
Ανάλογες συνέπειες, με έξαρση των κρουσμάτων βίας βλέπουμε σε περιόδους κρίσης. Οι συγγραφείς στην σελίδα 44 αναφέρουν ότι αυτή η έμφυλη βία, συχνά πυροδοτούμενη από το αλκοόλ, τη ντροπή και το άγχος της διατήρησης της κυριαρχίας, απαντά σε κάθε περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οξύνεται και γενικεύεται ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Σε τέτοιες περιόδους, όταν το άγχος για την κοινωνική θέση, η οικονομική επισφάλεια και η πολιτική αβεβαιότητα θεριεύει, φαίνεται να κλονίζεται επίσης και η έμφυλη βία. Πράγματι, η διατάραξη αυτής της «ισορροπίας» που έχει επιβάλει το αντρικό φύλο πάνω στα σώματα μας, κλονίζεται κάθε φορά, που κλονίζεται η ίδια η θέση ισχύος τους ή η αρρενωπότητά τους. Η έξαρση της βίας πυροδοτείται από την έκρηξη των κοινωνικο-οικονομικών κρίσεων, αλλά πηγάζει από την ίδια τη πατριαρχία. Από την δύναμη που αντλούν να επιβάλλονται στα σώματα και στις ζωές μας. Αλλά, όχι μόνο. Η έμφυλη βία, όπως περιγράφεται στο μανιφέστο, δεν έχει μόνο τη μορφή της ιδιωτικής. Η εξουσία στα σώματά μας επιβάλλεται στον καπιταλισμό από τους εργοδότες μας, τους προϊσταμένους μας, τους κατακτητές και οποιοδήποτε άλλον είναι σε θέση να επιβάλλει οικονομική ή πολιτική ισχύ ή που κρατάει την ελευθερία μας στα χέρια του. Ο καπιταλισμός δίνει δύναμη στους λίγους που βρίσκονται ψηλά, να υποτάσσουν, να καταπιέζουν και να εκμεταλλεύονται με οποιοδήποτε τρόπο, τους πολλούς, που βρίσκονται από κάτω.
Και εάν η γυναίκα κατάφερε να βγει στον εργασιακό στίβο και να κερδίσει εν μέρει την ανεξαρτητοποίηση της, οι όροι με τους οποίους παίζουμε δεν είναι ισότιμοι. Η έμφυλη βία στην εργασία, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, ο σεξισμός και η κοινωνική αναπαραγωγή είναι μερικά από τα εμπόδια, τα οποία οφείλει να υπερπηδήσει μία γυναίκα, για να καταφέρει να ανελιχθεί στο εργασιακό της πεδίο. Το δίλλημα καριέρα ή οικογένεια, η εξωτερική πίεση να αποκτήσεις παιδιά, η επιβολή τύψεων για την επιλογή σου να μην γεννήσεις, οι απολύσεις σε περίπτωση εγκυμοσύνης, οι σεξουαλικές κακοποιήσεις σε χώρους εργασίας, οι έμφυλες διακρίσεις, αλλά και η διατήρηση της ταυτόχρονης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, με το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας του σπιτιού να πέφτει στις πλάτες των γυναικών, είναι μερικά από τα φορτία που κουβαλάμε.
Όσο ο καπιταλισμός αναθέτει σε συντριπτικό ποσοστό την αναπαραγωγική εργασία στις γυναίκες λένε οι συγγραφείς, τόσο περιορίζει τη δυνατότητά μας να συμμετέχουμε πλήρως, ως ισότιμα μέλη, στον κόσμο της παραγωγικής εργασίας. Η αντίφαση ωστόσο του καπιταλιστικού – πατριαρχικού συστήματος είναι ότι, όσο η κοινωνική αναπαραγωγή στηρίζεται κατά βάση στις θηλυκότητες και ταυτόχρονα το κράτος μειώνει τις κοινωνικές παροχές και τις υποδομές για την στήριξή της, τόσο μειώνεται η ήδη υπάρχουσα παραγωγική δύναμη των γυναικών, που σε κάθε περίπτωση, αποτελεί γρανάζι του ίδιου του συστήματος. Με λίγα λόγια, ο έμφυλος καταμερισμός της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι μια μορφή απλήρωτης εργασίας, η οποία βολεύει το κεφαλαίο, να αποκτά με ελάχιστους πόρους εργατικό δυναμικό, ενώ την ίδια στιγμή, μειώνει την παραγωγικότητα και εξουθενώνει σε μεγάλο βαθμό, αυτές στις οποίες το έχει αναθέσει.
Στον αντίποδα, ο φιλελεύθερος φεμινισμός ταυτίζει αυτήν την ατομική ανέλιξη των γυναικών με την πλήρη ανεξαρτησία και την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Αντίθετα με τον νεοφιλελεύθερο αυτό φεμινισμό, που στηρίζει την ατομική ανέλιξη μιας μικρής μερίδας γυναικών στην ιεραρχία της εξουσίας, ο φεμινισμός για το 99% απευθύνεται στην πλειονότητα της εργατικής τάξης. Και αυτή είναι η βασική διαφορά τους. Όσο ο φιλελεύθερος φεμινισμός, ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι των συνολικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών ή ακόμα και απολιτίκ πεποιθήσεων, που αντιμάχονται τους μαζικούς αγώνες και την προάσπιση των δικαιωμάτων μιας πλατιάς μάζας, ο φεμινισμός για το 99% συσπειρώνει τα ευρύτερα μαζικά κινήματα, προσπαθεί να μειώσει τις ανισότητες εις βάρος των γυναικών, την καταπίεση που δέχεται η εργατική τάξη και να εκπροσωπήσει το συντριπτικό κομμάτι της κοινωνίας, που αποτελεί την παραγωγική της δύναμη. Η πλήρης σύνδεση της ατομικής ανέλιξης, με την καταπίεση των «από κάτω», των μη προνομιούχων, των ήδη καταπιεσμένων, δεν μπορεί να περιλαμβάνεται και να ενσωματώνεται σε έναν μαζικό, φεμινισμό.
Και αυτό είναι που προσπαθεί να περιγράψει ο φεμινισμός για το 99%. Ότι η ανάγκη σύνδεσης και συμπόρευσης όλων των αντικαπιταλιστικών, λοατκι, μαύρων, οικολογικών, εργατικών κινημάτων κάτω από την ομπρέλα ενός μαζικού, επιδραστικού φεμινιστικού κινήματος είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
* Η Άννα Μαρία Ιατρού είναι εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα και στην έρευνα