Η υλιστική διδασκαλία για τη μεταβολή των καταστάσεων και της εκπαίδευσης ξεχνά πως οι άνθρωποι μεταβάλλουν τις καταστάσεις, πως ο ίδιος ο εκπαιδευτής πρέπει πρώτα να εκπαιδευτεί.
Καρλ Μαρξ
Πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσω πως η έννοια «εφικτός» θεωρώ πως, λόγω της χρήσης της, είναι εξαιρετικά προβληματική. Συνήθως, αξιοποιείται προκειμένου να υποδηλώσει πως «κάτι άλλο» είναι ανέφικτο.
Αυτό αφορά κατεξοχήν τη δεξιά, αλλά όχι μόνο. Ένα πλειοψηφικό, ίσως, ρεύμα της αριστεράς, επίσης, επιδεικνύει την εφικτότητα και τον ρεαλισμό ως μείζον πλεονέκτημα της παρέμβασής του. Σχεδόν το σύνολο της «αριστεράς της διακυβέρνησης» το επικαλείται ως λόγο υποστήριξής της. «Εμείς δεν λέμε μόνο. Κάνουμε». «Δεν μένουμε στα λόγια. Μιλάμε με έργα». Κι άλλα τέτοια.
Έλα, όμως, που το σύνολο, κυριολεκτικά, των μεγάλων κατακτήσεων των κατώτερων τάξεων και των λαών -εργασιακές συνθήκες, μισθοί, δημοκρατία, εθνική αυτοδιάθεση, μεταξύ πολλών άλλων- έχουν επιτευχθεί χωρίς καμιά συμβολή της «διακυβέρνησης». Αν οι δεξιοί ευρωκομμουνιστές λάνσαραν ως πολύ προχωρημένη (!) ιδέα την μεταμόρφωση των ΚΚ σε κόμματα «αγώνα και διακυβέρνησης» -ιδέα, που πολύ, έχει φορεθεί, τελευταία και στα δικά μας μέρη- η ιστορία άλλα λέει. Συνήθως, η αριστερά, όταν κυβερνάει, συνθηκολογεί. Εύκολα από κόμμα διακυβέρνησης γίνεται κόμμα του κράτους. Και το κράτος, για το οποίο μιλώ, δεν είναι το επαναστατικό κράτος -μη κράτος, αλλά το καπιταλιστικό κράτος -κράτος. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, ακόμη κι αν χρειαστεί ένα αληθινά ριζοσπαστικό κόμμα να βρεθεί στην κυβέρνηση, δεν πρέπει ποτέ να γίνει κυβερνητικό κόμμα -κόμμα εξουσίας, που λένε κάποιοι. Και δεν βάζω στη συζήτηση το άστοχο της χρήσης της έννοιας της «διακυβέρνησης» -σημειώνω, απλά, πως ένιοι μεταξύ ημών αξιοποιούν τον Φουκώ μόνο ως εργαλείο μονιμοποίησης στα πανεπιστήμια, που εργάζονται.
Γιατί, λοιπόν, χρησιμοποιώ την λέξη «εφικτός» στον τίτλο; Πρώτα απ’ όλα για να πω όσα προηγήθηκαν. Επιπλέον, όμως, και για να ανταποκριθώ στη γνήσια ανάγκη του κόσμου της αριστεράς να πιστέψει πως η υπέρβαση του καπιταλισμού, ο σοσιαλισμός είναι κάτι που γίνεται. Εδώ, λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε με τη συνήθη πρακτική των αριστερών «κομμάτων εξουσίας» -ας δούμε τι είναι εφικτό κι ας το ακολουθήσουμε- αλλά με το ακριβώς αντίθετο -ας δείξουμε παντού και σε όλες ότι ο σοσιαλισμός όχι μόνο γίνεται, αλλά είναι το μόνο, πλην της βαρβαρότητας, που γίνεται. Όπως σημειώνει κάπου ο Minqi Li, σπουδαίος Κινέζος μαρξιστής αντικαθεστωτικός: Is there any alternative to socialism? -Υπάρχει οποιαδήποτε εναλλακτική στον σοσιαλισμό;
Το βιβλίο, που μας προσφέρουν οι συνήθεις ύποπτες εκδόσεις Νήσος, σε εξαιρετικά ελληνικά του Κυριάκου Μελίδη είναι από τις καλύτερες συλλογές κειμένων αναφορικά με το ζήτημα του σοσιαλισμού, την επικαιρότητα και την «εφικτότητά» του.
Σε όλη την έκταση, έχουμε μια προτεραιοποίηση του ζητήματος της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής καταστροφής πάντοτε, όμως, σε σύνδεση με το κοινωνικό ζήτημα, όχι ως ζήτημα ανισοτήτων, αλλά ως πρόβλημα ακραίας εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού -στην «περιφέρεια» όσο και στο «κέντρο». Αναδεικνύεται, λοιπόν, ανάγλυφα πως η οικολογική «ευαισθησία» ως μεσοστρωματική «ποιότητα» όχι μόνο δεν δείχνει προς την αντιμετώπιση των τεράστιων πλανητικών διακινδυνεύσεων, αλλά είναι και ο βασιλικός, στην κυριολεξία, όμως, δρόμος για την περιβαλλοντική κόλαση. Το ίδιο και τα διάφορα «Νέα Πράσινα Σύμφωνα», που περισσότερο ευνοούν νέα επιχειρηματικά σχέδια -φαραωνικά, πολλές φορές- παρά κάνουν βήματα προς τη λύση του προβλήματος.
Με όλη την επιδεικνυόμενη «ανησυχία» των ελίτ της καπιταλιστικής τάξης -βλ., π.χ., Νταβός- τα μεγάλα ζητήματα δεν είναι στοιχειωδώς αντιμετωπίσιμα, εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το αποκλειστικό κίνητρο του κέρδους και η καταστατική για το σύστημα ανάγκη διαρκούς συσσώρευσης κάνει αδύνατη την θεραπεία, έστω και των συμπτωμάτων.
Επιπλέον, το οποιοδήποτε, προσχηματικό έστω, «πρασίνισμα» γίνεται αποκλειστικά σε βάρος των εργατικών τάξεων και των υποτελών της πλανητικής περιφέρειας. Το βιβλίο παρέχει αδιαμφισβήτητα στοιχεία επ’ αυτού. Στοιχειοθετεί, λοιπόν, την ανάγκη της σύνδεσης στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω: αυτής μεταξύ του εργατικού και του οικολογικού κινήματος, της συμπερίληψης σε ένα ενιαίο σχέδιο του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού ζητήματος, το οποίο αμφισβητεί ριζικά την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και της ζωής ευρύτερα, καθώς και το καταθλιπτικά κυρίαρχο καπιταλιστικό φαντασιακό.
Σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των «πράσινων» κομμάτων, μια αριστερή στρατηγική λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις ταξικές επιπτώσεις των προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εμπλοκή της μεγάλης εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας, η οποία, μπροστά στις ασφυκτικές επιβιοτικές απαιτήσεις, θεωρεί, κάποιες φορές, τα ζητήματα του περιβάλλοντος ως «πολυτελή» για την ίδια. Πολύ περισσότερο, όταν το μεγάλο τμήμα των «ευαίσθητων μεσαίων τάξεων» στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, αλλά και στα ανεπτυγμένα τμήματα των αναδυόμενων οικονομιών, επιδεικνύει έναν απίστευτο σουσουδισμό, μια ακραία συμπεριφορά Μαρίας Αντουανέττας απέναντι στους καθυστερημένους πληβείους.
Χωρίς ένα ηγεμονικό πρόγραμμα συμπερίληψης των τελευταίων, όμως, οποιαδήποτε πορεία προς μια οικολογικά οργανωμένη κοινωνία είναι ασυνάρτητη. Ο δημοκρατικός οικοσοσιαλισμός είναι η μόνη πρόταση, που βγάζει νόημα σχετικά.
Άλλη εκδοχή θα ήταν ο «πράσινος καπιταλισμός», που οδηγεί τη συσσώρευση και προς «πράσινες κατευθύνσεις» -δια της αγοράς και του κέρδους, βεβαίως, μέχρι να πάμε όλοι μαζί άπατοι, έστω κι αν οι πλούσιοι θα βρουν, μεσοπρόθεσμες, έστω, λύσεις για τον εαυτό τους στα σαλέ της Ελβετίας και θα κάνουν θαλάσσιο μπάνιο στις ακτές της Βιέννης.
Ή ο οικο-φασισμός, ο οποίος θεωρεί δεδομένο πως η λύση -δραστική, βεβαίως, μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος- είναι στην εξόντωση του μισού ή των τριών τετάρτων του γήινου πληθυσμού, ώστε να σωθεί η «μητέρα Γη». Η σαρωτική άνοδος της ακροδεξιάς, με κύριο πρόταγμα τις ιδέες της εθνικής, αλλά και κοινωνικής, «προτίμησης», δεν είναι δύσκολο να συνδεθεί με τις οικο-φασιστικές λύσεις.
Η επικρατούσα δομή αισθήματος, για να θυμηθούμε και τον Raymond Williams, με εικόνες συντέλειας, τέλους εποχής, έσχατων καιρών, εύκολα μπορεί να γίνει ευεπίφορη σε ακροδεξιές ή ακροφιλελεύθερες -που είναι πρακτικά το ίδιο- ιδέες. Αν δεν υπάρξει γρήγορα μια πρακτική -να η σωστή λέξη, αντί για εφικτή- που τεκμηριώνει τη δυνατότητα επίλυσης τόσο των κοινωνικών -επιβιοτικών όσο και των οικολογικών ζητημάτων όλα είναι πιθανά στο άμεσο μέλλον.
Το βιβλίο μας δίνει μια εξαιρετική δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω σε αυτά τα μείζονα με ριζικό τρόπο.
Να σκεφτούμε σχετικά με το πρακτικό και αναγκαίο του δημοκρατικού σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας, ο οποίος, μάλιστα, είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερος από την αγορά σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ζητήματα -και όχι μόνο. Να σκεφτούμε την αυτοδιεύθυνση -αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα. Την αναζήτηση των βιωμένων εμπειριών, των εναρκτήριων, ήδη από σήμερα, σχεδίων, των «χερσονήσων κόντρα στο ρεύμα». Δηλαδή, «πολιτικ[ών] στρατηγικ[ών] δράσης, οι οποίες στο πλαίσιο των υπαρχουσών ποιοτήτων των κοινωνικών συνθηκών προσανατολίζονται στην ανάπτυξη άλλων συνθηκών τις οποίες κάνουν ορατές (σελ. 253).
Να σκεφτούμε πάνω στο αναγκαίο ήθος δικαιοσύνης, τον καντιανό «ηθικό νόμο μέσα μας», χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε -ο G. A. Cohen μιλούσε για τον «εκχριστιανισμό» της μαρξιστικής πολιτικής, σχετικά!
Να σκεφτούμε πάνω στις θεματικές, που η επιβολή τους είναι απαραίτητη για την μετασχηματιστική χειραφετητική ηγεμονία -τα «ταξικά πολιτικά θέματα», που λέει ο Ντέρε.
Να σκεφτούμε, πώς, με τα λόγια του Ngai –Ling Sum, θα κερδίσουμε ξανά τους εργάτες και τις εργάτριες διαμορφώνοντας και συγκινησιακές πολιτικές. (σελ. 215)
Να σκεφτούμε, δηλαδή πως γίνεται και πώς γίνεται.