in

Genova Libera

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Στα τέλη του ’90, η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία είχε μια ολοσέλιδη στήλη που συνόρευε με τον “Ιό” και λεγόταν “Ακάλυπτος Χώρος”: την επιμελούνταν ένας αναρχικός — ο Αχιλλέας Φακατσέλης. Ελλείψει, τότε, άλλης ενημέρωσης, εκεί διάβασα πρώτη φορά τι ήταν το Σιάτλ, το Πόρτο Αλέγκρε, η Πράγα– το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.

Σε αντίθεση με την εικόνα που είχα για τις κύριες εκδοχές της Αριστεράς (και την εικόνα που αποκτούσα λίγο αργότερα για ορισμένες δευτερεύουσες…), όλα αυτά μου φαίνονταν μεγάλο πράγμα — κι ας είχαν πολλά ψιλοακατανόητα αρκτικόλεξα: ΠΟΕ, ΔΝΤ, ΠΤ κλπ. Μεγάλο, τόσο που, τελείως ενστικτωδώς, κριτικές του κινήματος από τ’ “αριστερά”, που φιλοξενούσε πάλι η Ελευθεροτυπία –ποιος θυμάται σήμερα την …κατ’ ευφημισμό “Περιεκτική Δημοκρατία” και τον Τάκη Φωτόπουλο;–, μου μύριζαν σχεδόν εξαρχής ναφθαλίνη και ασκήσεις ύφους επί χάρτου. Καθότι …αρτι ενηλικιωθείς, Γένοβα θα πήγαινα, ο κόσμος να χαλούσε.

Το “αντιπαγκοσμιοποιητικό” επικρινόταν για “κοσμοπολιτισμό”, “ρεφορμιστική σούπα”, ακόμα και για “εθνικισμό”. Αν ήταν αυτό που έγινε, όμως, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση, ήταν γιατί, εκτός από την αίγλη των διεθνών κινηματικών συναντήσεων, πατούσε πάνω στις τεράστιες απεργίες για το ασφαλιστικό, στο κίνημα ενάντια στον τρομονόμο, τις φοιτητικές διαδηλώσεις — την πολιτική και κινηματική αντίθεση στον πασοκικό εκσυγχρονισμό, που μετρούσε ήδη τότε αντίστροφα ως την ήττα. Στο κλίμα εκείνο συγκροτούνταν το 2001 ο Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς — προοίμιο της αριστερής στροφής του ΣΥΝ και πρόπλασμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και στο ίδιο κλίμα, πολλοί από τους μέχρι τότε υπεραριστερούς κριτικούς του κινήματος αποφάσιζαν, έστω την τελευταία στιγμή, να μη μείνουν εκτός νυμφώνος.
***
Μετά από 36 ώρες ταξίδι (τις 12 υπό καταρρακτώδη βροχή), τρία πούλμαν λιγότερα, και προμήθειες από τα Autogrill κτηθείσες κινηματικώ δικαίω, φτάσαμε στο λασπερό καμπ της Οδού των Κυκλαμίνων, συζητώντας για τη συναυλία του Μανού Τσάο που είχαμε χάσει. Το πρωί οι φήμες έλεγαν πως ο Μπερλουσκόνι είχε παραγγείλει “νεκροσακούλες για τους κομμουνιστές”: λίγες μέρες πριν, στη διαδήλωση του Γκέτεμποργκ, ένας διαδηλωτής είχε τραυματιστεί σοβαρά από την αστυνομία. Και τα δύο αυτά μαζί, όσο να πεις, σου έκοβαν τα πόδια.

Βρήκαμε τους δικούς μας στο γήπεδο Καρλίνι και φτιάξαμε το μπλοκ της Πολιτικής Ανυπακοής: Tute Bianche και Κομμουνιστική Επανίδρυση από την Ιταλία, Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα από τη Γαλλία, Δίκτυο-ΔΕΑ-ΑΚΟΑ και Ν. ΣΥΝ από εδώ. Διασταυρωθήκαμε με το μπλακ-μπλοκ –το Μωβ νομίζω δεν το βρήκαμε στο δρόμο μας– και περπατήσαμε πολλές ώρες, σε μια πανέμορφη άγνωστη πόλη, που η μισή μας υποδεχόταν με συνθήματα (“Ge-no-va Li-be-ra”) και νερό, είδος εν ανεπαρκεία, ενώ η άλλη μισή κατέβαζε τα στόρια, μη περνώντας καθόλου ευχάριστα (Κάποιος είπε –ή μήπως το είδα;– ότι στον τοίχο ενός βενζινάδικου, εμφανώς ταλαιπωρημένου από την κινηματική οργή, κάποιος έγραψε με σπρέι “ΠΑΟΚ”…).

Τα ελικόπτερα της αστυνομίας πετούσαν δακρυγόνα, η δολοφονία του Κάρλο ήταν αφόρητη, και το πώς θα την απαντούσε το κίνημα γινόταν αιτία μεγάλου καυγά. Οι συνάδελφοι του μπάτσου Πλακάνικα, που δολοφόνησε τον Τζουλιάνι, αιματοκύλισαν το χώρο που στέγαζε το γραφείο Τύπου του Φόρουμ της Γένοβας — κι όπως μάθαμε αργότερα, από ερώτηση του τότε Συνασπισμού, η ΕΥΠ φρόντισε να προμηθευτεί τους καταλόγους με τους περίπου 3.000 συμμετέχοντες από την Ελλάδα. Όπως έλεγε, όμως, το ωραίο πλακάτ εκείνων των ημερών, “Όσο εσείς κάνετε σχέδια, εμείς γράφουμε ιστορία”: η μεγάλη διαδήλωση του Σαββάτου ήταν μια θαυμάσια διεθνιστική γιορτή, που καταξίωνε το κίνημα ως υπολογίσιμο αντίπαλο της διεθνούς καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Μ’ αυτή την αίγλη πορευτήκαμε ως την 11η Σεπτεμβρίου, που κόντεψε να αλλάξει τα πάντα. Και μ’ αυτή τη δυναμική το κίνημα έκανε επίδειξη δύναμης στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ της Φλωρεντίας, με ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στην αντιπολεμική διαδήλωση της 9ης Νοέμβρη 2002, και τον Μπερτινότι να φωνάζει “η Κεντροαριστερά πέθανε”.
***
Στα χρόνια που ακολούθησαν φάνηκαν τα όρια του κινήματος: η εργαλειακή αντιμετώπισή του από κόμματα και κομματίδια, η δύσκολη σχέση εθνικού-διεθνικού αγώνα — και, κυρίως, η ανθεκτικότητα της Κεντροαριστεράς, ιδίως στη χώρα όπου αναγγέλθηκε κάπως βιαστικά ο θάνατός της: η “ιταλοποίηση”, που έγινε και δική μας μοίρα, έχει τις ρίζες της στη στήριξη της κυβέρνησης Πρόντι από την Επανίδρυση, που διέλυσε την ιταλική Αριστερά.

Μετά το Φόρουμ της Αθήνας, το “πνεύμα των Φόρουμ” (των …”φόρα”, για τους αφόρητα σχολαστικούς) ατόνησε: δεν μπορείς να μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι άπειρες φορές — και τη σκυτάλη έπαιρναν πια οι καταλήψεις, η εξέγερση, οι αγώνες μέσα στην κρίση. Το αθηναϊκό Alter Summitt, του 2013, ήταν η υπόμνηση πως δύσκολα θα μπορούσαμε να ξαναφτιάξουμε κάτι τόσο διεθνές και τόσο μεγάλο — κι ας το είχαμε μεγάλη ανάγκη το 2015.

Ο κύκλος είχε κλείσει. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ονομάτισαν τον καπιταλισμό ως αντίπαλο, διάβασαν, έφτιαξαν σχέσεις, ακύρωσαν συνόδους, επιτέθηκαν στα σύμβολα της καπιταλιστικής κυριαρχίας, διαδήλωσαν με αυτοπεποίθηση πως “ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα αποφαινόταν ότι η Ιταλία ευθύνεται για βασανιστήρια,, εννοώντας τη δράση της αστυνομίας στο σχολείο Αρμάντο Ντίαζ, τη νύχτα της 21ης Ιουλίου, όταν η σύνοδος των G8 είχε ουσιαστικά τελειώσει. Με αρχή τη Γένοβα, η γενιά μας έγινε η πιο προικισμένη σε κινηματικές εμπειρίες μετά απ’ αυτή της Μεταπολίτευσης. Και ήταν έκτοτε που κάποιοι, πολλές και πολλοί, ξανάρχισαν (ή πρωτοάρχισαν) να φωνάζουν “ε βίβα ιλ κομουνίσμο ε λα λιμπερτά”. Ιλ κομουνίσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

10 Χρόνια από τις πλατείες: Υπάρχει ακόμα χώρος για μια νέα ριζοσπαστική ελπίδα;

Ο πόλεμος εναντίων των μεταναστ(ρι)ών καλά κρατεί…