Τον Απρίλη του 2022 η Γαλλία κλήθηκε έπειτα από 5 χρόνια να επιλέξει για μια ακόμα φορά μεταξύ του νεοφιλελεύθερου Εμμανουέλ Μακρόν και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Έχοντας συγκεντρώσει, σύμφωνα με το Συνταγματικό Συμβούλιο, οι δύο υποψήφιοι στον πρώτο γύρο αντίστοιχα ποσοστό 27.84% και 23,15% της γαλλικής ψήφου, άφησαν πίσω τους άλλους υποψηφίους (Μελανσόν 21,95%, Ερίκ Ζεμμούρ 7,07%, Βαλερί Πεκρές 4,78%, Yannick Jadot 4,63%, Jean Lassalle 3,13%) περνώντας έτσι στο δεύτερο γύρο.
Το προεκλογικό ντιμπέιτ της Τετάρτης 20 Απριλίου το παρακολούθησαν περίπου 15 εκατομμύρια τηλεθεατές, ένα ιστορικό χαμηλό ανάμεσα σε όλα τα προεκλογικά ντιμπέιτ της τελευταίας εικοσαετίας, ενδεικτικό της τεράστιας αποχής η οποία έφτασε στο ιστορικό υψηλό 26,31% σε σύνολο 48,7 εκατομμυρίων εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (3 εκατομμύρια ψήφοι παραπάνω από τις ψήφους στον Μακρόν).
Πολλά μπορεί κανείς να σχολιάσει για το γαλλικό εκλογικό σύστημα. Ωστόσο, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο πριν από το δεύτερο γύρο: οι διάφορες «εκδοχές» της αριστεράς της Γαλλίας καλούνταν εντελώς εκβιαστικά «να σώσουν την κατάσταση» ψηφίζοντας Μακρόν στο δεύτερο γύρο, για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη επικράτηση της ακροδεξιάς Λεπέν, η οποία έμοιαζε πιο πιθανή από ποτέ.
Καλούνταν δηλαδή να ψηφίσουν για τη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, την περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας ή, ακόμα, καλούνταν να ψηφίσουν, όπως αναφέρουν τα εκλογικά φυλλάδια του LREM («η Δημοκρατία Εμπρός» – La République En Marche – LREM), για την «ασφάλεια των πολιτών», για το «διπλασιασμό της αστυνομίας στους δρόμους, στην επαρχία και στις πόλεις», «ενάντια στα κινήματα τα οποία βάζουν την ταυτότητα τους επάνω από το κοσμικό κράτος και την έννοια του πολίτη».
Δεν αρκούν μερικές παράγραφοι, για να περιγράψει κανείς το όνειδος μιας διακυβέρνησης από έναν απολυταρχικό Πρόεδρο στο ήδη συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. H διάλυση του κοινωνικού κράτους σε όλα τα επίπεδα, η εντατικοποίηση των απελάσεων, η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής από τους βουλευτές του, τα ακρωτηριασμένα Κίτρινα Γιλέκα, το ξύλο στους φοιτητές και τις φοιτήτριες, το ξύλο στις νοσηλεύτριες, ο πράσινος καπιταλισμός είναι μόνο μερικά από μια σειρά γεγονότων και πράξεων χαραγμένων στο καθημερινό βίωμα μιας βαρβαρότητας που έκανε τον Μακρόν μισητό σε ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας. Έχοντας εκλεγεί με ένα ποσοστό 66.1% στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2017 ο Μακρόν, μιντιακό δημιούργημα μιας συντονισμένης προσπάθειας δημιουργίας αναχώματος στη Λεπέν, εξασφάλισε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία του επέτρεψε τη θεαματική ενίσχυση της καταστολής, της ψηφιακής επιτήρησης, του αυταρχισμού και της υπεροψίας απέναντι σε οτιδήποτε στάθηκε εμπόδιο μπροστά του. Έχοντας πάρει τη στήριξη από το συρρικνωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Ολάντ (PS) ο Μακρόν υπήρξε ο θερμότερος υποστηρικτής του νόμου El Khomri (2016), ψηφισμένου επί Φρανσουά Ολάντ, που οδηγεί στη σημερινή εργασιακή υποτέλεια. Σε ακολουθία αυτών των νόμων ο Μακρόν πρότεινε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού (σύνταξη στα 64-67). Όμως ο νόμος αυτός συνάντησε σθεναρή απεργιακή αντίσταση στις αρχές του 2020 και «πάγωσε» κατά τη διάρκεια των πρώτων λοκντάουν της πανδημίας. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022 η εμπειρία της εκλογής του 2017 οδήγησε στη συσπείρωση γύρω από τον «ακροαριστερό» (σύμφωνα με τα ΜΜΕ, πλην όμως σοσιαλδημοκράτη), Μελανσόν, υποστηρικτή μιας «πληθυντικής αριστεράς», ως μια προσπάθεια να αποφευχθεί ένας δεύτερος γύρος μεταξύ Μακρόν και Λεπέν.
Μετά από μια πενταετία αγώνων ενάντια στην πολιτική του Μακρόν, οι αριστεροί και οι αριστερές της Γαλλίας κλήθηκαν ξανά – εν όψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών – να αναχαιτίσουν την αντιδραστική, ξενοφοβική, συντηρητική πολιτική της Λεπέν, αλλά και τον πρωτοφασίστα Ερίκ Ζεμμούρ, την ακροδεξιά Πεκρές και άλλους υποψηφίους που αναμενόταν να τροφοδοτήσουν με ψήφους τη Λεπέν. Από τη μια μεριά η επιλογή για μπλοκάρισμα της Λεπέν οδηγούσε σε επιλογή του απολυταρχικού Μακρόν που έφερε την Γαλλία στην τωρινή κατάσταση. Από την άλλη μεριά η αποχή ήταν ρίσκο για μια ενδεχόμενη προεδρία της Λεπέν και το ζοφερό μέλλον που ετοίμαζε, αρχής γενομένης από τις μειονότητες.
Ο φιλελεύθερος και ευρωπαϊστής Μακρόν υποτίθεται ότι θα προστάτευε τη Γαλλία από τις περιπέτειες στις οποίες θα μας έβαζε η Μαρίν Λεπέν. Αντί γι’ αυτό επί της προεδρίας του εγκαταστάθηκε ένας παραδοσιακός ακροδεξιός λόγος. Έτσι, οι διεκδικήσεις των μειονοτήτων βαφτίστηκαν ως «ακραίος ισλαμισμός» ή «ισλαμοαριστερά», οι καταλήψεις στέγης ως «δημόσιος κίνδυνος», οι αντιφασιστικές πορείες ως «αμφισβήτηση του κοσμικού κράτους», τα Κίτρινα Γιλέκα ως «τρομοκράτες», οι διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομική βία ως «υποκίνηση βίας». Μέσα στην εβδομάδα των εκλογών τα Πανεπιστήμια που τελούσαν υπό κατάληψη δέχτηκαν επίθεση από φασιστικές ομάδες με την ανοχή της αστυνομίας, ενώ η προωθητική και θαρραλέα κατάληψη της Σορβόννης στο κέντρο του Παρισιού πνίγηκε στα δακρυγόνα. Η Σορβόννη εκκενώθηκε βίαια και για όλα αυτά τα μίντια εσιώπησαν εντελώς. Μια πιθανή εκλογή της Λεπέν θα σήμαινε άκρα συντηρητικοποίηση και εκφασισμό της Γαλλίας, σε ένα ήδη προετοιμασμένο περιβάλλον από τον Μακρόν. Η Λεπέν είχε «απαλύνει» τις ακροδεξιές γραμμές της για χάρη της προεκλογικής εκστρατείας, όμως επανήλθε λίγες μέρες πριν τις εκλογές θέτοντας ζητήματα απελάσεων και επαναφοράς της θανατικής ποινής. Η Λεπέν θα προσπαθούσε να κυβερνήσει με δημοψηφίσματα έχοντας από πριν επενδύσει στην τόνωση των πιο αντιδραστικών (μικρο)αστικών αντιλήψεων, θα προσπαθούσε να καταργήσει τις αμβλώσεις, θα απέλαυνε μετανάστες με ή χωρίς χαρτιά (έκανε ήδη ρητή αναφορά στους Αλγερινούς), θα αυστηροποιούσε την ήδη αυστηρή σχολική ιεραρχία, θα καθιστούσε τη Γαλλία κέντρο των «alt right» δικτύων της Ευρώπης. Θα το έκανε αυτό πατώντας στους νόμους που ψήφισε το LREM του Μακρόν, όπως έκανε και ο ίδιος με τους νόμους που ψήφισε το Σοσιαλιστικό κόμμα του Ολάντ.
Στο εκβιαστικό δίλημμα Μακρόν ή Λεπέν η Γαλλία έδωσε απάντηση ψηφίζοντας τον Μακρόν με ποσοστό 58,54%, έναντι 41,46 % της Λεπέν. Επομένως, από δω και πέρα μοναδική διέξοδος θα είναι η από τη λαϊκή βάση οργάνωση των (πάσης μορφής) αγώνων μέσω της δημιουργίας δικτύων κοινωνικής και ταξικής αλληλεγγύης, η οργάνωση στο δρόμο, στην εργασία, στις γειτονιές. Η επόμενη μέρα θα είναι κρίσιμη και εμείς θα είμαστε στους δρόμους, για να αντικρούσουμε τη γενικευμένη επίθεση που δεχόμαστε και θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε όσο ο εκφασισμένος καπιταλισμός συνεχίζει απρόσκοπτα την κυριαρχία του.