Αυτή η εβδομάδα είχε ευχάριστες εκπλήξεις στις αίθουσες. Μία απ΄αυτές ήταν το ευαίσθητο σκηνοθετικό ντεμπούτο των Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουίγ, “Gagarine”. Είχε προγραμματιστεί να προβληθεί στο Φεστιβάλ των Καννών το 2020 που τελικά ματαιώθηκε, έκανε εξαιρετική εντύπωση στις Νύχτες Πρεμιέρας της ίδιας χρονιάς και τώρα κυκλοφορεί για το ευρύ κοινό. Το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει στον Γιούρι Γκάγκαριν. Ακριβώς μέσω αυτή της τεράστιας προσωπικότητας με πλάνα από τα εγκαίνια του ομώνυμου συμπλέγματος εργατικών κατοικιών, που αρχικά προορίζονταν για εργάτες του Κομμουνιστικού κόμματος γίνεται η σύνδεση στην αφετηρία.
Στην περίπτωση έχουμε ταυτόχρονα μία μεταφορά, μία αλληγορία που ακουμπούν σε ένα πραγματικό γεγονός και εκμεταλλεύονται τον χώρο σε απόλυτο βαθμό, αλλά δεν μένουν εκεί, χρωματίζουν τα γεγονότα, αγγίζουν το μεταφυσικό και δημιουργούν συνολικά ένα πολύ θελκτικό για τον θεατή αποτέλεσμα. Στο κέντρο της αφήγησης ο νεαρός Γιούρι. Αφρικανικής καταγωγής, μεγάλωσε στο Γκάγκαριν κι είναι συναισθηματικά δεμένος με το κτίριο, καθώς δεν έχει κανένα άλλο σημείο αναφοράς στη ζωή του. Ορφανός από πατέρα, προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση με την μητέρα του που ουσιαστικά τον εγκατέλειψε. Δε χάνει όμως σε κανένα σημείο τη δύναμη για ζωή.
Πασχίζει με την παιδική του αφέλεια να ανατρέψει την ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης για γκρέμισμα του συγκροτήματος. Η εφευρετικότητά του σπάνια, τα χέρια του πιάνουν, το μυαλό του λειτουργεί χωρίς να έχει το απαραίτητο υπόβαθρο γνώσεων σε υψηλό επίπεδο. Συμπαραστάτες του o φίλος Χουσάμ που η σχέση τους δοκιμάζεται σε διάφορα στάδια κι η Ντιάνα από τον γειτονικό συνοικισμό των Ρομά. Με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στην Ελλάδα, η ταινία αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα για την πατρίδα μας. Οικουμενικά αγγίζει το σήμερα έτσι κι αλλιώς, καθώς εδώ ένας νεαρός ονειρεύεται να φτάσει στα αστέρια, την ίδια ώρα που Τζεφ Μπέζος και Ίλον Μασκ πηγαίνουν εκεί για “αναψυχή” κι ευχαριστούν δημόσια τους πελάτες τους.
Η πόλη του Φωτός, το Παρίσι κρύβει σκοτάδι στα υποβαθμισμένα προάστιά της. Θυμάμαι τους “Άθλιους” του Λατζ Λι, πολύ περισσότερο το “Dheepan” του Ζακ Οντιάρ, ενώ αν σκεφτούμε την Μεσόγειο ως μία ενιαία περιοχή που έρχεται αντιμέτωπη με τεράστια μεταναστευτικά κύματα μπορούμε να ανατρέξουμε στα “Mediterranea” και “Α Ciambra” του Τζόνας Καρπινιάνο. Οι άνθρωποι ποτίζονται με μίσος. Δεν ανέχονται το διαφορετικό. Κάνουν διακρίσεις με βάση το χρώμα. Αυτή η περιθωριοποίηση έχει ως συνέπεια τη διαίρεση της κοινωνίας. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα άνθρωποι “διέπονται” από αλληλεγγύη και σεβασμό προς αυτόν που έχει ανάγκη.
Μεγάλος πρωταγωνιστής και παράλληλα αποκάλυψη του φιλμ ο Αλσενί Μπαθιλί. Άλλες φορές μοιάζει τόσο μικρός κι άλλες τόσο ώριμος. Κρατάει κάτω από αντίξοες συνθήκες ζωντανή τη φαντασία και μαζί την ελπίδα. Βιώνει όμως την ίδια στιγμή ένα προσωπικό δράμα, το οποίο προσπαθεί να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο χωρίς να τον διαλύσει. Όταν τα φώτα όμως κλείνουν αργά το βράδυ και υπάρχει χρόνος να σκεφτείς οι πληγές πονάνε. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο και το έργο είναι σπουδαίο. Ακροβατεί σε πολλά επίπεδα και διαρκεί μόλις 98΄.
Πού πηγαίνει ο κόσμος; Πού πηγαίνει η αριστερά (ενδεχομένως) που φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό της; Ένα βιωματικό φιλμ για το σκηνοθετικό δίδυμο που γνωρίζει καλά την πολύπλευρη αξία και τον ρόλο του Gagarine στο πέρασμα των χρόνων. Για τη σημασία της οικογένειας, της συλλογικότητας, της ομάδας. Για τον αυθορμητισμό και την τόλμη των νέων. Για την υστεροφημία ενός σημείου αναφοράς που δεν πρέπει να σβήσει από την μνήμη παρά την κατάρρευση του. Κάτι σαν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.