3.885.000 άνθρωποι στην Ελλάδα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερούνται υλικών αγαθών ή ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Ποσοστό 39,5% του πληθυσμού δεν μπορεί να πληρώσει λογαριασμούς ενώ κάνοντας εκπτώσεις ακόμη και στη διατροφή. Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στη νέα και αναθεωρημένη έκθεση -με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2015- της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση:
Ποσοστό 42,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας με το εισόδημά του να είναι χαμηλότερο από το κατώφλι της φτώχειας. Στην έναρξη της οικονομικής κρίσης, το 2009 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 16,4% οπότε και άρχισε να αυξάνεται σταδιακά.
Το ποσοστό των ατόμων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά ή ακόμη και στερούνται λόγω οικονομικής αδυναμίας βασικά αγαθά (φαγητό, θέρμανση, πληρωμή λογαριασμών κ.α.) ανέρχεται στο 39,5% του πληθυσμού έναντι 23% το 2009. Μια τρομαχτική αύξηση της τάξεως του 160,4% στα χρόνια που κλιμακώθηκαν οι πολιτικές λιτότητας μέσα από τα προγράμματα των Μνημονίων.
Δημογραφικά στοιχεία
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2014 καταγράφηκαν 92.148 γεννήσεις όταν στην έναρξη της κρίσης το 2009 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 117.933. την ίδια στιγμή, μικρή αύξηση παρουσιάζει η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση, με τις ελληνίδες να αποκτούν το πρώτο πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 31 ετών, ενώ ο δείκτης ολικής γονιμότητας (ο μέσος όρος παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της) στο 1,3.
Κατακόρυφη αύξηση παρουσιάζει και ο αριθμός του γεροντικού πληθυσμού στην Ελλάδα, με τον δείκτη γήρανσης το 2014 να ανήλθε στο 141,8 (η αναλογία του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον ηλικιακά νεότερο: έως 14 ετών).Αύξηση παρουσιάζει και ο δείκτης θνησιμότητας στο 10,4 (οι θάνατοι ανά πληθυσμό 1.000 κατοίκων).
Υγεία
Μειώνεται χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός της χώρας με «πολύ καλή» κατάσταση υγείας ενώ αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων με χρόνια προβλήματα υγείας. Ενδεικτικά το 2014, «πολύ καλή» υγεία είχε ποσοστό 44,8% έναντι 51,3% το 2009, «καλή» το 28,8% έναντι 24,2% το 2009, «κακή» και «πολύ κακή» 10,7% έναντι 9,7%.
Την ίδια περίοδο, χρόνια προβλήματα υγείας παρουσιάζει ποσοστό 23,9% του πληθυσμού έναντι 22% το 2009. Μάλιστα ποσοστό 23,9% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει «πολύ μεγάλο» ή «μεγάλο» περιορισμό των συνήθων δραστηριοτήτων λόγω υγείας έναντι 18,7% το 2009.
Ανησυχητικό είναι και το στοιχείο της έκθεσης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων με ανάγκες για ιατρικές εξετάσεις ή θεραπείες για διάφορους λόγους (οικονομική δυνατότητα, λίστες αναμονής, μεγάλη απόσταση κλπ). Ειδικότερα, το 2014 ποσοστό 12,7% του πληθυσμού της χώρας έμεινε χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έναντι ποσοστού 4,1% το 2009.