Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Πού πηγαίνει η μεταπολίτευση; Κλιματική, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία στην εποχή των κρίσεων, Πόλις, σελ. 140, 2023
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος απαντάει στο ερώτημα του τίτλου αρνητικά. Στην εισαγωγή του βιβλίου υποστηρίζει ότι «[δ]εν είμαστε θύματα κακής τύχης». Άρα; Τίνος πράγματος το όνομα είναι η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία;
Θα πω, λοιπόν, εξαρχής, πως πρόκειται για έναν καπιταλισμό, όπου, επί πενήντα χρόνια, ασκούνται διάφοροι πειραματιζόμενοι με τα όρια αντοχής των κατώτερων τάξεων. Θα έλεγα, ότι όροι, όπως ορντομητσοτακισμός ή ορντοσημιτισμός, δεν αποτελούν υπερβολές.
Η οικογένεια Μητσοτάκη αποτέλεσε το σημαιοφόρο του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα, συνεχίζοντας μια παράδοση δεξιάς μισανθρωπίας ισχυρά εγκατεστημένης στην χώρα από το κράτος των εθνικοφρόνων και τους κυνηγούς κεφαλών, που αποτέλεσαν την ηγεσία του. Θυμάμαι ακόμα, μικρό παιδί, τον γέρο Καραμανλή να εξηγεί, ενόψει των μέτρων λιτότητας του 1979, πως και για τους φτωχούς υπάρχει κρέας να πάρουν και είναι η… λάπα! Πενήντα χρόνια μετά, το, υπό καθεστώς διατροφικής κοινοκτημοσύνης, τοστ δηλώνει τη συνέχεια του καθεστώτος.
Από την άλλη, ο «εκσυγχρονισμός» μας συστήθηκε ως εισηγητής της απασχολησιμότητας, ενώ η περίοδος διακυβέρνησης του Σημίτη έσπασε πανευρωπαϊκό ρεκόρ ιδιωτικοποιήσεων. Είναι, μάλιστα, τόση η προπέτεια τους που τα εξαπτέρυγά του συνεχίζουν να διαφημίζουν πόσο καλό μας έκανε, π.χ., η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, ενώ έχουμε τη χειρότερη με διαφορά συνδεσιμότητα και ταχύτητα στην ΕΕ. Στην υπόλοιπη ΕΕ, βλέπετε, οι τηλεπικοινωνίες είναι σχεδόν παντού δημόσιες.
Η καθεστωτική συνέχεια της περιόδου προσωποποιείται, με τον πιο σαφή και ευκρινή τρόπο, στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα όπου νεοφασίστες, εκσυγχρονιστές -εκτελεστές οροθετικών γυναικών και θατσεριστές φτιάχνουν τη «Νέα Ελλάδα».
Η συνέργεια, άλλωστε, όλου αυτού του εσμού στα χρόνια των Μνημονίων και του μαχόμενου «ευρωπαϊσμού» ολοκλήρωσε τη συνθήκη της γενιάς των 700 ευρώ, που προηγήθηκε, κατά πολύ, της κρίσης και έκανε την εργοδοτική δικτατορία το αληθινό πολίτευμα της χώρας.
Ο μικρός τόμος, που επιμελήθηκε ο Χριστόπουλος, συμβάλλει στον αναγκαίο σχετικό προβληματισμό, αν και δεν δίνει το ίδιο «όνομα» με εμένα στην κατάσταση.
Αναλύοντας οι συντελεστές του τόμου διαφορετικές πλευρές της κοινωνίας και του κράτους μας -κλιματική κρίση, δημοκρατία, δικαιώματα, ασφάλεια και «ασφάλεια», δικαστική εξουσία και ταξικότητα, κοινωνικό κράτος, ελληνική οικονομία,…, οριοθετούν μια συζήτηση που είναι και θα είναι διαρκώς -και όλο και περισσότερο- αναγκαία.
Η περιγραφή της κυβερνητικής ασυδοσίας, από τις οικονομικές δοσοληψίες πέραν συχνά ακόμη και της τυπικής νομιμότητας, μέχρι την μετωπική αντιπαράθεση με τις ανεξάρτητες αρχές, τις τόσο χιλιοτραγουδισμένες από τους ίδιους του νεοφιλελεύθερους, και από τον ολοκληρωτικό έλεγχο της πληροφόρησης μέχρι τον εκτεταμένο χύδην ορμπανισμό, μας δίνει τη δυνατότητα να συνοψίσουμε στοιχεία μιας βιωμένης δυστοπίας, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο κανονική. Και, όλο και περισσότερο αποδεκτή ως τέτοια. Οι ματαιώσεις μετά το 2015 και η έμπρακτη αποδοχή της ΤΙΝΑ από τις κυβερνήσεις του Τσίπρα, νομίζω, έπαιξαν μεγάλο ρόλο σε αυτό. Στη βάση αυτών ανασυντάχθηκε και επανέκαμψε βίαια μια Δεξιά εντελώς απαξιωμένη. Πολλά από όσα συμβαίνουν σήμερα είναι τα επίχειρα των αρνητικών προσδοκιών, που διαμορφώθηκαν στην ελληνική κοινωνία από την οικτρή κατάληξη της ελπίδας «που δεν ήλθε».
Είναι πιθανό οι συγγραφείς του τόμου να μην μοιράζονται αυτές τις απόψεις. Νομίζω, όμως, ότι άρρητα τα κείμενά τους προσφέρουν στο προηγούμενο επιχείρημά μου.
Η επισήμανση, για παράδειγμα, της Θεοδότας Νάντσου σχετικά με την αναγκαιότητα πλήρους απόρριψης των εξορύξεων στην ανατολική Μεσόγειο είναι ενδεικτική. Για να μην αναφερθώ στην εξωτερική πολιτική και τους εξοπλισμούς ή τον φράκτη και τη σχέση με την Εκκλησία και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι η σημερινή ΝΔ αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη τομή μέσα στη μεταπολιτευτική συνέχεια. Ποτέ πριν δεν υπήρξε κυβέρνηση τόσο ισχυρή, με τόση αυτοπεποίθηση και τέτοια επιθετικότητα.
Η κοινωνική συμμαχία, που την στηρίζει, έμαθε το μάθημά της. Με κορμό το λαό της ιδιοκτησίας, τα μικρά και μεγάλα αφεντικά, με σταθερή βάση ενός πάνω από 30% ταξικά απολύτως συνειδητοποιημένων ευκατάστατων κυρίων και κυριών και με μια περιφέρεια συντηρητικών έως σκοταδιστικών «λαϊκών» κατηγοριών βάζει τις βάσεις για μετασχηματισμούς πολύ δύσκολα αναστρέψιμους στο μέλλον. Όταν, ίσως, θα χρειάζεται επανάσταση για να καταργήσεις τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, π.χ.
Η ανάλυση της Κλειώς Παπαπαντολέων κάνει ανάγλυφο τον σκληρό ταξικό χαρακτήρα της «δικαιοσύνης». Η δικαστική εξουσία είναι ο πυρήνας του κατασταλτικού μηχανισμού με πρακτικές αληθινά ασύλληπτες. Και σε αυτό η Ελλάδα ξεχωρίζει.
Το καλό νέο είναι ότι η «δικαιοσύνη» τελεί υπό πλήρη απαξίωση για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Γι’ αυτό είναι εντυπωσιακό ότι η κυβερνητική Αριστερά δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει πως «έχει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη»- άβυσσος η ψυχή των σοβαρών πολιτευτών!
Έχουμε πολλών ειδών απόνερα της δυσπιστίας και της απαξίας προς τη «δικαιοσύνη» «λόγω της αφόρητης καθυστέρησης στην απονομή της συνολικά, λόγω της παραγραφής βαρύτατων αδικημάτων σε υποθέσεις μείζονος δημόσιου ενδιαφέροντος και, ταυτόχρονα, της υπερποινικοποίησης συμπεριφορών ελάσσονος σημασίας […] Η σκληρή καταστολή που εξαγγέλλεται επιβάλλεται εν τέλει με τρόπο καταφανώς ταξικό, εξαντλώντας την ισχύ και την πυγμή της κατά βάση στην φτώχεια και την αλλοδαπότητα» (σελ. 58). Με την ελληνική «δικαιοσύνη» έχεις πολλές φορές την εντύπωση ότι καλύτερα θα ήταν να σε δικάζει απευθείας το αφεντικό σου -η ποινή μάλλον θα ήταν μικρότερη.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η συμβολή του Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου αναφορικά με την πορεία του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα, όπως και οι σκέψεις του Κωστή Παπαϊωάννου σχετικά με το τι θα συγκροτούσε μια αντινεοφιλελεύθερη -αντιακροδεξιά έννοια της ασφάλειας. Και τα δύο δίνουν τη δυνατότητα να αναλογιστούμε ποια θα ήταν μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση γύρω από την οποία η ευρύτατη δυνατή Αριστερά θα μπορούσε να συσπειρωθεί αμφισβητώντας την απόλυτη κυριαρχία της Δεξιάς στο ζήτημα της ατζέντας.
Πολύ σημαντική, κατά τη γνώμη μου, είναι η συμβολή της Έλενας -Όλγας Χρηστίδου, η οποία αναδεικνύει πώς φαινόμενα, όπως ο Μπέος και ο Κασσελάκης, αποτελούν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο πανηγυρικά εκλεγμένος Δήμαρχος Βόλου χειροδικεί, απειλεί, δίνει ομοφοβικό ρεσιτάλ σε κάθε ευκαιρία, ασκείται σε μια ακραία ρητορική μίσους -κι εκφράζει την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού. Ο πανηγυρικά εκλεγμένος αρχηγός (sic) της αξιωματικής αντιπολίτευσης «[δ]ηλώνει αριστερός και εκφράζει από απολίτικες έως συντηρητικές απόψεις, ενώ αναπαράγει ομοκανονικά και ομοεθνιστικά σχήματα, κινείται αντιδημοκρατικά στο εσωτερικό του κόμματός του και χρησιμοποιεί εκφράσεις της alt–right. Όλα λοιπόν σχετικοποιούνται και χάνουν το νόημά τους. Ο Μπέος αρθρώνει ακραίο ομοφοβικό λόγο, ο Κασσελάκης είναι ο πρώτος ανοιχτά γκέι πολιτικός αρχηγός κόμματος. Αυτό όμως που υψώνει την αντίθεση μεταξύ τους -η ομοφοβία του πρώτου και η γκέι ταυτότητα του δεύτερου- δεν μπορεί να κρύψει το κοινό τους σημείο: με διαφορά στις εντάσεις και τις εκφράσεις, αναπαράγουν τραμπική ρητορική και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Έτσι, η ανοιχτή έμφυλη ταυτότητα του ενός δεν απαντά στην αντιδημοκρατικότητα του άλλου. Αντίθετα, εργαλειοποιείται εύκολα για μια φαινομενική προοδευτικότητα» (σελ. 96).
Η προσωπική δήλωση της Χρηστίδου αποκτά πολιτική σημασία και δίνει έναν οδηγό απεμπλοκής από σκόρπιες «θεματικές πολιτικές», που ευνοούν ιδιαίτερα τη δυνατότητα του συστήματος να αντεπεξέρχεται μέσα από έναν χειρισμό των ποικίλων «αιτημάτων»:
«Προσωπικά, μιλώντας με όποιες πολλαπλές ταυτότητες φέρω, ως γυναίκα, αριστερή, λεσβία, νέα επιστημόνισσα κ.ά., αρνούμαι να μιλήσω αποκλειστικά για τα έμφυλα και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα με μονοθεματικούς όρους. Δεν τα θεωρώ κρισιμότερα για τη δημοκρατία από τη συζήτηση για την οικονομία, τη θέση μας για την κατοχή της Παλαιστίνης και τη φρίκη που αυτή γεννά, τις κλιματικές καταστροφές και την υποχώρηση των θεσμών […] [Δ]εν μπορείς να υπερασπιστείς το ένα χωρίς το άλλο» (σελ. 102). Αυτονόητο; Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, κάθε άλλο.
Ξεχωριστό, πραγματικά, είναι το κείμενο του Δημήτρη Σιδέρη αναφορικά με τις «Προκλήσεις για την ελληνική οικονομία». Μέσα σε ελάχιστες σελίδες δείχνει πόσο δύο από τα μείζονα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας -μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών και τεράστιο επενδυτικό κενό- βρίσκονται σε ένα κρίσιμο για την ίδια την οικονομική αναπαραγωγή σημείο. Παρόλες τις «μεταρρυθμίσεις» των Μνημονίων δεν έχουμε καμιά ουσιαστική μεταβολή στην παραγωγική διάρθρωση. Γι’ αυτό, άλλωστε, το σαξές στόρι των εξαγωγών βασίζεται στους παραδοσιακούς και πριν την κρίση τομείς -η όποια βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» στηρίζεται κατά βάση στην ένταση εργασίας. Ενώ οι εισαγωγές αυξάνονται περισσότερο.
Άλλωστε, οι «μεταρρυθμίσεις» που εφαρμόστηκαν πλήρως είναι αυτές που αφορούσαν την ακραία επιδέινωση της θέσης της εργατικής τάξης. Τα ολιγοπώλια δεν πειράχτηκαν επ’ ουδενί -η ελληνική είναι η λιγότερο ανταγωνιστική αγορά στην Ευρωζώνη. Σε ό,τι αφορά δε τη «δικαιοσύνη», η Ελλάδα είναι επίσης τελευταία στην αποτελεσματικότητα -έχουμε το χειρότερο δικαστικό σύστημα στην ΕΖ.
Ο Σιδέρης προτείνει μια σειρά από πράγματα για τη βελτίωση της κατάστασης, ξεκινώντας από αυτό που θα έπρεπε να προτάσσει η Αριστερά, την απαραίτητη πια μείωση του ποσοστού κέρδους αν είναι να αυξηθεί η «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά το επενδυτικό κενό, η κατάσταση είναι τραγική. Στην πραγματικότητα, για τα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και έπειτα οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν αντικαθιστούν εξ ολοκλήρου ούτε τα φθαρμένα μέσα παραγωγής, πόσο μάλλον να κάνουν πραγματικές επενδύσεις.
«[Ο]ι επενδύσεις μεταβάλλονται με ρυθμό που ουσιαστικά μαρτυρά συντήρηση μέρους του κεφαλαίου που απαξιώνεται έως το 2020 και μια ασθενή πλέον αύξηση των αποσβέσεων στη μεταποίηση και σε τομείς έντασης εργασίας (τουρισμός, κατασκευές), τα τελευταία δύο έτη, λόγω και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς το εργατικό κόστος. Οι ρυθμοί παρέμειναν χαμηλοί και μη επαρκείς σε τομείς έντασης κεφαλαίου και υψηλής τεχνολογίας. Το παραγωγικό υπόδειγμα δεν αλλάζει, και οδηγεί σε ανισορροπίες και στην αγορά εργασίας: εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό αναζητά εργασία σε οικονομίες τους εξωτερικού (brain drain), ενώ η προσφορά εργασίας δεν επαρκεί στους τομείς έντασης εργασίας με τις ισχύουσες αμοιβές» (σελ. 88).
Τελικά τα 3 Μνημόνια αποδείχτηκαν γκραν σουξέ! Η οικονομία, μετά από αυτά και εξαιτίας τους, σε σημαντικό βαθμό, είναι τόσο ευάλωτη όσο και το 2010. Και μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια σταματούν και οι «διευκολύνσεις» σχετικά με τους τόκους του δημόσιου χρέους.
Το μόνο που έγινε, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την παραγωγική διάρθρωση είναι η εξαθλίωση των εργαζόμενων. Και έχουν μούτρα και μιλάνε τα διάφορα ΣΕΒ και ΕΒΕΑ πως δεν βρίσκουν κατάλληλους εργαζόμενους για τις σπουδαίες θέσεις που προσφέρουν. Θέλουν, δε, σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ενώ η τελευταία παρέχει «ευκαιρίες» που δεν γίνονται αποδεκτές ούτε από απελπισμένους οικονομικά ανθρώπους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι κεφαλοκυνηγοί μεταναστών είναι, πια, πρώτοι στην προώθηση συμφωνιών για την έλευση αλλοδαπών εργατών.
***
Βάσει όλων των παραπάνω, δεν συμφωνώ απόλυτα πως «δεν είμαστε θύματα κακής τύχης». Η διαβίωσή μας σε μια χώρα με την πιο εκμεταλλευτική καπιταλιστική τάξη, σε μεγάλη απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ, και την πιο χαμερπή πολιτική τάξη, είναι πολύ κακή τύχη.
Η ελπίδα, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε μια ισχυρή πεποίθηση ότι και οι μικρές αλλαγές απαιτούν μεγάλες συγκρούσεις. Πως σε αυτήν την χώρα οι ριζικές απαιτήσεις είναι όρος ακόμη και για μικρή βελτίωση των πραγμάτων.
Ο Χριστόπουλος κλείνει τη συζήτηση με αναφορά και στην ηθική απαθλίωση, που πάει μαζί με όλα τα άλλα. Αυτά που είδαμε στη μπουκαπόρτα του καραβιού στον Πειραιά, όπου λεβέντες πατριώτες ναυτικοί έσπρωξαν, με κλωτσιές στον πνιγμό έναν άνθρωπο ή στην περίπτωση της δολοφονίας του Ζακ ή στην εικόνα του καθάρματος αυτουργού/ υπουργού στην περίπτωση των Τεμπών ή, ή,…, «δεν ήταν απλώς μια κακή στιγμή: είναι σύμπτωμα ηθικής εξαχρείωσης» (σελ. 123).
Αυτό το ηθικό αποτύπωμα μιας εκμεταλλευτικής συνθήκης ακραίας βάζει άλλου είδους καθήκοντα σε όσους θέλουν να αντισταθούν και να φανταστούν μιαν «άλλη τύχη». Το πράγματα έχουν αποκτήσει υπαρξιακές διαστάσεις.
Σημειώνει η Θεοδότα Νάντσου:
«Όταν το [κλιματικό] χάος αρχίσει να γίνεται η νέα μας κανονικότητα, κανένας δεν θα ρωτάει για τις πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν. Κανένας δεν θα μιλάει για απαλλοτριώσεις περιοχών που θα πρέπει να πλημμυρίσουν. Κανένας δεν θα μπορεί να διεκδικήσει αποζημιώσεις, αφού δεν θα υπάρχουν χρήματα. Αγροτική και διατροφική ασφάλεια: ποιος θα μπορεί να πληρώνει τις νέες υψηλότερες τιμές που αναμένεται πως θα διαμορφώνονται έπειτα από κάθε κλιματική καταστροφή της γεωργικής παραγωγής;» (σελ. 34).
Το χάος ήδη επελαύνει. Η κατάρρευση, ίσως, δεν είναι μακριά. Αν ζεις και στη γαλάζια μας πατρίδα τα πράγματα είναι ακόμη πιο επικίνδυνα. Και παραμετρικές αλλαγές στον αχαλίνωτο καπιταλισμό της εποχής μας δεν προβλέπονται.