Οι Καστανιές βλέπουν διαδηλώσεις αραιά και πού. Η τελευταία ήταν τον περασμένο Μάιο, πάλι για το φράχτη. Η προηγούμενη δεν ξέρει κανείς. Αυτή τη φορά είμαστε 500 άνθρωποι: αριστεροί και αριστερές, το Δίκτυο και η Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, αναρχικοί, αλληλέγγυοι/ες απ’ την Πάτρα, την Αθήνα και τη Λάρισα μέχρι την Καβάλα, την Αλεξανδρούπολη και την Κομοτηνή. Φτωχό χωριό, το κοντινότερο στη στρατιωτική ζώνη. Χαμηλά σπίτια με αυλές, κτίρια σαν σε προετοιμασία αγγελοπουλικού σκηνικού, ηλικιωμένοι κάτοικοι. Παλιά ζούσαν τη φαντασίωση του ακρίτα· ελληνοτουρκικά σύνορα. Σήμερα παραπονιούνται ότι, αν και ακρίτες, είναι παρατημένοι στην τύχη τους. Μια γυναίκα λέει ότι δεν βρίσκει να πουλήσει το βόδι. Ένας άλλος μας τη λέει: «Τώρα μας θυμηθήκατε;». Η υποδοχή μας αμφίθυμη, απ’ όσους τουλάχιστον είναι ακόμα στο δρόμο στις πέντε το απόγευμα, με τέτοιο κρύο.
Την προηγούμενη φορά η διαδήλωση συνέχισε Ορεστιάδα. Τώρα μένει στις Καστανιές. Κρατάει λιγότερο από μισή ώρα, μέχρι τη σύγκρουση με την αστυνομία στο σημείο του αποκλεισμού. Αν και –υπερβολικά– σύντομη, και παρά τη μικρή ορατότητά της στην περιοχή, είναι ήδη πολιτικό γεγονός και γι’ αυτήν τοποθετούνται όλοι: ο Άνθιμος (φυσικά εναντίον…), ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής («ιδεολογικά υπέρ, αλλά…»), κόμματα και ΜΜΕ (σε διάφορες αποχρώσεις της συμπάθειας). Οι καραβιές και οι χαμένες ζωές, οι αλλεπάλληλες σύνοδοι κορυφής και οι ευρω-φράχτες, και φυσικά ο σπόρος της αλληλεγγύης, που μήνες τώρα καρπίζει από τη Λέσβο ως την Ειδομένη, έχουν ετοιμάσει το έδαφος. Η διαδήλωση είναι πολιτικό γεγονός: μειοψηφικό στην εκκίνηση, που όμως απευθύνθηκε πλειοψηφικά στην κοινωνία, κέρδισε πολιτική νομιμοποίηση, και με την Ελλάδα να μετρά καθημερινά πνιγμούς, και την ηθική υπεροχή. Γι’ αυτό θα έχει και συνέχεια.
Πόσο σημαντικό είναι να συνεχιστεί η καμπάνια, σε πανελλαδική μάλιστα κλίμακα, το έδειξε, μάλλον άθελά του, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στη συνάντηση της Πέμπτης με τον Μάρτιν Σουλτς, χαρακτηρίζοντας ανίδεους όσους και όσες επιμένουμε ότι ο φράχτης σημαίνει πνιγμούς προσφύγων στο Αιγαίο, και πρέπει να πέσει – και το έδειξε ούτε μια εβδομάδα μετά τη συγκινησιακά υπερφορτισμένη διαμάχη του στη Βουλή με τον Γ. Κουμουτσάκο. Η ανοίκεια απαξίωση του αντιρατσιστικού κινήματος, δείγμα κρατικής πυγμής με λάθος αποδέκτη, φανερώνει πως, παρά την αλλαγή του κλίματος, και παρά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες αυτών των μηνών για μια άλλη διαχείριση του προσφυγικού (με άξονες την υποδοχή και τη μετεγκατάσταση, και όχι την κράτηση, όπως πριν), ο άλλος τρόπος μάλλον δεν θα κρατήσει πολύ. Ακριβέστερα, υπάρχουν όλες οι ενδείξεις ότι δεν θα κρατήσει.
Η κυβέρνηση συμμερίζεται τον γενικό προσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι πρόσφυγες να μείνουν όσο πιο μακριά γίνεται από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Γι’ αυτό και δεν αμφισβητεί τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων: ούτε των ευρωπαϊκών, ούτε των ελληνικών — εξού και ο φράχτης. Αντίθετα, σταδιακά υιοθετεί τη ρητορική της εναντίωσης στους διακινητές, που στο τέλος της μέρας αποδεικνύεται πως αφορά τους διακινούμενους. Γι’ αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται πλήρως τη λογική μετάθεσης της κύριας ευθύνης στην Τουρκία — αρκεί να κόβεται η όρεξη της Άγκυρας για το Αιγαίο. Κατά τα άλλα, η λειτουργία hot-spots και στην Ελλάδα θα εγγυάται τη διαλογή (οι πρόσφυγες μέσα, οι μετανάστες έξω), ενώ οι νεοφερμένοι θα μένουν σε εγκαταστάσεις μερικών χιλιάδων, όπου θα πρέπει να θυμούνται ότι η υποδοχή είναι προσωρινή. Στη μεγάλη εικόνα, η σαν σε πόλεμο διαχείριση των προσφυγικών ροών, με πρόσχημα τους διακινητές, θα συνεχίζεται: όχι μόνο γενικά, στην Ευρώπη-Φρούριο, αλλά και πολύ ειδικά, στον Έβρο-Φράχτη. Όταν η Ουγγαρία σηκώνει φράχτη, είναι «κράτος-παρίας». Όταν η Ελλάδα διατηρεί τον δικό της, είναι εμπροσθοφυλακή της φωτισμένης Ευρώπης…
Μάλλον λοιπόν δεν είμαστε ανίδεοι όσοι επιμένουμε. Όπως δεν είναι η Διεθνής Αμνηστία, κι όπως δεν ήταν, την εποχή που χτιζόταν, ο Θοδωρής Δρίτσας και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Οικολόγοι Πράσινοι, η ProAsyl, το ελληνικό γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης, Τζιάκομο Σαντίνι – αναφέρω μόνο μερικούς από όσους είχαν διαφωνήσει δημόσια με την ανέγερση του φράχτη από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Αρκετά υποψιασμένοι, λοιπόν, όχι κυνικοί και καθόλου ανίδεοι: Αν θες η κρατική πυγμή να μην κατευθύνεται στους πρόσφυγες, αλλά εκεί που πρέπει, αν δεν θεωρείς φυσικό φαινόμενο τα ναυάγια και τους πνιγμούς, πρέπει να επιμείνεις πολύ — και θα επιμείνουμε.
O Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του RedNotebook.
Πηγή: Αυγή