Ζαν –Μαρκ Μαντοζιό, Μισέλ Φουκώ, η μακροημέρευση μιας αυταπάτης, εκδόσεις μάγμα σελ. 180
«[Ο Φουκώ] υπήρξε, μαζί με τους υπόλοιπους εκπροσώπους της French Theory, ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της εξίσωσης της «γνώσης» με την «εξουσία», όπως επίσης και της ανορθολογικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία η διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές συνιστά ουσιαστικά μια πράξη βίας. Μακράν, λοιπόν, του να μας βοηθά να στοχαστούμε τις νέες μορφές τυραννίας που αναδύονται σήμερα ή να μας προσφέρει τα μέσα για να τις αντιπαλέψουμε, η σκέψη του Φουκώ συνιστά, στην πραγματικότητα, το θεωρητικό τους φόντο» (σελ. 172).
Τα λόγια που προηγούνται αποτελούν την τελευταία παράγραφο του «Σημειώματος στην ελληνική έκδοση» του Μαντοζιό, γραμμένου το Νοέμβριο του 2018. Αποτελούν έτσι τον τελευταίο του λόγο πάνω στο ζήτημα. Και είναι λόγια βαριά. Αποδίδουν στην σκέψη του Φουκώ μια λειτουργία ιδιαίτερα αρνητική: δεν πρόκειται μόνο για την σκέψη ενός απατεώνα, με μεγάλη επιρροή στις πνευματικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Το έγκλημα είναι πολύ βαρύτερο: η σκέψη του Φουκώ αποτελεί, στην πραγματικότητα, το θεωρητικό φόντο των νέων μορφών τυραννίας, που μας περισφίγγουν από παντού.
Υπερβολική διατύπωση, όπως και να το κάνουμε. Θα μπορούσαμε, ίσως, να συζητήσουμε το πραγματικό βάρος του έργου του Φουκώ, τόσο σε ό,τι αφορά την επιστημονική του επίδραση και παραγωγικότητα, όσο και την συνεισφορά του στην αυτοκατανόηση και τους αγώνες των νέων κοινωνικών κινημάτων –ιδίως από το ’70 κι έπειτα. Αλλά το να του αποδοθεί τέτοια κεντρικότητα στην αντιδραστική επίθεση που δέχονται οι κοινωνίες της Δύσης!
Τεκμηριώνεται, άραγε αυτή η καταγγελία του Μαντοζιό; Αλλού δεν ξέρω, αλλά στο συγκεκριμένο βιβλίο ελάχιστα. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει ο Μαντοζιό είναι να επαναλαμβάνει μια σειρά από, πολύ γνωστές και από δεκαετίες διατυπωμένες, αντιρρήσεις σε συγκεκριμένες απόψεις του Φουκώ χωρίς την παραμικρή προσθήκη. Αρκετές από αυτές, νομίζω, πως είναι βάσιμες, αλλά είναι εντελώς αδύνατο να στηρίξουν την «καταγγελία» του Μαντοζιό.
Σε ό,τι αφορά την «αποκάλυψη» της φουκωικής απάτης (imposture), που αναλαμβάνει να μας προσφέρει, έχουμε την επανάληψη της ιστορίας ενός πολύ γνωστού αντίστοιχου «σκανδάλου», που έχει μείνει στην ιστορία ως «υπόθεση Σοκάλ». Περισσότερα από είκοσι χρόνια πριν, λοιπόν, ένας αμερικανός μαθηματικός, ο Άλαν Σοκάλ, εξευτέλισε το πιο διάσημο περιοδικό της French Theory και, ευρύτερα, των cultural studies, στις ΗΠΑ, το Social Text. Κατάφερε να δημοσιευτεί στο περίφημο περιοδικό ένα άρθρο του, μνημείο αρλούμπας, υποτιθέμενης ανάλυσης συγκεκριμένων απόψεων των κορυφαίων της γαλλικής σχολής, μεταξύ αυτών του Ντεριντά, του Ντελέζ και, φυσικά, του Φουκώ, με την χρήση εργαλείων από την επιστήμη της κβαντικής μηχανικής. Μετά τη δημοσίευση, ο Σοκάλ, επιχειρώντας να αποδείξει πόσο «χωρίς νόημα» είναι τα όσα διανοητικά διαμείβονται στο πλαίσιο αυτής –και όχι μόνο- της σχολής σκέψης αποκάλυψε πως, στο συγκεκριμένο άρθρο, περιέχονταν αποκλειστικά συνειδητές ασυναρτησίες. Η συζήτηση, που ακολούθησε, τη δημόσια διαπόμπευση του «μεταμοντερνισμού», ο οποίος αποτελούσε το ρητό στόχο της παρέμβασης του Σοκάλ, πήρε μεγάλη έκταση. Αποτέλεσε δημόσιο γεγονός, πολύ πέρα από τα όρια της Ακαδημίας. Ο Σοκάλ, σε συνεργασία με τον Βέλγο θεωρητικό φυσικό και επιστημολόγο Jean Bricmont, επανήλθε την επόμενη χρονιά, 1998, με το βιβλίο Impostures Intellectuelles (Διανοητικές απάτες) και η υπόθεση έγινε, για μεγάλο διάστημα, δημόσιο θέμα, με πολλά άρθρα ακόμη και στις εφημερίδες σε όλο τον κόσμο.
Αυτό που έγινε με την υπόθεση Σοκάλ ήταν πως «καταδείχτηκε» η πιθανότητα αρκετά από όσα λέγονται στο πλαίσιο της French Theory να συνιστούν απλές και ογκώδεις ανοησίες, καλυμμένες πίσω από μια, επι τούτου, ακατάληπτη ορολογία, η αδυναμία κατανόησης της οποίας, ωστόσο, δεν είναι αποτέλεσμα εμβρίθειας, αλλά συνειδητής παραπλάνησης. Η αποδοχή και δημοσίευση του αρλουμπολογικού άρθρου του Σοκάλ από το περιοδικό –καμάρι του αμερικανικού μεταδομισμού αποτέλεσε αντικειμενικά ένα μεγάλο πλήγμα στον συγκεκριμένο τύπο «Μεγάλης Θεωρίας».
Ο Μαντοζιό, στην «Μακροημέρευση», επιχειρεί να κάνει το ίδιο στοχοποιώντας ειδικά τον Φουκώ, στον οποίο αποδίδει μια γλώσσα της «μη -σκέψης» (σελ. 46), που, μέσα από έναν εννοιακό υπερπληθωρισμό διαμορφώνει μια βερμπαλιστική φούσκα, χωρίς κέντρο, χωρίς αρχή και τέλος. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «[κ]ύρια λειτουργία αυτής της γλωσσικής παραγωγής είναι να καταστήσει σαφές στον αναγνώστη πως έχει μπροστά στα μάτια του τα γραπτά ενός ακαταμάχητου στοχαστή, του οποίου οι εξαιρετικά καινοτόμες έρευνες δεν μπορούν παρά να ειπωθούν σε μια εξωφρενική γλώσσα και, επομένως, να μην απευθύνονται στον πρώτο τυχόντα» (σελ. 22).
Πρόκειται, λοιπόν, για την άσκηση γλωσσικής τρομοκρατίας, που υποχρεώνει τον αναγνώστη είτε να αποσυρθεί είτε να παραδοθεί άνευ όρων. Μάλιστα, την τρομοκρατία αυτή θα συνεχίσουν να ασκούν στο διηνεκές οι «ειδικοί της άγνοιας», σύμφωνα με τον ίδιο, μαθητές του Φουκώ. Να τι σημειώνει σχετικά με ένα γνωστό βιβλίο «μαθητών» (1): «[Ο]ι δυο ατρόμητοι εξερευνητές μας απογειώνουν τη φουκωλατρεία σε νέα, δυσθεώρητα, ύψη. Υπογραμμίζουν, για παράδειγμα, «τη μεγάλη σημασία του φουκωικού σώματος» -όχι του σώματος στο έργο του Φουκώ, αλλά του σώματος του ίδιου του Φουκώ- που υποτίθεται πως είναι «όχι απλώς ένα «αριστερό» σώμα, μα επιπλέον ένα σώμα ταξιδευτή» που ««αυλακώνει» τις χώρες στο πέρασμά του». Κοίτα να δεις, υπάρχουν αριστερά σώματα, κι εμείς ούτε που το ξέραμε! Πώς όμως διακρίνει κανείς ένα τέτοια αριστερό σώμα; Ιδού πώς: πρόκειται, «για το σώμα για το οποίο ο σκηνοθέτης René Allio γράφει ότι «τείνει να μοιάζει, χάρις σε ολόκληρη την ύπαρξή του –η οποία καταλήγει σε ένα ξυρισμένο κρανίο- αλλά και χάρις σε όλη του τη διεισδυτική ευφυΐα, με ένα ανδρικό κρανίο σε στύση»». Πρόκειται, δηλαδή, για το σώμα ενός μαλάκα, με την κυριολεκτική έννοια του όρου!» (σελ. 134).
Εδώ είναι φανερό πως ο Μαντοζιό επιλέγει να επιτεθεί στον Φουκώ μέσω μιας καρικατούρας, που του επιτρέπουν οι «μαθητές» να φτιάξει. Μόνο που πρόκειται για ευκολία, η οποία είναι καταδικαστική για την ίδια του την κριτική. Όποιος έχει διαβάσει κείμενα του Φουκώ ξέρει πως, επι το πλείστον. δεν περιλαμβάνουν –εμφανώς, τουλάχιστον- αρλουμπολογία ούτε ασκούν «γλωσσική τρομοκρατία». Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως είναι «εύκολα». Προφανώς και υπάρχουν προαπαιτούμενα για κάποιον που θέλει να τα προσεγγίσει –βασιλική οδός δεν προσφέρεται. Όπως συμβαίνει και με τον Καντ ή τον Χέγκελ, άλλωστε. Αν κριτήριο επιλογής των φιλοσόφων ήταν η αναγνωστική ευκολία είναι σχεδόν βέβαιο πως κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο. Επιπλέον, ο Φουκώ κάθε άλλο παρά από τους «δυσκολότερους» είναι. Όποιος θέλει να κρίνει ας ξεκινήσει από την σπουδαία και απολύτως εύληπτη Ιστορία της σεξουαλικότητας –νομίζω πως θα απορήσει με την κριτική του Μαντοζιό.
Η ίδια απορία θα του γεννηθεί και με την παρατήρηση περί μη-πρωτοτυπίας του Φουκώ. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μαντοζιό έχουμε αναμασήματα θέσεων που έχουν διατυπώσει οι Σκεπτικοί, από τον Πύρρωνα και τον Σέξτο ήδη, οι εμπειριστές με πρώτο Τον Χιούμ και, ιδίως, ο Νίτσε. «[Μ]ε λίγα λόγια, το έργο του Φουκώ ολόκληρο είναι μια συνέχιση της νιτσεϊκής Γενεαλογίας της Ηθικής: προσπαθεί να δείξει ότι κάθε σύλληψη την οποία θεωρούμε αιώνια έχει μια ιστορία, είναι «γινόμενη» και ότι οι απαρχές της δεν έχουν τίποτε το υψηλό» (σελ. 137).
Και λοιπόν; Αυτό δεν είναι η φιλοσοφία; Ένα «αναμάσημα» θέσεων που τίθενται ξανά και ξανά; Και, όπως τίθενται, εμπλουτίζονται. Τι άλλο είναι η φιλοσοφία από την ιστορία της; Ο Γκράμσι, αλήθεια, έμεινε στην ιστορία της σκέψης επειδή η περί ηγεμονίας «θεωρία» του ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη;
Η διατύπωση μιας τέτοιας κριτικής υποδηλώνει μεγάλη φιλοσοφική άγνοια από μέρους του συγγραφέα. Άγνοια που τεκμαίρεται, επιπλέον, από την αντίστιξη που κάνει –«διορθώνοντας» σχετικά τον Πολ Βεν- μεταξύ Σκεπτικών και Σοφιστών, απαξιώνοντας τους τελευταίους (σελ. 147), όσο σχεδόν το κάνει και για τον Φουκώ. Το να απαξιώνεις τον Πρωταγόρα ή τον Γοργία πόση άγνοια αλήθεια δείχνει;
Αρκετά είπα γι’ αυτά. Εξάλλου, ο Μαντοζιό δεν προσφέρει και πολύ περισσότερες αφορμές για κριτική της κριτικής του. Η «ανάλυσή» του πάνω στη σκέψη του Φουκώ είναι πολύ μικρής έκτασης και –το ξαναλέω- ήδη διατυπωμένη, πολύ πληρέστερα, εδώ και καιρό.
Οι παρατηρήσεις του πάνω στην πολιτική βιογραφία του Φουκώ είναι περισσότερο ενδιαφέρουσες. Αν και, επίσης, γνωστές, ωστόσο, δίνουν την περιεκτική παρουσίαση μιας πορείας που, όντως, έχει πολλά «σκοτεινά» σημεία με αποκορύφωμα τον εκθειασμό της «σχεδόν μυθικής προσωπικότητας του Χομεϊνί»! Και όχι μόνο. Ο Φουκώ πραγματικά θα κινηθεί ως δημόσιος διανοούμενος και ως πολιτικός ακτιβιστής –όσο υπήρξε τέτοιος- σε περίεργους δρόμους. Υποστήριξε και αρνήθηκε τις πιο αντιφατικές στάσεις σε κεντρικά διακυβεύματα του καιρού του. Ο Μαντοζιό παρουσιάζει καλά αυτό το σημείο –τον προφανή «οπορτουνισμό» του Φουκώ- χωρίς να είναι απαραίτητο να συμφωνήσει κανείς με την ερμηνεία του.
Το βιβλίο του Μαντοζιό κυκλοφορεί στα ελληνικά εδώ και μερικούς μήνες σε μια πολύ προσεγμένη έκδοση από το μάγμα. Περιλαμβάνει το ομώνυμο του τίτλου κείμενο, το συνοπτικότερο «Φουκώφιλοι και Φουκολάτρες», καθώς και το σημείωμα για την ελληνική έκδοση. Καλό είναι να διαβαστεί –δεν έχουμε στη γλώσσα μας τέτοια κείμενα.
Ας διαβαστεί, όμως, και ως αφορμή για την ανάγνωση του ίδιου του Φουκώ. Πρόκειται για απολαυστικό έργο –ειδικά Οι λέξεις και τα πράγματα και Η ιστορία της σεξουαλικότητας, κατά τη γνώμη μου. Δεν είναι «ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα», όπως υποστηρίζουν οι φουκωλάτρες. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι σημαντικός, από πολλές απόψεις –κι, ως προς αυτό, δεν υπάρχει καλύτερη εισαγωγή από τα κείμενα που περιέχονται στον τόμο με τίτλο Κοινωνιολογική Θεωρία των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, που έχει επιμεληθεί η Μαρία Πετμεζίδου.
(1) Ph. Artieres, M. Potte –Boneville, D’ après Foucault: gestes, luttes, programmes,
Les Prairies ordinaires, 2007