in , ,

ΦΙΞ & DIMAND: οι φραπέδες της καλής κοινωνίας

Του Νίκου Νικήσιανη, δημοτικού συμβούλου με την Πόλη Ανάποδα

Πριν λίγες ημέρες, σε μια υπέρλαμπρη τελετή στο Ολύμπιον, η DIMAND παρουσίασε το masterplan για την ανάπλαση του παλιού εργοστασίου της ΦΙΞ. Παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού, του Δημάρχου, του Αντιπεριφερειάρχη, ακόμα και του Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως, η κτηματομεσιτική εταιρία αποκάλυψε τα σχέδιά της για τη μετατροπή του βιομηχανικού αυτού μνημείου σε -τι άλλο;- ένα σύμπλεγμα πολυκατοικιών, ξενοδοχείων και εστιατορίων.

Η αποδοχή από τον «πολιτικό κι επιχειρηματικό κόσμο» της πόλης ήταν ενθουσιώδης. Ο Δήμαρχός μας, για παράδειγμα, χαρακτήρισε τις πολυκατοικίες της DIMAND «αναγέννηση» και «ορόσημο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών», «φωτεινό σημείο αναφοράς για την επόμενη ημέρα της πόλης», «επανασύσταση» της δυτικής Θεσσαλονίκης. Στο ίδιο κλίμα, ο Μητροπολίτης υποστήριξε ότι με το εν λόγω έργο θα αποκατασταθεί το «αρχαίον κάλλος» της περιοχής.

Πως θα μοιάζει το «φωτεινό σημείο»

Σύμφωνα λοιπόν με το masterplan, η αναγέννηση του αρχαίου κάλους, θα περιλαμβάνει:

-Την οικοδόμηση ενός νέου κτηρίου 96 κατοικιών πολυτελείας, ύψους 9 ορόφων κι επιφάνειας 19.800 τ.μ.

-Την οικοδόμηση ενός επίσης νέου πεντάστερου ξενοδοχείου, 153 δωματίων, επτά ορόφων κι επιφάνειας 11.250 τ.μ.

-Και την επανάχρηση δύο μικρότερων διατηρητέων κτιρίων, από τα οποία θα διατηρηθεί βέβαια μόνο το κέλυφος, για να μετατραπούν αντίστοιχα σε ένα δεύτερο ξενοδοχείο («boutique hotel») και εστιατόριο («πολύπλευρος χώρος γαστρονομίας»).

Είναι προφανές ότι τα δυο διατηρητέα κελύφη δίνουν απλά το άλλοθι -και την αίγλη του ιστορικού τοπόσημου- για την καθολική οικοδόμηση του υπόλοιπου οικοπέδου, και μάλιστα με όρους που θυμίζουν αντιπαροχή του ’50, χωρίς καν στοιχειώδεις ελεύθερους, κοινόχρηστους χώρους. Η «ποιότητα ζωής των πολιτών», που λέει και ο Δήμαρχός μας, όχι μόνο δεν θα βελτιωθεί, αλλά θα επιβαρυνθεί από ακόμα μία βαριά υποδομή, με τη σκόνη, τα αυτοκίνητα, τα καυσαέριά της.

Σε μια πόλη που σέβεται την ιστορία και τη γη της, η αποκατάσταση ενός από τα 3-4 εμβληματικότερα κτίρια της βιομηχανικής της ιστορίας, θα σήμαινε την ευκαιρία για μια μεγάλη, δημόσια παρέμβαση και τη δημιουργία νέων, ελεύθερων δημόσιων χώρων, δομημένων και αδόμητων, για πολιτισμό, πράσινο ή εκπαίδευση (κι αν σκεφτεί κάποιος βιαστικά ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για κάτι τέτοιο, ας περιμένει να φτάσει ως το τέλος του άρθρου). Ή θα σήμαινε ίσως την επανένταξή τους σε μια πραγματική παραγωγική διαδικασία. Εδώ, όμως, όχι: εδώ η «αποκατάσταση» σημαίνει ξεπούλημα και χτίσιμο, ξενοδοχεία και πολυκατοικίες.

Σε κανονικές συνθήκες βέβαια, η οικοδόμηση 31.000 τ.μ. νέων κτιρίων -πέρα από τα διατηρητέα- σε αυτό το οικόπεδο, θα ήταν παράνομη. Πριν ένα χρόνο ωστόσο, εγκρίθηκε ειδικά για την ιδιοκτησία της DIMAND ένα Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ένα από τα πολλά που κόβουν φέτες την πόλη μας σαν σαλάμι, για να διευκολύνουν κάθε είδους επιχειρηματική εκμετάλλευση). Το Σχέδιο αυτό, κατά παρέκκλιση από κάθε νόμο, χαρακτηρίζει όλα τα επιμέρους οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα, δίνει χαριστικό συντελεστή δόμησης 2,4, αυξάνει το επιτρεπόμενο ύψος  στα 30 μέτρα και φυσικά αλλάζει τη χρήση από «πολιτιστικό κέντρο» σε ό,τι παρήγγειλαν οι νέοι ιδιοκτήτες (κατοικίες, εμπόριο κοκ). Έτσι, το «φωτεινό σημείο» είναι τώρα καθόλα νόμιμο.

Ποιους αφορά η «αναγέννηση»;

Σε μια πόλη που τα τελευταία 40 χρόνια έχασε πάνω από το 20% των κατοίκων της, ενώ το 30% του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος παραμένει κενό και αναξιοποίητο, μοιάζει παράνοια να χτίζονται διαρκώς και άλλες τερατώδεις πολυκατοικίες. Σε ποιους λοιπόν απευθύνονται οι νέες κατοικίες της DIMAND;

Η ομολογία του διευθύνοντος συμβούλου της DIMAND είναι σαφής: «τα σπίτια αυτά θα εκκινούν από τα 5.500 ευρώ/τ.μ. και θα φτάνουν μέχρι και τα 10.000 ευρώ/τ.μ., ενώ η ανώτατη τιμή για τα πιο μεγάλα και πολυτελή εξ αυτών θα διαμορφώνεται σε 2,5 εκατ. ευρώ». Είναι φανερό λοιπόν ότι τέτοια «σπίτια» δεν απευθύνονται σε αληθινούς κατοίκους. Απευθύνονται σε επενδυτές, που είτε θα τα αγοράσουν για να αποκτήσουν Golden Visa, είτε θέλουν απλά να συμμετάσχουν με τα κεφάλαιά τους στην κτηματομεσιτική φούσκα της πόλης.

Στην πραγματικότητα άλλωστε, όσο η φούσκα αυτή διογκώνεται, όσο δηλαδή ανεβαίνουν οι αγοραίες αξίες των ακινήτων, μια εταιρία σαν την DIMAND κερδίζει από τα ακίνητα που έχει στην κατοχή της, ακόμα και αν αυτά μένουν απούλητα. Να το πω σχηματικά, τα 200 εκατομμύρια φέτος (τόσο αποτιμά η ίδια αυτήν την επένδυση), του χρόνου θα είναι 220.

Αυτό το νόμισμα, όμως, έχει και άλλη όψη: όσο ανεβαίνει η πλασματική αξία όλων των κτιρίων της πόλης, τόσο ανεβαίνουν και τα νοίκια στα κανονικά σπίτια, σε αυτά που μένουμε εμείς. Έτσι όπως δουλεύει η «ελεύθερη αγορά», από αυτή τη φούσκα κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουμε: πρόκειται για μια καθαρή μεταφορά εισοδήματος από τους φτωχούς προς τους πλούσιους. Δεν ξέρω λοιπόν ποιους «πολίτες» έχει στο μυαλό του ο Δήμαρχος, αλλά τέτοιες επενδύσεις σίγουρα δεν βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ενοικιαστών.

Το δώρο

Για τους οπαδούς της πάση θυσία ανάπτυξης, όλα αυτά βέβαια ακούγονται ως μίζερες, αριστερές και οικολογικές γκρίνιες. Τα πράγματα είναι απλά: το ΦΙΞ ήταν ερείπιο, το κράτος απέτυχε να το αποκαταστήσει, μόνη ελπίδα οι ιδιώτες επενδυτές. Άλλωστε, ήταν μας αρέσουν είτε όχι, όλες οι παραπάνω είναι ιδιωτικές αγοραπωλησίες και ιδιωτικές επενδύσεις. Να, για παράδειγμα, πως το παρουσιάζει ο Δήμαρχός μας: χάρη στην «ενεργοποίηση ιδιωτικών πόρων» «μια περιοχή που δοκιμάστηκε και που αντιμετώπισε επί σειρά ετών στερήσεις» μπήκε «στο επίκεντρο της βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής». Πότε όμως στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: πίσω από κάθε «ιδιωτική πρωτοβουλία», κρύβεται συνήθως η υφαρπαγή δημόσιων πόρων, δημόσιου χώρου και δημόσιου χρήματος. Και το ΦΙΞ, όπως θα δούμε, δεν αποτελεί εξαίρεση.

Να θυμηθούμε πρώτα λίγο την ιστορία: το εργοστάσια ΦΙΞ πτώχευσε οριστικά το 1983 και πέρασε στα χέρια της -κρατικής τότε- Εθνικής Τράπεζας. Η Εθνική το εκποίησε σε ιδιώτη το 1991, ο οποίος το αξιοποίησε μερικώς ως μουσική σκηνή. Εντωμεταξύ, τα κτίρια κηρύχθηκαν διατηρητέα και επί δεκαετίες η πόλη ζητά την ανάπλασή τους. Το κυριότερο σχέδιο που ακουγόταν τα τελευταία χρόνια, ήταν η δημιουργία ενός νέου Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης που θα στεγάσει αξιοπρεπώς τη Συλλογή Κωστάκη, ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κεφάλαια της Θεσσαλονίκης. Μέχρι τώρα βέβαια, ποτέ «το κράτος δεν είχε λεφτά» για κάτι τέτοιο. Ώσπου ξαφνικά, φέτος τον Αύγουστο, τα βρήκε. Γιατί;

Πέρα από τα δύο προαναφερόμενα διατηρητέα συμπλέγματα, στο χώρο υπάρχει και ένα τρίτο, μεγαλύτερο, διατηρητέο, η αποκατάσταση του οποίου θα στοίχιζε πολλά στον νέο ιδιοκτήτη. Το Υπουργείο Πολιτισμού προσφέρθηκε λοιπόν να αγοράσει από τον νέο ιδιοκτήτη ειδικά το κτίριο αυτό, για να φτιάξει εκεί -σφήνα ανάμεσα στις πολυκατοικίες- το νέο Μουσείο. Καταλαβαίνετε πόσο βοηθητικό είναι αυτό: η εταιρία απαλλάσσεται από το κόστος του μεγάλου διατηρητέου και ταυτόχρονα οι πολυκατοικίες και τα ξενοδοχεία που θα χτίσει αποκτούν υπεραξία από τις δημόσιες υποδομές που θα κατασκευαστούν ακριβώς δίπλα τους.

Θα μου πείτε, άλλη μια σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου το δημόσιο βάζει λεφτά και ο ιδιώτης βγάζει κέρδος. Αν πάμε όμως και στις τιμές, η συναλλαγή εμφανίζεται πραγματικά σκανδαλώδης. Προσέξτε: το 2022, η DIMAND αγόρασε το 75% του οικοπέδου, συνολικής έκτασης 25 στρεμμάτων, με 9,3 εκατομμύρια. Λίγο αργότερα, απέκτησε και το υπόλοιπο 25% χωρίς να δημοσιοποιήσει τις τιμές, αλλά διάφορα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για συνολική αξία από 10 ως 14 εκ. Αν μείνουμε συνεπώς σε όσα ξέρουμε από την ίδια, αγόρασε με περίπου μισό εκατομμύριο το στρέμμα.

Τον Αύγουστο του 2025, η ίδια εταιρία ξεφορτώθηκε το διατηρητέο μαζί με μέρος του οικοπέδου έκτασης 6,9 στρεμμάτων, πουλώντας τα στο κράτος για 8,2 εκ. δηλαδή με 1,2 εκ. το στρέμμα. Ακόμα και αν ξεχάσουμε τη διαφορά αξίας των δύο τμημάτων -αφού το ένα περιλαμβάνει την καθαρή γη και το άλλο το κοστοβόρο διατηρητέο- μέσα σε δύο χρόνια η DIMAND έβγαλε κέρδος 140%. Κέρδος εις βάρος του κράτους, από μια έκταση που κάποτε άνηκε στο ίδιο το κράτος. Αν σκεφτούμε μάλιστα πόσο παραπάνω αξία έχει το ζεστό, κρατικό χρήμα, η DIMAND πήρε στην πραγματικότητα τα 18 στρέμματα του οικοπέδου κυριολεκτικά τζάμπα – και με ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης δώρο.

Δεν θέλω να πω πως αποκαλείται μονολεκτικά μια τέτοια συναλλαγή – αρκετά SLAPPs έχει φάει το alterthess, μην προκαλώ την τύχη του για άλλο ένα. Θα πω μόνο ότι οι παράνομες επιδοτήσεις του κάθε Φραπέ και του κάθε Χασάπη είναι ψίχουλα μπροστά στα κέρδη που αποφέρουν τέτοιες κρατικοδίαιτες επενδύσεις. Άλλωστε, γιατί να αποζητάς παράνομες επιδοτήσεις, όταν μπορείς να τις πάρεις νόμιμα, στο φως της ημέρας, και μάλιστα κάτω από τις επευφημίες όλων των αρχών και των ΜΜΕ μιας πόλης;

Μια θλιβερή ιστορία

Όταν τα θέσαμε όλα αυτά -δις- στο Δημοτικό Συμβούλιο, ο Δήμαρχος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής. Ό,τι είχε να πει, το είπε εκεί που έπρεπε, στη λαμπερή τελετή του Ολύμπιον, μπροστά στα πραγματικά αφεντικά της πόλης του. Την ίδια έλλειψη ενδιαφέροντος επιδεικνύουν και τα ΜΜΕ της πόλης: το θέμα έχει κλείσει με τα πανηγυρικά ρεπορτάζ από την παρουσίαση του masterplan. Γιατί επιμένω λοιπόν; Δεν ελπίζω ότι θα αλλάξει κάτι. Το εμβληματικό κτίριο με τα κόκκινα τούβλα θα δώσει σύντομα τη θέση του σε αυτό το άθλιο, νεοπλουτίστικο σύμπλεγμα πολυκατοικιών για κατόχους Golden Visa.

Ήθελα όμως να τα πω άλλη μια φορά, γιατί η ιστορία αυτή μου προκαλεί μεγάλη θλίψη. Σκέφτομαι ότι η μοίρα του ΦΙΞ, είναι σαν να συμπυκνώνει τη μοίρα αυτής της πόλης: μια καινοτόμα για την εποχή της βιομηχανία του 19ου αιώνα, πολυεθνικής σύνθεσης στην ιδιοκτησία και τους εργαζόμενους, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος περνά στα χέρια του ελληνικού κεφαλαίου. Σταδιακά παρακμάζει και τα χρόνια της μεγάλης αποβιομηχάνισης κλείνει οριστικά. Το κτίριο – τοπόσημο παραπαίει για δεκαετίες, έρμαιο της γραφειοκρατίας και της έλλειψης ενδιαφέροντος, ώσπου να παραδοθεί τελικά στο κτηματομεσιτικό κεφάλαιο και τον τουρισμό – με τη βοήθεια κι εδώ ενός Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου. Και αυτό είναι ότι χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη Θεσσαλονίκη του σήμερα.

Η ίδια, θλιβερή, ιστορία επαναλαμβάνεται παντού: στο ΦΙΞ, την Αλατίνη, την Αλυσίδα, τη ΔΕΘ (μόνη εξαίρεση, ευτυχώς, η ΥΦΑΝΕΤ: μια κατάληψη είναι αυτή τη στιγμή η μόνη που διασώζει τη βιομηχανική ιστορία της πόλης μας). Γκρεμίζουμε αυτά που αξίζουν να διατηρήσουμε, για να χτίσουμε αυτά που δεν πρέπει να χτιστούν. Αφού οι δυνάμεις δεν φτάνουν για όλα όσα θα οφείλαμε στην πόλη μας, ας διαλέξουμε με προσοχή τις μάχες μας. Μπορεί να χάσαμε το ΦΙΞ ή την Αλατίνη, αλλά θα παλέψουμε ως τέλος την Αλυσίδα. Και φυσικά τη ΔΕΘ. Από κάπου, κάπως πρέπει να αρχίσει η αντίστροφη πορεία και το πρώτο, ιστορικό τοπικό δημοψήφισμα για τη ΔΕΘ μου ακούγεται ωραίο ως ορόσημο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο μεσσιανισμός της οδύνης ως υποκατάστατο του δημοκρατικού πειραματισμού. Του Θωμά Ψήμμα

East Side stories. Οι γιορτές των φτωχών. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου