Θανάσης Καμπαγιάννης, Με τις μέλισσες ή με τους λύκους. Αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Αντίποδες 2020.
Του Δημοσθένη Παπαδάτου- Αναγνωστόπουλου
Τι ήταν η Χρυσή Αυγή –και τι ο φασισμός γενικότερα–, ο Θανάσης Καμπαγιάννης το ξέρει από χρόνια, ως ενεργός αντιφασίστας και δραστήριος διανοούμενος. Το 2011, χάρη στη δική του μεταφραστική δουλειά, διαβάσαμε τις Θέσεις της Λυών, ένα σημαντικό κείμενο του Γκράμσι για την πολιτική της ιταλικής Αριστεράς απέναντι στον ανερχόμενο Μουσολίνι. Ήδη όταν έβγαινε εκείνο το βιβλίο, βλέπαμε ότι η Χρυσή Αυγή, υπό κρατική ασυλία συγκρίσιμη με αυτή των ιστορικών της προγόνων, έκανε μεταστάσεις σαν καρκίνος πολύ πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα. Όμως, η είσοδος στη Βουλή, η δολοφονία του Φύσσα, και η ανάληψη, από τον τότε μεταφραστή, καθηκόντων πολιτικής αγωγής στη σημαντικότερη δίκη των τελευταίων δεκαετιών, ήταν εξελίξεις που ούτε ο Καμπαγιάννης, ούτε κανείς μας, μπορούσε να προβλέψει. Από το 2009 και μετά, όπως συνήθως συμβαίνει στις κρίσεις, η ιστορία πήγε πολύ γρήγορα. Άρα μπορεί να ξαναπάει.
Ιστορικές μέρες
Άφησα σχεδόν συνειδητά γι’ αυτές τις μέρες της «τελικής ευθείας» τις Μέλισσες και τους Λύκους, το βιβλίο που στηρίχθηκε στην αγόρευση του Καμπαγιάννη, το Γενάρη του 2020. Έπιασα να τις διαβάζω με τη σκέψη ιδίως στο φρικαλέο 2012-2013 – και με συνείδηση πόσο ιστορικές είναι οι δυο εβδομάδες που μένουν μέχρι την έκδοση της απόφασης. Την ιστορικότητα της στιγμής τη συνοψίζει έξοχα σε δυο φράσεις ο ίδιος ο Καμπαγιάννης:
Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν θα επιστρέψουμε ποτέ πίσω στην κατάσταση όπου το κράτος ήταν κυρίαρχο αλλά κώφευε ή αδρανούσε, και η ναζιστική συμμορία ήταν η «υπάλληλη» δύναμη. Όπως λέει ο Ηράκλειτος, δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές […] Θα είναι τέτοια η νομιμοποίηση που θα αντλήσει η ναζιστική εγκληματική οργάνωση αν η δικαιοσύνη λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την εγκληματική της δράση, που η ναζιστική οργάνωση θα γίνει κράτος και το κράτος υπάλληλος (σ. 12-13).
Κεκτημένα της δίκης
Η δίκη άλλαξε το σημείο ισορροπίας κράτους-ναζισμού – τουλάχιστον μέχρι την απόφαση. Την αλλαγή αυτή την πιστώνεται όχι βεβαίως γιατί εξαφάνισε τη ναζιστική δράση. Αλλά γιατί περιόρισε δραστικά τις βίαιες επιθέσεις σε «φυλετικούς» και ιδεολογικούς αντιπάλους των ναζί, προκάλεσε αποχωρήσεις και διαδοχικές διασπάσεις σε όλη την ιεραρχία της οργάνωσης, έκλεισε τα γραφεία-ορμητήριά της, κράτησε τους ναζί μακριά από τη Βουλή και το δημόσιο χρήμα, κι έκανε κτήμα του δικαστηρίου και ευρύτερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας ένα αποδεικτικό υλικό πραγματικά συντριπτικό.
Κάπως έτσι, η μέχρι τώρα πορεία της διέψευσε τις ιδεολογικά «καθαρές» προβλέψεις, ότι τάχα η παραπομπή και μόνο των ναζί θα ηρωοποιούσε τους χρυσαυγίτες, ως «αντισυστημικούς» διωκόμενους. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάποιοι στην Αριστερά φοβούνταν, και αυτό που οι χρυσαυγίτες επιδίωξαν: η διαδικασία δεν αποκάλυψε ήρωες, αλλά θρασύδειλους φιλοτομαριστές: εθνικιστές του Τριωδίου. Δεν έμεινε, μάλιστα, στην ηθική αποδόμησή τους: ανέδειξε την ιδεολογική συνέχεια με την αρχική Χρυσή Αυγή, την πολιτικο-στρατιωτική δομή και εκπαίδευση των μελών της, την πανταχού παρουσία της Κεντρικής Διοίκησης – στο Συνεργείο, την Ιεράπετρα, το Πέραμα, τον Μελιγαλά, την Πάρο, το Μεσολόγγι, το Κερατσίνι.
Τίποτα δεν ήταν αυτονόητο: Η δίκη ξεκίνησε χωρίς κατάλληλη αίθουσα, το δικαστήριο άρχισε να ασχολείται με αυτήν αποκλειστικά μόλις το Νοέμβριο του 2018 (!), με έναν μόλις γραμματέα (!!). Η δε πλευρά των χρυσαυγιτών –δικηγόροι και κατηγορούμενοι– έκαναν συνειδητά καθυστερήσεις και απουσίες, αφενός για να απαξιώσουν τη διαδικασία, αφετέρου για να απομακρύνουν τη μνήμη κοινωνίας και δικαστών από τα αιματηρά γεγονότα. Η σημερινή εξαφάνιση της δίκης από τα περισσότερα Μέσα, είναι «σήμα» για τις διαθέσεις ενός τμήματος της κοινωνίας που δεν είχε ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. Εμείς όμως;
Το βιβλίο του Καμπαγιάννη είναι πραγματικά πολύτιμο για την πλευρά που, μέρες τώρα, δηλώνει στα κοινωνικά δίκτυα «Δεν Είναι Αθώοι». Αλλά το σημαντικό με το κείμενο –πέρα από την περίσταση για την οποία γράφτηκε– είναι ότι απευθύνεται πειστικά και στους λιγότερο «πεισμένους»: για την κάλυψη που απολάμβανε η Χρυσή Αυγή σε επίπεδο κυβερνητικών κλιμακίων και υψηλόβαθμων στελεχών στους διωκτικούς μηχανισμούς, για την πολιτικο-στρατιωτική δομή της που «υλοποίησε» την ιδεολογία της, για το γεγονός ότι πρόκειται για ναζιστική εγκληματική οργάνωση με διπλό λόγο (άλλο λόγο για τους εκτός και άλλο για τους μέσα), για τις αντιφάσεις του εξωφρενικού πορίσματος της εισαγγελέως.
Η Χρυσή Αυγή: μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση
Το ζήτημα της εγκληματικής οργάνωσης απασχόλησε πολύ, ήδη από το 2013, απ’ όταν δηλαδή είχαν εκφραστεί αντιρρήσεις στη διακοπή της χρηματοδότησής της από τη Βουλή και στη χρήση του Άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα για τη δίωξή της. Έγραφε τότε η δικηγόρος Κλειώ Παπαπαντολέων: «Προφανώς, το αρ. 187 Π.Κ. είναι πολλαπλώς προβληματικό. Πράγματι διευρύνει υπέρμετρα το αξιόποινο και ως εκ τούτου έχει ζητήματα συνταγματικότητας. [Όμως] χιλιάδες άνθρωποι έχουν δικαστεί με αυτόν τον προβληματικό νόμο εδώ και 15 χρόνια· τυχόν εξαίρεση ειδικά για τη Χ.Α. θα συνιστούσε απαράδεκτη ευμενή διακριτική μεταχείριση» (RedNotebook, 15.3.2014). Γράφει τώρα ο Καμπαγιάννης:
Τι συνιστά ένταξη και τι μέλος, και μάλιστα σε μια εγκληματική οργάνωση που έχει ενδυθεί μανδύα κόμματος; Η απάντηση του κατηγορητηρίου είναι σαφής: η ένταξη στης ομάδες κρούσης της οργάνωσης και η τέλεση αξιόποινης πράξης στο πλαίσιο δράσης της οργάνωσης (σ. 23).
Το δικαστήριο –δείχνει ο συγγραφέας– είχε αδιάσειστα στοιχεία ότι η εκπαίδευση, η δράση και οι ιδεολογικοί στόχοι αντιστοιχούν πλήρως στην εθνικοσοσιαλιστική πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση που περιγράφει το πρώτο καταστατικό της Χρυσής Αυγής – αυτό που εκείνη αρνείται, αλλά που η ίδια είχε ταχυδρομήσει στο αριστερό περιοδικό «Σχολιαστής», και που προσκόμισε στο δικαστήριο ο Δημήτρης Ψαρράς.
Ο Καμπαγιάννης είναι κατηγορηματικός: ο μακρύς κατάλογος του ναζιστικού ακτιβισμού δεν αποτελεί άθροισμα «μεμονωμένων δράσεων μεμονωμένων μελών»: «Αν ήταν έτσι», γράφει, «δεν θα είχαμε εμπλοκή ολόκληρων τοπικών και των ομάδων ασφαλείας στην τέλεση αξιόποινων πράξεων» (σ. 216). Δεν πρόκειται για δράση εγκληματικών θυλάκων, ανεξάρτητων από την ηγεσία. Αν ήταν έτσι, η τοπική οργάνωση της Νίκαιας δεν θα αποτελούσε πρότυπο (σ. 158-9) – και οι πειθαρχημένοι μπράβοι της θα διαγράφονταν: δεν θα δούλευαν στην ασφάλεια των γραφείων του Αρχηγού. Τέλος, δεν έχουμε να κάνουμε με εγκληματικό θύλακα συνδεδεμένο με μέρος της ηγεσίας: πέρα από τον Λαγό, ο Κασιδιάρης εκπαιδεύει και συγκαλύπτει, ο Γερμενής και ο Παναγιώταρος έχουν οργανικό ρόλο στον κεντρικό σχεδιασμό, και το ίδιο και οι Μίχος, Κούζηλος και Μπαρμπαρούσης σε επιμέρους επιθέσεις (σ. 217).
Λύκοι και μέλισσες
Ο Καμπαγιάννης πετυχαίνει μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στη μεγάλη εικόνα και τον σημαντικό ρόλο των μεμονωμένων ανθρώπων. Από τη μια, δείχνει πειστικά τις πολιτικές ευκαιρίες –με πρώτη την κρατική διαχείριση του προσφυγικού μετά το 2008– που έκαναν τη Χρυσή Αυγή (ακόμα πιο) «φιλική» δύναμη στην Αστυνομία. Θυμίζει την προκλητική ανοχή και στήριξη που είχαν οι «Λύκοι» σε επίπεδο ΓΑΔΑ, αλλά και μεγάλων μέσων ενημέρωσης (με αξιωματικούς να δίνουν σε συλληφθέντες ναζί ως και άλλα ρούχα, για να μην καταγραφούν ως επίδοξοι δολοφόνοι φορώντας τα μπλουζάκια του «κόμματος», και το Βήμα να μεταφέρει τη γραμμή της Αστυνομίας). Θυμίζει την εγκάρδια συνεννόηση του Κασιδιάρη με τον γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, τον Τάκη Μπαλτάκο. Αναδεικνύει τις αποσιωπήσεις, τις αντιφάσεις και τις παλινωδίες της εισαγγελέως που υπογράφει το αθωωτικό για την ηγεσία πόρισμα.
Από την άλλη, διαβάζουμε με συγκίνηση για τις φοιτήτριες από το Κερατσίνι, που μετά τη δολοφονία του Παύλου αψήφησαν τον φόβο και τις οικογενειακές πιέσεις – και τα έβαλαν, από αίσθημα δικαίου ασίγαστο, με τους λύκους. Η πιο τρυφερή ίσως εικόνα κρατιέται για το τέλος:
Ο εντολέας μας, ο Αμπουζίντ Εμπάρακ, σώθηκε από θαύμα […] Στο ξεκίνημα της διαδικασίας είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη δυσπιστία του και τη δυσκολία του να καταλάβει ότι χτυπήθηκε ως ξένος, ως Αιγύπτιος, στην Ελλάδα […] σε μια από τις πρώτες μας συναντήσεις […] στράφηκε στη μεταφράστριά μας, τη Ραμπάπ, και είπε κάτι γελώντας. Τη ρωτήσαμε τι λέει. Και μας απάντησε: «Λέει ότι πριν σας γνωρίσει, τα πράγματα ήταν εύκολα γι’ αυτόν. Έλεγε ότι μπήκαν οι Έλληνες στο σπίτι του και τον σκότωσαν. Τώρα όμως που σας γνώρισε, του κάνετε τη ζωή του πιο δύσκολη […] Σήμερα ο εντολέας μας ξέρει ότι δεν προσπάθησαν να τον σκοτώσουν οι “Έλληνες” […] Βοήθησε σε αυτό η κυρία Φύσσα που έμεινε στη συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας. Θα μπορούσε να φύγει όταν τελείωσε η εξέταση των μαρτύρων της οικογενειακής της υπόθεσης. Ήταν όμως εδώ […] Η εικόνα μιας μαυροφορεμένης μάνας, Ελληνίδας, που έχει χάσει το παιδί της, ξεκαθάρισε στο μυαλό του εντολέα μας ότι οι διαχωρισμοί δεν είναι εθνικοί».
Η δουλειά του Καμπαγιάννη, όπως και η ευαισθησία του, είναι πηγή ηθικής δύναμης πολύτιμη για τον κόσμο των Μελισσών. Έφτασε ήδη σε πολλά χέρια, ενέπνευσε θεατρικές ομάδες, κι είναι σημείο αναφοράς για ό,τι κάνουμε ως τις 7 Οκτώβρη. Θα τη χρειαστούμε και μετά.