Το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη «Ευρωκομμουνισμός» (Πόλις 2015) ήταν αφορμή για να ξαναρχίσει μια παλιά συζήτηση· θέμα της, το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που, «στη δομή πολιτικών ευκαιριών που ανοίγει με την Αντίσταση, την ψυχροπολεμική εποχή, την αποσταλινοποίηση και τη μεταβατική περίοδο 1964-1968», επιχείρησε να μετατρέψει «το ‘συγκριτικό πλεονέκτημα’ της κομμουνιστικής πολιτικής, την ικανότητα κινητοποίησης των μαζών και αντιπροσώπευσης του ριζοσπαστισμού, σε μια πλήρη, νομιμοποιημένη, με πλειοψηφική κλίση συμμετοχή στους θεσμούς των ψυχροπολεμικών δημοκρατιών» (σ. 47-50).
Λέω ότι ο «Ευρωκομμουνισμός» ήταν αφορμή, γιατί καθώς στο βιβλίο το Μπαλαμπανίδη η αυλαία πέφτει το 1989, η αιτία προφανώς δεν είναι τα «παλιά». Ο λόγος που η συζήτηση ξανανοίγει, και που τώρα ούτε στο «ακαδημαϊκό» κοινό περιορίζεται, ούτε έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον, είναι το κυβερνητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ: μια κάποια αναβίωση του ευρωκομμουνισμού στη διαδρομή του μόνου από τα σημερινά κόμματα που διεκδίκησε –έστω εν μέρει και αντιφατικά– την ευρωκομμουνιστική κληρονομιά, επιχειρώντας να είναι ταυτόχρονα «κόμμα αγώνα και κόμμα διακυβέρνησης», με τη γνωστή έκβαση.
Όπως συμβαίνει πάντα, κάθε συζήτηση για τα παρελθόντα «βλέπει» όσα επιτρέπει ή τονίζει η εποχή, παραγνωρίζοντας αντίστοιχα ορισμένα άλλα. Φαίνεται, έτσι, πως, στη σημερινή εκδοχή της, αναπόφευκτα στη σκιά της συντηρητικής «προσαρμογής» του ΣΥΡΙΖΑ, η «επιστροφή» στον ευρωκομμουνισμό προσπερνά μερικές από τις βασικές θεματικές του που μας απασχόλησαν ως και τη διάσπαση του καλοκαιριού: τη «θωράκιση» του κράτους απέναντι στους λαϊκούς αγώνες και τη δυνατότητα των τελευταίων να «υπερβαίνουν» το κράτος· την κρίση εκπροσώπησης, την κρατικοποίηση των κομμάτων και την άνοδο του νεοφασισμού· τη σχέση του εθνικού με το διεθνές και το ζήτημα των συμμαχιών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων· την «ένταση» στο τρίγωνο κόμμα-κράτος-αγώνες και την προοπτική της αντικαπιταλιστικής ρήξης. Στα σημερινά συμφραζόμενα, το ζήτημα μοιάζει να αφορά μία μόνο από τις θεματικές αυτές, τον «Ιστορικό Συμβιβασμό»· με τους όρους του Μπαλαμπανίδη, το πώς «τα ισχυρά πολιτικά μηνύματα, της αδιάλλακτης εναντίωσης στη λιτότητα [θα] μεταφράζονται σε εφαρμόσιμες προτάσεις δημόσιας πολιτικής, μέσα στα πεζά και καθόλου ηρωικά περιθώρια ελευθερίας που επιτρέπουν οι διόλου ευνοϊκοί διεθνείς συσχετισμοί»1.
Όμως, ο ευρωκομμουνισμός του ιστορικού συμβιβασμού, είτε στο ιταλικό «πρωτότυπο» αυτού του τελευταίου (της σύγκλισης του ιταλικού ΚΚ του Μπερλινγκουέρ με τη Χριστιανοδημοκρατία), είτε στη σημερινή εκδοχή των Τσίπρα και Ιγκλέσιας, που εγκαταλείπουν το «ηρωικό» χάριν του «εφαρμόσιμου», δεν είναι ο ευρωκομμουνισμός, αλλά ένας από τους ευρωκομμουνισμούς. Για την ακρίβεια, εκείνος που ενδιαφέρεται λιγότερο για την πολιτική μαζών, που για το λόγο αυτό βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπος με σημαντικά ριζοσπαστικά κινήματα (πιο σφοδρά με το γαλλικό Μάη, πιο «διαλογικά» με το ιταλικό «Θερμό Φθινόπωρο»), και εκείνος που τελικά δεν απέτρεψε την απορρόφηση ή τη διολίσθησή του στη Σοσιαλδημοκρατία. Ο ευρωκομμουνισμός αυτός κερδίζει έδαφος μετά το ’70, όταν δηλαδή τα αντικαπιταλιστικά κινήματα υποχωρούν. Όπως σημειώνει ο Μπελαντής, ενώ αμέσως μετά το Μάη του ’68 ενισχύεται το διεκδικητικό προφίλ των ΚΚ στη Δύση, στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα, ήδη από τα μέσα του 1970 οι «μεγάλες μεταρρυθμίσεις» περιορίζονται ώστε να μη θέτουν σε κίνδυνο τις αναπτυξιακές και κρατικές ισορροπίες2.
Σωστά υποστηρίζει ο Μπαλαμπανίδης πως, αν κανείς μείνει να ατενίζει την πολλαπλότητα του ευρωκομμουνιστικού εγχειρήματος, κινδυνεύει να χάσει τη δυνατότητα της γενίκευσης, άρα και της (επιστημονικής) γνώσης για τα κόμματα και τις τάσεις που εγγράφηκαν στον ευρωκομμουνιστικό ορίζοντα (σ. 22). Όσο αλήθεια είναι όμως αυτό, άλλο τόσο ισχύει ότι ο ευρωκομμουνισμός δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που μας υποχρεώνει να μιλάμε για «μαρξισμούς» ή «Αριστερές». Μένοντας στην ελληνική περίπτωση, αρκεί γι’ αυτό μια απλή εμπειρική διαπίστωση: ότι οι «κληρονόμοι» της ευρωκομμουνιστικής υπόθεσης είναι σήμερα σκορπισμένοι ανάμεσα στη ΔΗΜΑΡ, τον ΣΥΡΙΖΑ (διατασικά), την Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση (συνιστώσα της ΛΑΕ) και τη Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν συνυπολογίζαμε και τις ιδιαίτερες διαδρομές ανθρώπων ή ομάδων, τότε θα ξεκινούσαμε από το μαοϊσμό και θα φτάναμε μέχρι …το Ποτάμι.
Ως γνωστόν, ο ίδιος ο Νίκος Πουλαντζάς είχε προτείνει κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ αριστερού και δεξιού ευρωκομμουνισμού – κριτήρια στη βάση των οποίων θα μπορούσε να αποτιμηθεί και η μέχρι τώρα διαδρομή της «κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ»: τη σημασία στην άμεση δημοκρατία και τα εργατικά συμβούλια· το αναπόφευκτο της σύγκρουσης (και) με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς («ότι θα υπάρξει ένα κρίσιμο, καθοριστικό σημείο, που δε θα είναι ένας εμφύλιος πόλεμος, αλλά, παρ’ όλα αυτά, θα πρόκειται για μια στιγμή βαθιάς κρίσης του Κράτους»)· την έμφαση στη λαϊκή κινητοποίηση, επί ποινή σοσιαλδημοκρατικοποίησης των αριστερών κυβερνήσεων που θα την υποβαθμίσουν («ή θα γίνει μια εκπληκτική κινητοποίηση στη βάση ή δε θα γίνει τίποτα»).
Πώς εντάσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην προβληματική αυτή; Αντιμέτωπος με μια εκρηκτική κοινωνική συνθήκη στο εσωτερικό, με την υπαρξιακή πρόσδεση του ελληνικού αστισμού στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την εχθρότητα αυτής της τελευταίας απέναντι και στην πιο μετριοπαθή πολιτική απόκλιση, ο ΣΥΡΙΖΑ υποκατέστησε από νωρίς την πολιτική μαζών με έναν αντιμνημονιακό κυβερνητισμό, στον οποίο προσαρμόστηκαν όλες ανεξαιρέτως οι τάσεις του – αν και με αξιοσημείωτες διαφορές. Το κόμμα ως βασικό εργαλείο μαζικής κινητοποίησης εξουδετερώθηκε, με το κέντρο βάρους να μεταφέρεται στη Βουλή και το πρωθυπουργικό γραφείο, πιο κοντά δηλαδή στο κράτος· η δε συγκρουσιακή ρητορική του αντικαταστάθηκε με μια νέα, υπεραπλουστευμένη, εστιασμένη στην «εθνική σωτηρία», την «πολιτική ομαλότητα» και τη «συνεννόηση με τους εταίρους». Όλα αυτά, όχι χάριν ενός οποιουδήποτε λαϊκισμού. Αλλά προκειμένου οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες του κόμματος να «εθνικοποιηθούν», να συμπεριλάβουν δηλαδή συντηρητικά κοινωνικά στρώματα και πολιτικούς παράγοντες του αστισμού, παραδοσιακά φοβικούς απέναντι στον αριστερό ριζοσπαστισμό. Την ώρα της σύγκρουσης και της ήττας από τους «θεσμούς», όταν δηλαδή ήταν αργά πια για την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, το ίδιο κέντρο που αποφάσισε την εθνικο-δημοκρατική γραμμή του «ιστορικού συμβιβασμού», επέβαλε ως στρατηγική (;) του κόμματος τον μνημονιακό κυβερνητισμό: την απορρόφηση του «κόμματος αγώνα» στο «κόμμα (μνημονιακής) διακυβέρνησης», με ένα τμήμα της ευρωκομμουνιστικής ηγεσίας του να απαξιώνει, ως «εθνικό βολονταρισμό», την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας «απέναντι στο δικό μας κράτος και το δικό μας κεφάλαιο» – την προτεραιότητα που τόνιζε ο Νίκος Πουλαντζάς (βλ. «Οι Κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό») και που θα τον διαφοροποιούσε από το σοσιαλφιλελεύθερο Κέντρο.
Λίγους μόλις μήνες μετά το θερινό «δράμα», ενδεικτική τους είδους της προσαρμογής είναι η στάση κόμματος και κυβέρνησης απέναντι στους αγρότες. Ενώ η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στον αγροτικό κόσμο, τόσο τον Ιανουάριο, όσο και το Σεπτέμβριο του 2015 (28,5% και 33,9% αντίστοιχα) συνέβαλε χωρίς αμφιβολία στην ευρεία νίκη επί της ΝΔ, σήμερα, που η παραμονή στην κυβέρνηση περνά από την εφαρμογή «δεσμεύσεων» που απειλούν (και) αυτές τις σχέσεις εκπροσώπησης, ο ΣΥΡΙΖΑ «ανακαλύπτει» ότι οι αγρότες δεν είναι όλοι το ίδιο φτωχοί. Υιοθετεί, δηλαδή, μια «αντιλαϊκιστική» επιχειρηματολογία που θα είχε μεγαλύτερη αξία (και ειλικρίνεια…), όχι μόνο αν διατυπωνόταν νωρίτερα, αλλά αν υποστήριζε τη φορολόγηση, σήμερα, των πλουσιότερων από τους αγρότες για να στηριχτεί το κοινωνικό κράτος που θα στήριζε τους άνεργους. Παρόμοιες «προσαρμογές» και αντίστοιχες εκλογικεύσεις εντοπίζει κανείς και σε άλλα ζητήματα, από τις ιδιωτικοποιήσεις και το Ασφαλιστικό ως το πρόσφατο αίσχος με το Εθνικό Θέατρο.
Στη νέα περίοδο, οι συστάσεις των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ, η μεν κυβέρνηση να μην εξιδανικεύσει την ήττα, το δε κόμμα να συνεχίσει να στηρίζεται στη μαζική κινητοποίηση3, έχουν πέσει με πάταγο στο κενό: η φιέστα της περασμένης εβδομάδας για τον εορτασμό του ενός χρόνου στην κυβέρνηση έδειξε ότι η μαζική κινητοποίηση αφορά πια μόνο τη νομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, και αποκλειστικά με τη νομιμοποίηση του προέδρου και πρωθυπουργού, χωρίς αναχρονιστικές διαμεσολαβήσεις (βλ. συνέδριο). Στα συμφραζόμενα αυτά, πράγματι, ο μόνος «ευρωκομμουνισμός» που έχει σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός ενός σοσιαλφιλελεύθερου ιστορικού συμβιβασμού: χωρίς κόμμα να διαμεσολαβεί τις σχέσεις κυβέρνησης-κατώτερων στρωμάτων και χωρίς η «θεσμική ενσωμάτωση» αυτών των τελευταίων να ξεπερνά τα όρια των προνοιακών παροχών για την ανακούφιση της ακραίας φτώχειας. Ό,τι φαίνεται δε να αρνείται η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, ασκώντας ωμές πιέσεις για ταχύτερη προσαρμογή, είναι κι αυτός ακόμα ο επώδυνος συμβιβασμός.
***
«Η έκφραση ‘φαντάσματα του Μαρξ’», γράφει ο Πιερ Μασρέ για το ομότιτλο βιβλίο του Ντεριντά4, «δεν δηλώνει μόνο ότι ο Μαρξ έγινε φάντασμα για εμάς που είμαστε τα παιδιά ή τα ορφανά του. Επικαλείται επίσης όλα τα φαντάσματα που στοιχειώνουν το έργο του Μαρξ […] Η κληρονομιά του τείνει προς την πλευρά αυτού που ο Ντεριντά αποκαλεί ‘φαντασματολογία: επιστήμη των φαντασμάτων, επιστήμη αυτού που επανέρχεται». «Η προνομιακή αναφορά στα «φα(ντα)σματικά» χωρία του μαρξικού έργου», καταλήγει Μασρέ, «προϋποθέτει ότι η ερμηνεία του πνεύματός του γίνεται με έναν τρόπο που ‘φιλτράρει’ την κληρονομιά του και αναδεικνύει τη διαφορετικότητα των συνιστωσών της» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Μεταφέροντας τα παραπάνω στην περίπτωσή μας, το «φιλτράρισμα» της ευρωκομμουνιστικής κληρονομιάς θάδειχνε κάτι που έχει μεγάλη σημασία για τα δικά μας αποδώ και μπρος: ότι αυτό που επανέρχεται σήμερα δεν είναι μόνο η απογοητευτική προσαρμογή της Αριστεράς στα εφικτά της κρατικής διαχείρισης – της διαχείρισης των πιο εξωφρενικών απαιτήσεων του κεφαλαίου. Είναι, επίσης, ο δρόμος της αντικαπιταλιστικής ρήξης και της πολιτικής μαζών ως προϋπόθεση για τη ρήξη αυτή– ό,τι δηλαδή απασχόλησε ευρωκομμουνιστές όπως ο Πουλαντζάς, περισσότερο από τη «διακυβέρνηση». Ο δρόμος αυτός ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να κλείσει, σε μια Ευρώπη που «αλλάζει» απαγορεύοντας τους έντιμους συμβιβασμους και αναβιώνοντας μέρα τη μέρα φαντάσματα του φασισμού.
1 Γιάννης Μπαλαμπανίδης, «Ιστορικός συμβιβασμός τότε και τώρα», Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής, 24.1.2016 (η υπογράμμιση δική μου).
2 Δημήτρης Μπελαντής, Αριστερά και Εξουσία. Ο «δημοκρατικός δρόμος» προς τον σοσιαλισμό, Τόπος, 2014
3 Leo Panitch and Sam Gindin, Treating Syriza Responsibly, The Bullet, 13.7.2015
4 Pierre Macherey, «Ο αϋλοποιημένος Μαρξ ή το πνεύμα του Ντεριντά» (μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος), Θέσεις, τεύχος 90, περίοδος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
