in

«Ευτυχισμένες μέρες πώς θα δούμε;»

Της Γιάννας Τσόκου/Κριτική για την παράσταση των «Περσών»

Πέρσες (στ. 789), μτφρ. Παναγιώτης Μουλλάς

 

Καθαρότητα και συνέπεια χαρακτηρίζει τους «Πέρσες», στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά. Λιτό το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη – ένα μεγάλο ημικύκλιο ανασηκωμένο από τη μια πλευρά, στο μπεζ της άμμου, χρωματικά ενιαίο με τον υπόλοιπο άδειο σκηνικό χώρο– μαρτυρά αφαίρεση και αυστηρότητα. Ήδη από την αρχή της παράστασης διαφαίνονται κάποια δομικά στοιχεία της: η σιωπή, η παύση. Ο κόσμος έχει πάρει τις θέσεις του στο κοίλο, τακτοποιείται, χαιρετά γνωστούς, συζητά και κάποιοι τελευταίοι μπαίνουν και ψάχνουν τις θέσεις τους, ενώ ένας ηθοποιός εισέρχεται αθόρυβα στην ορχήστρα, κάθεται στο ημικύκλιο, σιωπά και αναμένει. Έχει ενδιαφέρον το κατά πόσο αυτή η στιγμή που δίνει το έναυσμα ότι κάτι έχει αλλάξει στο χώρο, γίνεται αντιληπτή από το κοινό. Δεν γίνεται. Παρά την ένταση που εκπέμπει το στατικό σώμα, η απαραίτητη ανακοίνωση για την απενεργοποίηση των τηλεφώνων είναι αυτή που θα στρέψει την προσοχή των πολλών από τα κινητά προς τον εαυτό τους και κατ’ ακολουθία στη σκηνή.

“Μιλώ από τις παρυφές του σκοταδιού και για τα βάθη της νύχτας μιλώ. Μιλώ μέσα απ’ την πυκνή, απόλυτη σκιά. Αγαπημένε! Αν έρθεις να με βρεις, φέρε μου ένα φανάρι και χτίσε μου ένα παράθυρο να βλέπω το πλήθος που περνά στον δρόμο.” Οι στίχοι της πρωτοπόρας ιρανής Φορούγ Φαροχζάντ (1934-1967) ανοίγουν την παράσταση, όχι από στόματα ηλικιωμένων Περσών που δεν πήγαν στον πόλεμο αλλά από την Αλεξία Καλτσίκη, που ως μέλος του Χορού, εισέρχεται στην ορχήστρα και μοιράζεται με το κοινό το απόσπασμα από “Το δώρο” της Φαροχζάντ. Εκτός από τη βασίλισσα Άτοσσα, η γυναικεία παρουσία εκπροσωπείται και στο Χορό (Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου). Η πρόταση που κάνει ο Καρατζάς είναι ξεκάθαρη. Χορός είναι ο λαός, ο λαός είναι οι πολίτες, γυναίκες και άνδρες, κι εδώ συμμετέχουν σαράντα εθελοντές από τη Θεσσαλονίκη, που θα σηκωθούν από τις θέσεις τους ανάμεσα στο κοινό, σαν κάποιοι από εμάς και αθόρυβα, σταδιακά θα ενταχθούν στη δράση, σιωπηλοί αλλά ουσιαστικά παρόντες. Στο νου μου ήρθαν οι Rimini Protokoll που με την πεποίθηση ότι το θέατρο αφορά το σήμερα του πολίτη, τη ζωή, τα προβλήματα και την ιστορία του, δουλεύουν πάντα με κόσμο από τα μέρη που πηγαίνουν και μαζί του συνδιαμορφώνουν τις παραστάσεις-ντοκουμέντο, όπως για παράδειγμα στον «Προμηθέα στην Αθήνα» το 2010, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οι αριστουργηματικοί «Πέρσες» είναι άλλωστε το πρώτο «ιστορικό ντοκουμέντο» που έχουμε στο θέατρο καθώς ο Αισχύλος στην τραγωδία του αναφέρεται σε πραγματικά βιωμένα γεγονότα. Και το διαχρονικό της τραγωδίας γίνεται για άλλη μια φορά φανερό επί σκηνής: η αλαζονεία των ηγετών και οι πόλεμοι που προκαλούν, η ήττα, το βαρύ τίμημα που πληρώνεται από λαούς και κράτη, η ματαίωση της ελπίδας. “Ευτυχισμένες μέρες πώς θα δούμε;” αναρωτιέται ο Χορός στους «Πέρσες» (στ. 789), αναρωτιόμαστε και εμείς…

Μέσα από την ιρανική ποίηση, ο σκηνοθέτης εντάσσει με ευαισθησία στην παράσταση τον ποιητικό λόγο του “άλλου”, θυμίζοντας μας ότι πρόκειται για λαό με βαθιά εσωτερικότητα όπου η ποίηση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του σπουδαίου πανάρχαιου πολιτισμού. Συνήθως αντιμετωπίζουμε τους αντιπολεμικούς “Πέρσες” ως ένα σύνολο από υποταγμένους ανατολίτες που μας συγκινεί το δράμα τους, αλλά κυρίως, μέσα από τα δικά τους δεινά, βλέπουμε τους ήρωες Έλληνες και το ιδανικό πολίτευμά τους. Αντίθετα η σύγχρονη σκηνική ανάγνωση των “Περσών” στη διασκευή του σκηνοθέτη, σε στενή συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα, επιλέγει το διακειμενικό διάλογο και τονίζει το διαχρονικό στοιχείο της τραγικότητας δια της παγκόσμιας ποίησης. Συγκεκριμένα στη θέση του Γ’ Στάσιμου ακούγεται σύνθεση από στίχους ποιημάτων των: Γιάννη Ρίτσου, Τ. Σ. Έλιοτ, Σταύρου Βαβούρη, Parween Fais Zadah Malaal, Κωνσταντίνου Καβάφη, Κάριν Καρακασλί, Γιώργου Σεφέρη, Shelley και Ζωής Καρέλλη.

Στο τότε και στο τώρα, στο αρχετυπικό και στο σύγχρονο, στην αέναη σχέση λαού και εξουσίας, εστιάζει η παράσταση κάνοντας στο τέλος της σαφές ότι η εξουσία, όταν γίνεται αλαζονική, δεν μένει ατιμώρητη από το λαό της. Συνήθως στις διδασκαλίες των «Περσών» η Άτοσσα κάνει στο τέλος αυτό που δηλώνει στο Χορό: “Κι όμως να ξέρετε: Αν νικήσει ο γιος μου, θα ΄ναι άντρας θαυμαστός. Αν δεν νικήσει, δεν έχει στην πατρίδα του να δώσει λόγο” (στ. 213), και με κάθε τρόπο, μετά την ατιμωτική του παρουσία, τον βοηθά να παραμείνει μονάρχης. Στους «Πέρσες» του Καρατζά, ο λαός τιμωρός, μέσα στον θυμό και την οδύνη, σαν ένα σμάρι παρασύρει μέσα του τον Ξέρξη (Μιχάλης Οικονόμου) και τον βγάζει από τη σκηνή. Για να τον λιντσάρει;

Ο συμβολισμός των κοστουμιών της Ιωάννας Τσάμη, έχει κι αυτός τη σημασία του: οι εθελοντές πολίτες, όπως και ο Χορός, με προσεγμένα καθημερινά ρούχα, η Άτοσσα με το κλασικό ανδρικό κοστούμι που φορούν σημερινές γυναίκες της εξουσίας και οι βασιλείς με μπλε κοστούμι και γραβάτα, που παραπέμπει και σε δικούς μας πολιτικούς. Η Άτοσσα, της εξαιρετικής Ρένης Πιττακή, με φίνο χιούμορ και ειρωνεία, είχε τις λεπτές ισορροπίες που έχει μάθει να κρατά διαχρονικά μια βασίλισσα, ώστε να μην επιτρέψει ούτε μια στιγμή στους υπηκόους της να φανταστούν ότι μπορούν να αμφισβητήσουν την εξουσία παρά την όποια αποτυχία και ήττα. “Για τα κορμιά των φίλων, μιλάς” θα ξεκαθαρίσει ο Χορός στον Αγγελιαφόρο και συνεχίζει “πεθαίνουμε με εκείνους που πεθαίνουν” ζητώντας να μάθει για τους δικούς του, όπως παλιά στα χωριά οι κάτοικοι μαζεύονταν γύρω από τον ταχυδρόμο, όταν έφερνε τα νέα από τον έξω κόσμο. Λιτός και με καθαρό λόγο, ο Χρήστος Λούλης θα μεταφέρει με αγωνία όσα γνωρίζει μέχρι να πέσει εξουθενωμένος στο πάτωμα. Ο Καρατζάς δίνει στοχευμένα τη δυνατότητα στο Χορό να διεκδικήσει το δικαίωμα στο λόγο παρά το δυστοπικό της κατάστασης. Αισθητικά κορυφαία η στιγμή της επίκλησης, όταν δεκάδες κορμιά ξαπλώνουν στο χώμα, καλώντας το νεκρό βασιλιά να τους συμπαρασταθεί με τη σοφία του. Αντίθετα η στιγμή της εμφάνισής του Δαρείου (Γιώργος Γάλλος) που διαδραματίστηκε στο πίσω-πίσω μέρος της σκηνής έμοιαζε να γίνεται λίγο ερήμην μας. Επιπλέον ήταν περισσότερο η τρυφερή συνάντηση ενός ζευγαριού που έχει να τα πει καιρό παρά η απεύθυνση του βασιλιά στον λαό του.

Φέρνοντας ξανά στο νου μου την παράσταση όπως την βλέπαμε από ψηλά στο θέατρο Δάσους, μου έρχεται στο νου η εικόνα της σκακιέρας, όπως την παρακολουθείς από απόσταση και παρατηρείς τις κινήσεις των παικτών. Εδώ ίσως να έγκειται και η όποια αδυναμία της, δηλαδή ότι εύκολα διάβαζες την πρόθεση του σκηνοθέτη. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά ούτε καλό ούτε κακό, όταν όμως καλύπτει τη ψυχή της παράστασης τότε μπορεί κάποιες στιγμές να σε μετατρέψει σε ψυχρό παρατηρητή. Έτσι παρά τη θετική αίσθηση που αφήνει η παράσταση θεωρώ ότι υπήρχαν σημεία που ήθελαν κάτι ακόμη για να βρεθεί η ισορροπία, όπως για παράδειγμα ο ρυθμός. Δεν έφταιγαν οι γεμάτες σιωπές. Το πιο προβληματικό κομμάτι ήταν το ηχοτοπίο (Γιώργος Πούλιος), όταν γινόταν επιθετικό, με τους σε βαθμό δυσφορίας στριγκούς ήχους από τα μικρόφωνα, που έτεμναν την παράσταση και αποπροσανατόλιζαν. Στοιχείο σύγχρονο η επιλογή των ήχων αυτών, που βέβαια παρέπεμπαν σε διαδηλώσεις και ταυτόχρονα σε χθόνιες αρχετυπικές κραυγές, όμως τους έλειπε ο συνδετικός κρίκος με την υπόλοιπη δράση.

Τέλος μόνο καλά μπορώ να πω για τους ηθοποιούς, την εσωτερικότητα τους, την ακρίβεια στις κινήσεις τους (Τάσος Καραχάλιος) όπως και των εθελοντών, την υποκριτική σύμπνοια και καθαρή εκφορά του λόγου στη στέρεη μετάφραση του Πάνου Μουλλά. Και βέβαια τη μεγάλη χαρά να βλέπουμε και πάλι τη σπουδαία Ρένη Πιττακή που τόσες συγκινήσεις της χρωστάμε.

*Η Γιάννα Τσόκου είναι θεατρολόγος

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Βίντεο από τις χθεσινές διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη

Νέα γυναικοκτονία: Απεβίωσε η γυναίκα από την Κομοτηνή που ο σύζυγός της περιέλουσε με βενζίνη