Η επιλογή της κυβέρνησης να αποπολιτικοποιήσει τις ευρωεκλογές (“δεν έχει σημασία ποιος θα βγει πρώτος”, μας ενημερώνει ο Βενιζέλος), είναι προφανής και απολύτως κατανοητή. Με τις κακόηχες νύξεις περί νέου δανείου και νέου μνημονίου να πληθαίνουν καταστρέφοντας το εορταστικό κλίμα για τα στοιχεία της Eurostat, ο πήχυς μπαίνει σαφώς στη μείωση, κατά το δυνατόν, της διαφοράς ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ – δευτερευόντως και σε μια καταγραφή της “Ελιάς” εντός ορίων αξιοπρεπείας.
Αν όμως ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν τους λόγους τους να κρατάνε “χαμηλά” τη συζήτηση περί Ευρώπης, πώς συζητάμε για τα “ευρωπαϊκά” εμείς στην Αριστερά; Στον έβδομο χρόνο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, με τα σενάρια περί διάλυσης της Ευρωζώνης να πληθαίνουν, και με τα προγνωστικά να δείχνουν σοβαρή ενίσχυση της Αριστεράς στην επόμενη Ευρωβουλή, ο προβληματισμός σε μεγάλα τμήματά της δείχνει καθηλωμένος στο σημείο που βρισκόταν και πριν συμβούν όλα αυτά.
* Μιλώντας πρόσφατα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο Δημήτρης Κουτσούμπας τονίζει ότι “τα κόμματα –θέλουν δεν θέλουν– χωρίζονται σε κόμματα που υπερασπίζονται την ΕΕ, τα μονοπώλια από τη μία μεριά, και στα κόμματα, όπως το ΚΚΕ από την άλλη, που παλεύει για αποδέσμευση από την ΕΕ” (19.4.2014).
* Λίγες μέρες νωρίτερα, στην Εφημερίδα των Συντακτών (“Για έναν αριστερό ευρωσκεπτικισμό”, 16.4.2014), ο Παναγιώτης Σωτήρης διαπιστώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ “εγκατέλειψε το καμιά θυσία για το ευρώ” (πότε όμως συνέβη αυτό;) και προειδοποιεί ότι “έτσι εκχωρείται ένας κρίσιμος πολιτικός χώρος στην Ακροδεξιά”. Σε εκτενέστερη εκδοχή του ίδιου άρθρου στο περιοδικό Εκτός Γραμμής, ο ίδιος παραδέχεται βεβαίως ότι “τα κόμματα της Ακροδεξιάς δεν διατυπώνουν ευθείς στόχους ρήξης με την ΕΕ” – σε κάθε περίπτωση, όμως, “καπηλεύονται το ότι φαίνονται να είναι τα μόνα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σ΄ ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από αβάσταχτη ευρωφιλία”.
* Στην Ελευθεροτυπία και πάλι, και σε άρθρο του που “απαντά” στον Ετιέν Μπαλιμπάρ, με τον εύγλωττο τίτλο “Η Ευρώπη των Εθνών”, ο Απόστολος Διαμαντής εκτιμά ότι “οι ευρωσκεπτικιστές όλων των τάσεων θα θριαμβεύσουν”. Επισημαίνοντας δε ότι η ΕΕ “έχει παραδοθεί στη Γερμανία”, φτάνει στο δέον γενέσθαι χωρίς περιστροφές: τώρα “πρέπει ο καθένας να κοιτάξει πρώτα το σπίτι του” (19.4.2014).
* Καταλογίζοντας, τέλος, στον ΣΥΡΙΖΑ “κενό πραγματιστικής πολιτικής με απεύθυνση εθνικού ακροατηρίου”, o Θέμης Τζήμας σημειώνει στο tvxs ότι “σε αυτήν την πραγματικότητα, κάθε πολιτική δύναμη, ασχέτως του αν είναι αριστερή ή κεντρώα [η υπογράμμιση δική μου], εφόσον θέλει όντως να διαθέτει γειωμένη στην πραγματικότητα εναλλακτική πρόταση με μαζική απεύθυνση, οφείλει να έχει έτοιμο εναλλακτικό σχέδιο, που θέλοντας και μη περνάει μέσα και από τη ρήξη με την ευρωζώνη” (19.4.2014).
Προσπαθώ πάντα να βλέπω το ισχυρό μέρος των απόψεων με τις οποίες διαφωνώ – μου φαίνεται στοιχειώδης προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση που να έχει νόημα. Το λέω αυτό γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, κι έπειτα από ένα μεγάλο όγκο συναφούς αρθρογραφίας (χώρια οι δημόσιες εκδηλώσεις και οι εσωκομματικές διαδικασίες), οι απόψεις αυτές μου φαίνεται να μην έχουν πια κανένα ισχυρό μέρος – για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί μοιάζει να μην έχουν καμιά αγωνία για τη μέση και τη μακρά διάρκεια – για τη στρατηγική της Αριστεράς εν μέσω παγκόσμιας κρίσης, εν μέσω δηλαδή μιας συνθήκης που τείνει να συνδέει στενότερα τα επαναστατικά κινήματα διάφορων χωρών στη βάση των όλο και πιο κοινών προβλημάτων. Την αγωνία για τη στρατηγική δεν την περιμένω βεβαίως από την Ακροδεξιά – εξ ου και οι συγκρίσεις μου φαίνονται αδόκιμες.
Δεύτερον, γιατί σύγκρουση με την ευρωζώνη μπορεί να υλοποιήσει στην πραγματικότητα μόνο κάποιος που διαφωνεί με τη δομή της, άρα μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αλλά και αντίστροφα: μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι αδύνατο να μη συγκρουστεί με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, στο βαθμό που το πρόγραμμα αυτό είναι ασύμβατο με την περίφημη “αρχιτεκτονική” της ΕΕ. Το γεγονός ότι τα ιδρυτικά ντοκουμέντα του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνουν την ασυμβατότητα αυτή με διάφορους τρόπους εξακολουθεί να μην απασχολεί την εντός, εκτός και επί τα αυτά κριτική περί τα “ευρωπαϊκά”. Δεδομένου όμως ότι αυτή η θέση περί ασυμβατότητας φαίνεται ότι θα επιβεβαιωθεί σύντομα, αυτό που περισσότερο χρειαζόμαστε είναι μια σκέψη για τη βραχεία διάρκεια που δεν αφορά τη “σύγκρουση” γενικώς, αλλά πολύ ειδικώς, το επίπεδο οργάνωσης του κινήματος και των κινημάτων σε ευρωπαϊκή κλίμακα· τις προϋποθέσεις, με άλλα λόγια, που θα κάνουν τη σύγκρουση βιώσιμη.
Με τίποτα απ΄ όλα αυτά τα κρίσιμα δεν ασχολείται συνήθως ο παρ΄ ημίν “ευρωσκεπτικισμός”, μολονότι αυτά είναι τα μείζονα. Αντίθετα, προσχωρεί σε ένα δίπολο (“ευρωπαϊστές/ευρωσκεπτικιστές”) που δεν έφτιαξε η Αριστερά –εξ ου και η ανάγκη να μιλάμε για “αριστερό” ευρωπαϊσμό ή ευρωσκεπτικισμό. Και το κάνει σε μια στιγμή που η εντεινόμενη ταξική πόλωση κάνει τη διαχωριστική γραμμή Αριστεράς-Δεξιάς όλο και σαφέστερη. Αυτή η πόλωση είναι που πρέπει να καταγραφεί και στις εκλογές, αντί για τα ασύστατα αθροίσματα ευρώφιλων και ευρώφοβων που αποσύρονται στο (εθνικό) σπιτάκι τους. Ούτε ευρωπαϊσμός ούτε ευρωσκεπτικισμός, λοιπόν. Διεθνισμός και αντικαπιταλισμός – δηλαδή Αριστερά.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην Αυγή (26.4.2014)