Στις μέρες που ζούμε, με όσα δυσάρεστα και καταστροφικά συμβαίνουν και τα οποία κλιμακούμενα απειλούν, άμεσα μάλιστα, με καταστροφές κλίμακας όχι πια τοπικής, περιορισμένης χρονικής διάρκειας και ιάσιμες, αλλά παγκόσμιες, μόνιμες και αθεράπευτες (βλέπε κλιματική απορρύθμιση και απειλή ενός παγκόσμιου πυρηνικού ολοκαυτώματος), το να ασχολείται κάποιος -όπως θα επιχειρήσω- με πολύ μικρότερης κλίμακας τοπικά προβλήματα (που στην πραγματικότητα αν το καλοεξετάσουμε δεν είναι τέτοια) μπορεί να θεωρηθεί πολύ εύκολα ως μια περιττή και ανούσια ενασχόληση, αν όχι και υπονομευτική ενόψει όλων εκείνων των άλλων και μεγάλων απαιτούμενων. Ίσως και ως μια ακόμα έκφραση της τόσο πια και σε καθημερινή βάση μόδας να κατατάσσεται στην λεγόμενη woke ατζέντα (sic) κάθε αντίληψη που αμφισβητεί την «κρατούσα άποψη», εκείνη που, συχνότερα παρά σπανιότερα επιβάλλεται όχι δια του ορθού λόγου και της ανεπηρέαστης πειθούς, αλλά εντέχνως και συχνά αθέμιτα βάσει καλά ετοιμασμένων και καθόλου αθώων «προδιαγραφών» (κρατούσα άποψη by the book).
Στη χώρα μας, αρκετά χρόνια τώρα, μεγάλη συζήτηση γίνεται για το θέμα των εξορύξεων, εξορύξεων δια παν εξορυσσόμενον, εξορύξεων που όσο πιο μεγάλες κατά έκταση, βάθος και χρονική διάρκεια είναι (θα είναι), τόσο το καλύτερο για την οικονομία μας, τοπική και εθνική, μην πω και παγκόσμια. Αυτή είναι μια, η γενικότερη επί του θέματος αυτού, «επικρατούσα άποψη». Που ενισχύεται ιδιαίτερα όταν συνδέεται με την παγκόσμια ανάγκη προμήθειας των υλικών εκείνων που θα εξασφαλίσουν (και θα εξασφαλίζουν -στην καλύτερη περίπτωση μέσω μιας ολοκληρωτικής ανακύκλωσής τους) την απαιτούμενη για την όλη ανθρωπότητα και τη συνεχή της τεχνολογική ανέλιξη υλική και ενεργειακή υπερεπάρκεια εις το διηνεκές. Αυτή, η «επικρατούσα άποψη», φαίνεται εκ πρώτης όψεως όχι μόνο λογικά και πρακτικά σωστή, αλλά και ηθικά επιβεβλημένη -και εν πάση περιπτώσει εκλαμβάνεται ως η πλειοψηφούσα, έστω και απουσία αντικειμενικών καταμετρήσεων γνώμης (δημοψηφισμάτων για παράδειγμα). Επ’ αυτού του τελευταίου υπάρχει βέβαια (και νομικά επιβάλλεται) η λεγόμενη σε τέτοιες και παρόμοιες περιπτώσεις «δημόσια διαβούλευση» που (υποτίθεται πως) υποκαθιστά τα δημοψηφίσματα. Πόσο όμως είναι αυτή η δημόσια διαβούλευση στη χώρα μας αδιάβλητη; Και το κυριότερο, παίζει άραγε αυτή κάποιον αποφασιστικό ρόλο στις τελικά υλοποιούμενες αποφάσεις ή μήπως χρησιμοποιείται απλά ως προκάλυμμα (άλλοθι) για να εφαρμοστούν με νομιμοφανή μανδύα οι προειλημμένες προς υλοποίηση αποφάσεις;
Δημόσια διαβούλευση: Σκόπιμα βεβιασμένη, ατελής, εντέχνως υπονομευμένη και εν τέλει καθόλου δεσμευτική
Καθόλου καλή δεν είναι η εμπειρία στη χώρα μας από τις δημόσιες διαβουλεύσεις όταν αφορούν θέματα για τα οποία μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι κυβερνητικές τους προεκτάσεις δείχνουν ιδιαίτερο επενδυτικό ενδιαφέρον. Σε τέτοιες περιπτώσεις ασκούνται από μέρους τους ισχυρές πιέσεις, φανερές και πολύ περισσότερο αδιαφανείς, έγκαιρα και πίσω από κλειστές πόρτες, εν αγνοία και πριν την όποια σχετική περί των σχεδιαζόμενων πληροφόρηση των τοπικών κοινωνιών.
Περιφερειάρχες και δήμαρχοι, ιδίως οι δεύτεροι, είναι οι πρώτοι στόχοι αυτής της προσπάθειας. Και εναπόκειται στην ορθοφροσύνη, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του καθένα τους και την αίσθηση καθήκοντος απέναντι στους πολίτες αν και κατά πόσο θα αντισταθούν ή θα υποκύψουν στο τραγούδι των Σειρήνων, ενίοτε και στους έναντί τους εκβιασμούς όπου αυτοί μπορούν να επιστρατευτούν. Και ξέρουμε πως στη χώρα μας δεν είναι δα και άγνωστο το είδος των επηρεαζόμενων στις αποφάσεις τους τοπικών αρχόντων όταν αυτές ανταμείβονται με δελεαστικά ανταλλάγματα. Τέτοια, και ουκ ολίγα, συνέβησαν με υπουργούς, τι εμποδίζει να έχουν συμβεί, και να συμβούν, με περιφερειάρχες και δημάρχους; Επί πλέον, έχει και νομοθετική πλέον κατοχύρωση με τους εν ισχύει αναπτυξιακούς και περιβαλλοντικούς νόμους της πρώτης διακυβέρνησης Μητσοτάκη η βεβιασμένη και εκ των πραγμάτων ατελής έως διαβλητή προ-εγκριτική διαδικασία για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και έργων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο διευκολύνεται ιδιαίτερα η υπονόμευση κάθε προσπάθειας για μια ουσιαστική -και προ παντός δεσμευτική από μέρους της πολιτείας κατάληξή της- δημόσια διαβούλευση. Στην πράξη αυτή χρησιμεύει (έχει χρησιμεύσει) μόνο ως προκάλυμμα δήθεν νομιμότητας και δημοκρατικότητας για τις εκ των άνω προειλημμένες αποφάσεις. Οι τοπικές κοινωνίες μένουν με τις υποσχέσεις των προηγηθέντων προπαγανδιστικών «ενημερώσεων», που κατά κανόνα και σκοπίμως γίνονται με ασαφή και ελλιπή στοιχεία και δήθεν αφορούν απλά και μόνο την λόγω περιέργειας (;;!!) διερεύνηση της ύπαρξης κάποιου κοιτάσματος (να ξέρουμε βρε αδερφέ τι κρύβει το υπέδαφος και μετά …εσείς θα αποφασίσετε) και όχι την οπωσδήποτε προειλημμένη απόφαση εξόρυξής του.
Γιατί, θα μου πείτε όμως, να μεμψιμοιρούμε για όλα τα παραπάνω όταν η ανάγκη για την εξόρυξη «κρίσιμων» και «στρατηγικών» πρώτων υλών θεωρείται σχεδόν εκ των ών ουκ άνευ για την απρόσκοπτη στο μέλλον δια- ή απλά επι-βίωσή μας και την τεχνολογική μας ανέλιξη, δια της οποίας, ή ακόμα και εξαιτίας της οποίας, ίσως παραστεί ανάγκη να μετοικίσουμε στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον σε άλλον ή άλλους πλανήτες; Ο Elon Mask εξάλλου μας έχει ήδη έτοιμα τα απαιτούμενα προς τούτο οχήματα, ένα νεύμα περιμένει.
Make Greece Great Again (!)
Την ανάγκη εντατικής και εκτατικής εξόρυξης «κρίσιμων» και «στρατηγικών» πρώτων υλών-μετάλλων (και όχι μόνο, πώς να ξεχάσουμε τα ορυκτά καύσιμα;) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας την ασπάσθηκαν σφόδρα και εκ των πρώτων και οι συμπατριώτες μας που ενεργοποιούνται στα σχετικά: οι επιχειρηματίες του εξορυκτικού κλάδου και οι επιστήμονες γεωλόγοι και κοιτασματολόγοι. Μαζί οι δυο τους, οδηγούμενοι άλλοι από καθαρά οικονομικά κίνητρα, άλλοι από επαγγελματικό πατριωτισμό, άλλοι και από τα δύο, έβαλαν κάτω χάρτες, ανασκάλεψαν όσα είναι γνωστά και άγνωστα για το εξορυκτικό ιστορικό της χώρας μας, οι πιο δραστήριοι ξαμολήθηκαν σε ερημιές, κορφοβούνια και χαράδρες για να επιστρέψουν κομίζοντας θριαμβευτικά και μεγαλόστομα τα μήλα των Εσπερίδων τους. Και τι σοδειά αλήθεια! Μάθαμε (λέει) πως η χώρα μας είναι το Eldorado σε ό,τι αφορά σχεδόν όλη τη γκάμα των κρίσιμων και στρατηγικών ορυκτών, ου μην αλλά και των ενεργειακών ορυκτών πόρων. Και πλήθυναν τα παράπονα: γιατί δεν κάνουμε την Ελλάδα μας Μεγάλη και πάλι, γιατί αναβάλουμε τη σωτηρία μας, γιατί δεν επιχορηγούμε όσο πρέπει τις σχετικές επενδύσεις, γιατί δεν τρυπάμε επί τέλους βρε αδερφέ και ό,τι βγει στο κάτω κάτω. Να μας φύγει η περιέργεια, έστω. Είναι και της εποχής «extract baby extract», κατά το to «drill baby, drill».
Δεν είναι βέβαια τόσο απλά τα πράγματα, ευτυχώς. Αν ήταν, με τη φόρα που πήραμε η χώρα μας θα ήταν ήδη ολόκληρη μια χαίνουσα εξορυκτική πληγή. Αλλά, απ’ την άλλη, δεν θέλει και πολύ για να γίνει και τέτοια. Χωρίς μάλιστα καθόλου εξασφαλισμένα τα φαντασιακά μας/τους μεγάλα οικονομικά ανταλλάγματα.
Η παγκόσμια ανάγκη για επί πλέον εξορύξεις «κρίσιμων» και «στρατηγικών» ορυκτών όντως υπάρχει παρόλα αυτά όσο η τεχνολογική μας (όλης της ανθρωπότητας) ανέλιξη αλλά και η γενίκευση της χρήσης των ΑΠΕ προς οριστική κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων παραμένουν από τα σημαντικότερα ζητούμενα της εποχής μας. Από την άλλη βέβαια θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως την ανάγκη αυτή θα πρέπει να την εξισορροπήσουμε με μιαν άλλη, εξίσου ζωτική για τη χώρα μας ειδικότερα ανάγκη, που δεν είναι άλλη από τη διατήρηση του κατά περίπτωση τοπικού περιβάλλοντος, φυσικού και κοινωνικού, σε αρμονία με το ιδιάζον φυσιογνωμικό, ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν του. Κάθε απόπειρα βίαιης και σημαντικής μεταβολής αυτών των παραμέτρων θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στις υφιστάμενες και ισορροπούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που δεν είναι παρά η κατάληξη μακρών και ήπιων διαδικασιών μιας αδιατάρακτης εξέλιξης της σχέσης του ανθρώπου (των τοπικών κοινωνιών) με τη φύση που τον (τις) περιβάλλει. Από αυτήν τη σχέση ως αφετηρία αντλείται (θα αντληθεί) και η σε κάθε περίπτωση επιδιωκόμενη στο μέλλον καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης της κάθε τοπικής κοινωνίας, πολύ περισσότερο από όσο αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας (αν είναι εφικτή) γενικής καλυτέρευσης του τεχνολογικού μας επιπέδου. Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι αιρετικό και οπισθοδρομικό να υποστηρίξουμε πως παρόλη την σε παγκόσμια κλίμακα ανάγκη εξόρυξης περισσότερων κρίσιμων και στρατηγικών ορυκτών, είναι παραπάνω από Ιφιγενική θυσία το να παραδώσουμε ελαφρά τη καρδία κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο γης μας που τυχόν φιλοξενεί έστω και μικρές ποσότητες από κάποιο ή κάποια από αυτά τα κρίσιμα και στρατηγικά ορυκτά στις, όχι τόσο σωτηριολογικών όσο κερδοσκοπικών βλέψεων, βουλιμικές ορέξεις του εξορυκτικού κλάδου. Εξάλλου η Ελλάδα έχει συνεισφέρει, με τους κόπους, τα βάσανα και τις γενιές επί γενεών ανθρωποθυσίες μεταλλεργατών της και συνεχίζει να συνεισφέρει δυσανάλογο με το μέγεθός της μερίδιο στον παγκόσμιο μεταλλευτικό εφοδιασμό. Δεν υπήρξαμε καθόλου, μα καθόλου τσιγκούνηδες σ’ αυτό και το πληρώσαμε με βαριές περιβαλλοντικές ζημιές. Ας μας επιτραπεί λοιπόν να είμαστε του λοιπού λογικά φειδωλοί σε τόσο μεγάλες παραχωρήσεις. Δεν θα είναι δε τόσο η μικρότερη δική μας συνεισφορά σε κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες από τη οποία κινδυνεύει η παγκόσμια τεχνολογική ανάπτυξη και ευημερία, όσο πολύ περισσότερο κινδυνεύει από τις αλλοπρόσαλλες και καταστροφικές αποφάσεις των παγκόσμιων ηγετών, των πιο ισχυρών ιδίως. Δεν είναι δε οξύμωρο για τη χώρα μας από τη μια να προβάλλεται το επιχείρημα της αναγκαιότητας εξόρυξης κάποιων κρίσιμων ορυκτών για τη χρήση τους κυρίως στις ΑΠΕ (άρα για την προσπάθεια απαλλαγής μας από τα ορυκτά καύσιμα) και από την άλλη να δημοπρατούμε οικόπεδα για έρευνες και να σχεδιάζουμε γεωτρήσεις για άντληση, μεγάλων δε κατά τις εκτιμήσεις-επιθυμίες πολλών, ποσοτήτων ορυκτών καυσίμων από τις θάλασσες και τις στεριές μας;
Η παρελθούσα παγκόσμια εμπειρία πάντως, αλλά και η ελληνική, δεν έχει αφήσει ως παρακαταθήκη κάποιο δεδομένο πως κοινωνίες που είχαν το «προνόμιο» να κατοικούν σε μέρη «ευλογημένα» για τον υπόγειο ορυκτό τους πλούτο ευημερούσαν (ευημέρησαν) εξ αυτού. Μάλλον το αντίθετο, μέχρι και του βαθμού της απόλυτης τελικά υποβάθμισης του περιβάλλοντός τους και της υπό άθλιες μετέπειτα συνθήκες διαβίωσής τους εκεί.
Γνωρίζω βέβαια καλά πως και η τεχνολογία και το νομικό καθεστώς που διέπει τα των εξορύξεων στις ανεπτυγμένες χώρες (ειδικότερα στην ΕΕ) δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του παρελθόντος ή και του παρόντος στις υπανάπτυκτες χώρες, παρόλα αυτά, και έτσι, οι εξορύξεις, ιδίως των θειούχων μεταλλευμάτων, παραμένουν στην κατηγορία των πιο περιβαλλοντικά επιβαρυντικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχουν αθώες εξορύξεις και οι εξ αυτών θειούχων ορυκτών είναι οι επιβλαβέστερες για το περιβάλλον. Δεν υπάρχει ειδικά γι’ αυτές πλήρης ίαση στην πράξη των πληγών που αφήνουν.
Είναι για όλα τα παραπάνω που μια απόλυτα ειλικρινής, απόλυτα λεπτομερής, άνευ ασφυκτικών χρονικών περιορισμών και σε αρχικό, με όλα τα δεδομένα προσιτά στους πάντες δημόσια διαβούλευση που καταλήγει, αν καταλήγει, σε ένα αναμφισβήτητο ναι της τοπικής κοινωνίας, θα αποτελούσε (αποτελεί) τη μόνη και απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή και άνευ κοινωνικών αναταράξεων υλοποίηση της όποιας σχεδιάζεται στη χώρα μας εξορυκτικής δραστηριότητας. Χωρίς τα παραπάνω, που ποτέ δεν ακολουθήθηκαν μέχρι τώρα στην πράξη, η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής λόγω της επιβολής στην ουσία των εξορύξεων προβλέπεται αναπόφευκτη.
Προγραμματιζόμενες εξορύξεις αντιμονίου στη Χίο: Μαστίχα στο νότο, αντιμόνιο στο βορρά και τα σκυλιά δεμένα
Οι συζητούμενες εξορύξεις θειούχου μεταλλεύματος αντιμονίου στη βόρεια Χίο (στο Δημόσιο Μεταλλευτικό Χώρο Κεράμου, Νήσου Χίου, Δήμου Χίου, Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, εντός δε περιοχής Natura) σχεδιάστηκαν και είναι ήδη στο στάδιο προκήρυξης διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού εκδήλωσης ενδιαφέροντος, πριν να έχει κατατεθεί οποιαδήποτε προκαταρτική μελέτη των εκτιμώμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγραμματιζόμενου έργου, που αναμφισβήτητα δημιουργεί κινδύνους για το περιβάλλον της περιοχής. Η προκήρυξη αυτού του διαγωνισμού έγινε επίσης πριν να έχει υπάρξει η επιβαλλόμενη εκ της Συνθήκης του Aarhus αλλά και εκ του νόμου και των κοινοτικών οδηγιών, επιπρόσθετα δε και από τα: άρθρο 24, παρ. 1 και αρθρ. 10, παρ.3 του Συντάγματος, απορρέουσα υποχρέωση της Πολιτείας για πληροφόρηση με όλες τις λεπτομέρειες όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στα θέματα που σχετίζονται με το διακινδυνευόμενο από την υλοποίηση σημαντικών για το τοπικό και ευρύτερό τους περιβάλλον έργων, όπως οι εξορύξεις. Αυτή δε η υποχρέωση πληροφόρησης μπορεί να είναι το αποτέλεσμα σχετικής αίτησης των ενδιαφερόμενων, παραμένει εν τούτοις υποχρέωση της Πολιτείας και χωρίς οι ενδιαφερόμενοι να έχουν προβεί προηγουμένως σε οποιαδήποτε ενέργεια. Δεν μετατίθεται δε η υποχρέωση αυτή ούτε βέβαια επαφίεται στην ενημέρωση των πολιτών μόνο δια του τοπικού κατά περίπτωση Δημάρχου με την οπωσδήποτε ατελή του γνώση, ίσως δε και την μονομερή του προκατάληψη επί του θέματος. Αξίζει επίσης στο σημείο αυτό να επισημανθεί πως για την περιοχή των σχεδιαζόμενων εξορύξεων υφίσταται ήδη εγκεκριμένο (νόμος του κράτους) αναπτυξιακό σχέδιο στο οποίο απουσιάζει εντελώς η εξορυκτική δραστηριότητα και το οποίο ανατρέπεται εντελώς με την τυχόν μελλοντική της επιβολή.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι πολίτες κάτοικοι της περιοχής πληροφορήθηκαν για το σχεδιαζόμενο έργο εξόρυξης και κινητοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση της προκήρυξης αυτού του διαγωνισμού (13/9/2024), η δε επίσημη και καθιερωμένη στη χώρα μας ως αυστηρά μηνιαία «δημόσια διαβούλευση» άνοιξε μεταγενέστερα από τη δημοσίευση αυτή (25/9/2024), πράγματα δηλαδή ανακόλουθα και ελεγχόμενα ως προς τη νομιμότητά τους, δεδομένου ότι η δημόσια κοινή γνώμη (ο κάθε πολίτης) αφενός δεν είχε πληροφορηθεί, πολύ περισσότερο εκφραστεί για το έργο πριν αυτό προχωρήσει σε στάδιο μη ανάκλησής του εφόσον παρουσιαστεί ενδιαφερόμενος που θα πληροί τους όρους του διαγωνισμού, αφετέρου η εκ των υστέρων γνώμη της τοπικής κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ανασταλτικό/ακυρωτικό μετά από αυτό αποτέλεσμα και σε κάθε περίπτωση δεν είναι καθόλου δεσμευτική για την Πολιτεία: το μόνο που αφήνεται λοιπόν στην τοπική κοινωνία δια της αλα ελληνικά δημόσιας διαβούλευσης είναι να συμφωνήσει υποτασσόμενη σε μια προειλημμένη απόφαση ή να διαφωνήσει, άνευ όμως αντικρίσματος στη δεύτερη αυτή περίπτωση.
Από αυτήν καθαυτήν την προκήρυξη του ανοικτού διαγωνισμού και από τα λίγα προκαταρτικά που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα σε τοπικό επίπεδο (μια ενημέρωση του Δημοτικού Συμβουλίου), φαίνεται καθαρά η θετική για την τελική υλοποίηση απόφαση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και η καθόλου ασήμαντη αντίδραση της τοπικής κοινωνίας -πλην Δημάρχου- σ’ αυτήν. Προς παρακολούθηση και κρίση λοιπόν τίθεται η συνέχεια, αν υπάρξει τέτοια: αν δηλαδή εμφανιστεί(ούν) ενδιαφερόμενος(νοι), αν κατοχυρωθεί υπέρ κάποιου που θα καταθέσει Δεσμευτική Προσφορά το έργο και, το κυριότερο, κατά πόσο η τοπική κοινωνία θα βρει τρόπους να επιβάλει την όποια δική της εναλλακτική και πλειοψηφούσα άποψή της που δεν ταυτίζεται με την προειλημμένη απόφαση της Διοίκησης (του αρμόδιου υπουργείου, της κυβέρνησης εν τέλει), πράγμα που απαιτεί, και πρέπει να το γνωρίζουν αυτό στην τοπική κοινωνία , αυτό τουλάχιστον και ειδικότερα, αγώνες και θυσίες.
Κάτι ειδικότερα για το αντιμόνιο: οι χρήσεις του περιγράφονται στην προκήρυξη του Διαγωνισμού. Εκεί βλέπουμε πως πέραν από τις ειρηνικές, μεγάλο μέρος της παραγωγής του διοχετεύεται και στην πολεμική βιομηχανία και τελικά σπαταλιέται με τις καταστροφικές για την ανθρωπότητα χρήσεις της παραγωγής της, κυριολεκτικά πάει στο βρόντο δηλαδή. Επίσης αξιοσημείωτο είναι πως στην ουσία δεν φαίνεται να υπάρχει παγκόσμια έλλειψη αποθεμάτων αντιμονίου, τόσο για τις ειρηνικές όσο και για τις πολεμικές του χρήσεις. Είναι ενδεικτικό πως οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν το 2024 πολύ μικρό για το μέγεθος τους απόθεμα αντιμονίου (60.000 τόνοι) και έχουν μηδενική παραγωγή του μετάλλου αυτού τα τελευταία συνεχή χρόνια, παρόλο που διαθέτουν σημαντικά κοιτάσματά του σε Αλάσκα, Αϊντάχο, Μοντάνα και Νεβάδα. Επίσης, η τιμή του αντιμονίου στη διεθνή αγορά έπεσε το 2023 σε σχέση με το 2022 (από 6.18 σε 5.60 δολάρια ανά pound). Φαίνεται πως η θρυλούμενη πολυτιμότατα του αντιμονίου και η πυρετώδης αναζήτησή του πυροδοτείται μόνο από την ανάγκη αποδέσμευσης από την κύρια παραγωγό χώρα του, την Κίνα δηλαδή. Κατά τα άλλα, η ανεύρεση και παραγωγή του στη χώρα μας (και εντός της ΕΕ) μικρή μόνο προσθετική αξία (θα) έχει.
Αξίζει τέλος να θυμηθούμε πόσο ενορατική υπήρξε η απάντηση του Σιάτλ, αρχηγού μιας φυλής Ινδιάνων, στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Φραγκίσκο Πήρς, όταν εκείνος ζήτησε από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρνηση. Ας την αναζητήσουμε αν την ξεχάσαμε.
*Ο Σαράντης Δημητριάδης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ