Εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι στο ελληνικό σινεμά οι «μοντερνιές» περισσεύουν και οι στέρεες αφηγήσεις απουσιάζουν. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το οποίο προσφάτως μας κατέθεσε το σύνολο της εγχώριας παραγωγής, δόθηκε η ευκαιρία των αναλογικών κρίσεων και των συγκρίσεων, οι οποίες απλώς επιβεβαίωσαν το παραπάνω συμπέρασμα. Η βράβευση του «Animal» της Στέλλας Εξάρχου με το Χρυσό Αλέξανδρο μας προκάλεσε να ανατρέξουμε στο 1992, όταν στην πρώτη διεθνή διοργάνωση του θεσμού ο Γκορίτσας κατακτούσε το Χρυσό Αλέξανδρο με το «Απ’ το χιόνι» και δίπλα του, με τον Αργυρό, στεκόταν ο Περικλής Χούρσογλου, με τον «Λευτέρη Δημακόπουλο». Ένας πρώτος θρίαμβος για την τότε αγωνιζόμενη να αναδυθεί εγχώρια κινηματογραφία, η οποία πέρασαν χρόνια για να βγει στην επιφάνεια. Το γεγονός ότι αυτή η ανάδυση πραγματοποιηθηκε με το Greek weird cinema, όπως βαφτίστηκε από τη διεθνή κοινότητα, με ανάδοχο τον Γιώργο Λάνθιμο, έδωσε την ευκαιρία σε ένα σωρό «λανθιμάκια» να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα κινηματογραφικό πεδίο, που ακροβατούςε στο χάος.
Στο μεταξύ, από το 1992, ο Γκορίτσας χάθηκε στις ατραπούς του εύκολου κέρδους, αλλά ο Περικλής Χούρσογλου έμεινε να υπερασπίζει μια αφήγηματική μεστότατα, την οποία σίγουρα κατείχε και η οποία επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη «Εξέλιξη» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η ταινία κάνει έξοδο σήμερα στην αίθουσα της Ταινιοθήκης, στην Αθήνα, και η Θεσσαλονίκη αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, πόλη «εκτός συνόρων». Ωστόσο, η αναφορά στο συγκεκριμένο φιλμ έχει το νόημα της επισήμανσης μιας αφηγηματικής πρακτικής στο περιθώριο των εντυπωσιασμών, στο κέντρο αυτού που θα ονομάζαμε «ακαδημαϊκό». Αυτός ο παρεξηγημένος και συχνά παραπεταμένος όρος, βάση κάθε οικοδόμησης, έρχεται να αποδείξει την αναγκαιότητα του μέσα από την ιδιότητα του κεντρικού ήρωα (σε μεγάλου βαθμό αυτοβιογραφικό αντίγραφο του σκηνοθέτη), καθηγητή στη Σχολή Κινηματογράφου. Η αναγόρευσή του σε τακτικό καθηγητή αποτελεί αφορμή για ένα ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία του πατέρα του και την ευκαιρία να «κλείσουν λογαριασμοί» μεταξύ τους. Δεν είναι ασυνήθης η επιλογή του θέματος και στο τρένο της διαδρομής πατέρας και γιος ξεδιπλώνουν ένα παρελθοντικό ταξίδι, που έρχεται να ακουμπήσει στο μέλλον με την αναφορά στη γενιά «της εξέλιξης», των παιδιών του πρωταγωνιστή.
Παιδιά διαχειρίζεται ο ήρωας (καλός στο ρόλο ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, αλλά ακόμη καλύτερος ο πατέρας-Κολοβός) ως καθηγητής, παιδιά τον αμφισβητούν , ως καθηγητική-πατρική φιγούρα και μετά την αρχική έκρηξη της σύγκρουσής τους, ακολουθεί ένα κινηματογραφικό μάθημα προς μαθητές και θεατές. Η σεκάνς της παραδειγματικής διδασκαλίας, ταινία μέσα στην ταινία, γυρίζει το κουμπί του ρεαλισμού, μετατρέπει ανάλογα τους φωτισμούς από την επίπεδη καθημερινότητα στο φανταστικό χώρο της τέχνης, κάπως σαν σε όνειρο. . Σε αυτήν την διεκταμένη παρένθεση, ο καθηγητής -πατέρας συνειδητοποιεί ο ίδιος την αξία του παραδείγματος, τιθασεύσει την αγριεμένη νεότητα μέσω αυτού: αποδεικνύει ότι η τέχνη λειαίνει τις γωνίες, γίνεται εν τέλει ένας χώρος επιθυμίας, τόσο αναγκαίος και συνυφασμένος με την πραγματικότητα. Οι εξεπίτηδες «άδειοι» χώροι γεμίζουν, όχι μόνον από αντικείμενα, αλλά και από ζωή. Το μοντέρνο των φοιτητών συγκατοικεί με το κλασικό του καθηγητή, όπως σε κάθε φέτα τέχνης.
Στη διαδρομή της επιστροφής όλα αντιστρέφονται, στο σπίτι τα παιδιά περιμένουν να αναλάβουν τα καθήκοντα της «εξέλιξης». Ένα ήρεμο τέλος, που περιμένει να συνευρεθεί με τον εκτός της κινηματογραφικής αίθουσας βίο, εκεί που το σινεμά βρίσκει το νόημά του. Ο,τι μεσολάβησε, στην παρένθεση της μιάμισης ώρας είναι μια άλλη ζωή: δυνατή σε συγκινήσεις, ακόμη και με τις αδυναμίες της.