Το άρθρο αυτό γράφτηκε πρίν εφτά χρόνια, παρόλαυτα το ανασύρουμε και το αναδημοσιεύουμε εν όψει της αυριανής ημέρας
«Και εχρειάσθη η 21η Απριλίου δια να μη απωλεσθή η νίκη του Γράμμου» («Νέα Ελλάς», Ιούλιος 1967, σ. 14)
«Δεν θα υπάρξη μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, όταν δεν ημπορή να παρασύρη ως σειρήνα τον πένητα και νήστιν εργάτην». (Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμος Β΄ , Αθήνα 1968, σ. 38)1
Στα δυο αυτά χαρακτηριστικά αποσπάσματα παρουσιάζονται ανάγλυφα η-σύμφωνα με τη Χούντα-αιτία του πραξικοπήματος, η αποτροπή της υποτιθέμενης «κομμουνιστικής απειλής», και ο πατερναλιστικός λαϊκισμός των συνταγματαρχών.
Στην προσπάθειά της η Χούντα να δικαιολογήσει και να παρατείνει το βάρβαρο καθεστώς της, βαφτίστηκε «Απριλιανή Επανάστασις, προϊόν ιστορικής αναγκαιότητος», που απαιτούσε την «αναδιαπαιδαγώγησιν» των Ελλήνων, ώστε να γίνουν «κοινωνικά άτομα» ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια «Νέα Δημοκρατία», που θα αντικαθιστούσε τον «μεγάλον ασθενή», την παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο!
Τα παραληρήματα μεγαλείου της Χούντας δεν μπορούσαν να κρύψουν την ιδεολογική της φτώχια και την προσήλωσή της στο παρελθόν, τις παραδοσιακές αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που, κατά τον Πατακό, «αι ένοπλοι δυνάμεις είναι οι σωματοφύλακές του».
Ήδη από το πρώτο «μεσσιανικό» ανακοινωθέν του διακοσμητικού πρωθυπουργού Κ. Κόλλια, προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι πραξικοπηματίες εφάρμοζαν την κλασική λατινοαμερικάνικη συνταγή της «καθάρσεως από την φαυλοκρατίαν», ενώ δεν έλειπαν οι μεταξικής κοπής εθνικιστικές κινδυνολογίες και τα κηρύγματα «συναδελφώσεως όλων των Ελλήνων, αφού από της στιγμής αυτής δεν υπάρχουν δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί»(!). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδισε να «εκτοπίσουν προληπτικώς» στα ξερονήσια χιλιάδες αριστερούς και «συνοδοιπόρους» και να ισχυρίζονται ότι «έσωσαν την χώραν την τελευταίαν στιγμήν από κομμουνιστικήν επικράτησιν ανάλογον εκείνης της Πράγας το 1948».
Με εξαίρεση τη διαγραφή των χρεών – των πιο εύπορων – αγροτών, οι αρχικές λαϊκίστικες επαγγελίες της Χούντας αθετήθηκαν. Έτσι, το επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας δέχθηκε με ανακούφιση τις διαβεβαιώσεις του Μακαρέζου ότι «η Επανάστασις διαπνέεται από τας αρχάς της ελευθέρας οικονομίας και βασίζεται εις την ατομικήν πρωτοβουλίαν» και, επομένως, δεν κινδύνευε από «την πολιτικήν κοινωνικών μετασχηματισμών με στόχο την οικονομικήν άνοδον των χαμηλοτέρων εισοδηματικών τάξεων», όπως δημαγωγικά είχαν εξαγγείλει οι συνταγματάρχες. Εξάλλου, όπως σωστά αναλύει ο Αρ. Μάνεσης, μετά τη λαϊκή έκρηξη τον Ιούλιο του 1965, «ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων που σκέπτονταν απελπισμένα: ‘η νομιμότητα μας σκοτώνει’, τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχθούν την εκχώρηση της άσκησης της κρατικής εξουσίας σε δυναμικότερους φορείς, ενός δηλαδή καθεστώτος ‘έκτακτης ανάγκης’, οπότε το ‘βία χωρίς φράση’ θα αντικαθιστούσε το ‘βία της φράσης’ του κοινοβουλευτικού καθεστώτος».2
Όσοι επίσης αφελώς διέκριναν «νασερικές τάσεις» στους συνταγματάρχες διαψεύστηκαν γρήγορα, καθώς, αντί του «οικονομικού εθνικισμού», οι συνταγματάρχες προχώρησαν σε γενναίες παραχωρήσεις προς το ξένο – κυρίως αμερικάνικο – κεφάλαιο, ιδιαίτερα ως προς την εξαγωγή κερδών, ενώ οι Έλληνες εφοπλιστές απολάμβαναν καθεστώς «σημαίας ευκαιρίας».
Και τον υπερεθνικισμό της αναγκάστηκε να υποστείλει προσωρινά-η Χούντα. Το Νοέμβριο του 1967 συμμορφώθηκε προς τις ΝΑΤΟικές υποδείξεις και υποχώρησε στις αξιώσεις της Τουρκίας στο «Κυπριακό». Παραιτήθηκε, επίσης, των αλυτρωτικών της βλέψεων στην Αλβανία, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και συμφωνία «δικαστικών διευκολύνσεων», δηλαδή να παραδίδονται στους δήμιους της Χούντας όσοι αντίπαλοί της διέφευγαν στη γειτονική χώρα!
Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο αναδιπλωμένος, σαν το σκαντζόχοιρο, εθνικισμός της Χούντας παρέμεινε μόνο σε ρητορικό επίπεδο και για εσωτερική κατανάλωση. Την περίοδο του «αόρατου» δικτάτορα Ιωαννίδη, έβγαλε τα αγκάθια του και οδήγησε, με την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου το 1974, στη δεύτερη, μετά εκείνη του 1964 (Γ. Γρίβας), διχοτόμηση της Κύπρου. Ο τυχοδιωκτικός ελληνικός εθνικισμός έστρωσε το δρόμο στον «Ατίλα» των «θεματοφυλάκων των ιερών παραδόσεων του κεμαλισμού», δηλ. στον τουρκικό εθνικισμό.
Όσο κι αν προσπαθούσαν οι χουντικοί να εμφανιστούν ως γηγενές είδος, ως «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνικας», δεν έκρυβαν ούτε τη συμπάθεια ούτε τη συνάφειά τους με τις άλλες αμερικανόπνευστες στρατιωτικές δικτατορίες. Με προεξάρχουσες τις γκροτέσκες φιγούρες των Παττακού και Λαδά, είχαν αναλάβει «να διαπλάσσουν πολιτισμένους χαρακτήρας με τοιαύτην ευθύνην και πατριωτικήν συνείδησιν, ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων Ερυθρών Διαβόλων». Αυτή η «Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγησις», εκτός από τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα στρατοδικεία, τις φυλακές-εξορίες, περιλάμβανε: το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μαθητών και εκπαιδευτικών, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του Ελληνοβουλγαρικού λεξικού(!). Και εκτός του «αναρχοκομμουνισμού», στο στόχαστρο του χουντικού πουριτανισμού μπήκαν ο «προσωπικός αναρχισμός», και ο «ελεύθερος έρωτας του χιπισμού» που «επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις – Βαβυλώνες του εγκλήματος της αθεϊστικής Δύσης».
Γι’ αυτό και ο σοβιετολόγος Γεωργαλάς που καταπιάστηκε να επενδύσει θεωρητικά το «γύψο» και τις προγονόπληκτες γελοίες παράτες της Χούντας, κατέληξε να προτείνει ως φάρμακο για την «παρακμή της καταναλωτικής κοινωνίας» την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων»(!)
Για να απαλλαγούν οι Έλληνες «από το σαράκι του εγωκεντρισμού, για να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον Λαόν του Κυρίου» (Παπαδόπουλος), το «Εγχειρίδιον δια τα στελέχη της Εθνικής Προπαγάνδας» του συνταγματάρχη Κ. Βρυώνη συνιστούσε, αλά Γκαίμπελς, την «ακατάπαυστον δογματικήν επανάληψιν της εθνικής ιδέας, γνώμης ή απόψεως εις τον τύπον υπό μορφήν συνθήματος…το ‘Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’… ώστε ο λαός την συνηθίζει και στο τέλος η εθνική ιδέα καθίσταται πίστις του».
Η κοινωνική απομόνωση της Χούντας, η εντεινόμενη εσωτερική αντίσταση και η διεθνής κατακραυγή που την υποχρέωσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την ανάγκαζαν να απολογείται διαρκώς και να καλεί «να επιλέξουν το δρόμο του ψυχιατρείου» όσους αμφισβητούσαν την πρόθεσή της να εγκαθιδρύσει μια αλά Ραφαέλ Τρουχίλιο «Νέα Δημοκρατία». Σύμφωνα με την αλήστου μνήμης «Πολιτική Αγωγή» του Υπουργού Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου «ο παντελώς αδιαφώτιστος ελληνικός λαός έπρεπε να εκπαιδευθεί πολιτικώς εις τας ιδεολογικάς αρχάς της Επαναστάσεως»…εντρυφώντας στις παρανοϊκές ασυναρτησίες του Γ. Παπαδόπουλου. Αλλά ούτε και η «Ιδελογία της Επαναστάσεως» του Γ. Γεωργαλά κατορθώνει να πείσει ότι «η Επανάστασις υπήρξεν αντιδικτατορική και αντιολοκληρωτική» και ότι όσοι την πολεμούν είναι «αντεπαναστάτες, η αντίδρασις που εμποδίζει εμάς τους Έλληνες να γίνουμε για μια ακόμα φορά η πρωτοπορία του κόσμου».
Είναι φανερό ότι τα ιδεολογικά «πιστεύω»-αμαλγάματα της Χούντας δεν διακρίνονται για την εσωτερική συνοχή τους. Γι’ αυτό και η ταξινόμησή τους πίσω από μια και μόνη ιδεολογική ταμπέλα, όπως π.χ. «φασιστική δικτατορία», είναι απλουστευτική. Αναμφίβολα η Χούντα χρησιμοποίησε φασιστικές μεθόδους: ο αντικομμουνισμός, ο μιλιταρισμός, η διάλυση των συνδικάτων και των κομμάτων, ο υπερεθνικισμός, οι λαϊκίστικες επιθέσεις στις «παλαιοκομματικές ελίτ», η ρατσιστική προπαγάνδα κατά του «τυραννικού ασιατικού πνεύματος» (Γεωργαλάς), τα αντισημιτικά κείμενα της Αρχιεπισκοπής που διανέμονταν στο στρατό, η εμετική προβολή του Παπαδόπουλου ως «Αρχηγού της Επαναστάσεως, που είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού και υλοποιεί τα όνειρα της φυλής», οι αποτυχημένες απόπειρες να συγκροτήσει νεολαία – «Άλκιμοι» – κατά τα πρότυπα της μεταξικής ΕΟΝ και οι στενοί δεσμοί του «Κόμματος της 4ης Αυγούστου» με σημαίνοντα στελέχη της Χούντας δεν κατάφεραν να της προσφέρουν τη μαζική αντικοινοβουλευτική βάση που χαρακτήριζε τα φασιστικά καθεστώτα.
Γι’ αυτό, μπροστά στην οικονομική και πολιτική κρίση του ’71-’72, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη όμως είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτηση της, ακόμα και μέσα στο στρατό (κίνημα του Ναυτικού, ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλους»). Με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, άρχισε να αναπτύσσεται ένα ανατρεπτικό κίνημα νεολαίας, που ενσωμάτωνε όχι μόνο τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαϊκού κινήματος στη χώρα, αλλά και εμπνεόταν από το κίνημα αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, από το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, από το μεγαλειώδη απελευθερωτικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού. Ήταν η ριζοσπαστική «γενιά» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Ως προϊόν και καθεστώς κρίσης της αστικής κυριαρχίας, η πατερναλιστική – βοναπαρτιστική δικτατορία των συνταγματαρχών, απέτυχε να επιβάλει ως κυρίαρχη ιδεολογία τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη. Αντίθετα, κατά ειρωνεία της Ιστορίας, δημιούργησε τις συνθήκες μιας «εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας»-με αποκορύφωμα το αμίμητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του Μ. Θεοδωράκη-στην οποία ηγεμόνευε ιδεολογικά ο αμυντικός αντιιμπεριαλισμός-αντιαμερικανισμός της παραδοσιακής και όχι μόνο Αριστεράς, που της έλειπε όμως ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός. Έτσι η Αριστερά, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έγινε το φερέφωνο ενός εθνικού συσπειρωτικού λόγου, το αριστερό άλλοθι ενός εθνικίζοντος κατά βάθος ιδεολογήματος που ταύτιζε το σοσιαλισμό με την «κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας» – «η Ελλάδα στους Έλληνες»- και πάνω στο οποίο στήριξε το ΠΑΣΟΚ τη ραγδαία άνοδό του προς την εξουσία.
Θεσσαλονίκη 20/4/05
(Δημοσιεύτηκε στην Αυγή, 16-4-06)