Μια σύντομη συγκριτική επισκόπηση των βασικών μεγεθών της ελληνικής αγοράς εργασίας εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, υπό το πρίσμα των υπό ψήφιση ρυθμίσεων για τον εργάσιμο χρόνο δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, στο πλαίσιο της θεματικής Εργασία – Κοινωνικό κράτος – Αλληλεγγύη, με τίτλο Εργάσιμος χρόνος & υπερωριακή απασχόληση: Η ελληνική αγορά εργασίας και νομοθεσία υπό συγκριτική οπτική, σε επιμέλεια των Δανάης Κολτσίδα, δικηγόρου και πολιτικής επιστήμονα, διευθύντριας του ΙΝΠ, και Κατερίνας Τσατσαρώνη, οικονομολόγου, ερευνήτριας ΙΝΠ και συντονίστριας της σχετικής θεματικής.
Αξιοποιώντας δεδομένα ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών και σχετική βιβλιογραφία, αλλά και με τη συνεργασία ειδικών στο εργατικό δίκαιο και στις εργασιακές σχέσεις από στοχευμένες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία), το κείμενο επιχειρεί να αναδείξει το πώς ο επικαλούμενος «εξευρωπαϊσμός» του εργατικού δικαίου έχει εφαρμοστεί και λειτουργήσει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδίως μετά την υιοθέτηση της οδηγίας για τον εργάσιμο χρόνο (2003/88/EC), και κυρίως να υπενθυμίσει ότι στο πλαίσιο ενός συστήματος, όπως είναι μια αγορά εργασίας, η μεταβολή σε μία παράμετρο αλληλεπιδρά με τις υπόλοιπες. Με την έννοια αυτή, στο κείμενο υπενθυμίζονται ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής εργασίας – είτε είναι δομικού χαρακτήρα, όπως η κυριαρχία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ή η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, είτε είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης δεκαετίας λιτότητας και κρίσης και των μνημονιακών αναδιαρθρώσεων, με κυρίαρχα την υψηλή ανεργία και το χαμηλό επίπεδο των μισθών, αλλά και τη ραγδαία μείωση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Ενδεικτικά:
Στο πεδίο της απασχόλησης, η Ελλάδα κατέχει την 3η χαμηλότερη θέση ως προς τη συμμετοχή στην απασχόληση (68,4%), την 1η θέση στη συνολική ανεργία (17,3%) και στην ανεργία των νέων 15-29 ετών (35,2%), αλλά και την 1η θέση στο ποσοστό της μη οικειοθελούς μερικής απασχόλησης (66,4%).
Στο μισθολογικό πεδίο, η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του ετήσιου καθαρού μισθού, με μόνη την Πορτογαλία να βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον «παλιό» (προ της διεύρυνσης του 2004) πυρήνα της ΕΕ. Αντίστοιχα, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος μόνο από μερικές εκ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ωστόσο κατέγραψαν αύξηση την τελευταία διετία, με τη χώρα μας να είναι η μόνη – με την εξαίρεση της Ουγγαρίας – στην οποία δεν υπήρξε αύξηση του κατώτατου μισθού μετά το 2019. Με αυτό το δεδομένο εξάλλου, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι που πραγματοποιούν υπερωρίες λαμβάνουν κατά μέσο όρο στη χώρα μας 216 ευρώ/μήνα, καθιστά την εργασία αυτή σημαντική πηγή εισοδήματος.
Στο πεδίο του εργάσιμου χρόνου, η Ελλάδα έρχεται 1η με 43,9 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας στο σύνολο των απασχολούμενων – και αντίστοιχα σε πολύ ψηλή θέση (6η) με 40,7 ώρες εργασίας την εβδομάδα για το σύνολο των μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Μεταξύ των κλάδων με τον πλέον αυξημένο εργάσιμο χρόνο συγκαταλέγονται η φιλοξενία και η εστίαση (50,2 ώρες ανά εβδομάδα), το εμπόριο και οι επισκευές οχημάτων (46,1 ώρες), οι κατασκευές και οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες (43,8 ώρες), οι μεταφορές και η αποθήκευση (43,6 ώρες) και η μεταποίηση (43,2 ώρες). Αντίστοιχα, η Ελλάδα έρχεται 1η στο ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται πάνω από το ανώτατο όριο του κανονικού βάσει της ευρωπαϊκής οδηγίας εργάσιμου χρόνου των 48 ωρών (16,8% του συνόλου) και στο ποσοστό όσων εργάζονται τα σαββατοκύριακα (41,4% του συνόλου).
Εκτός της διάρκειας σημαντική είναι και η εντατικοποίηση της εργασίας, αφού η Ελλάδα έρχεται 1η στην Ευρώπη σε ποσοστό εργαζομένων που δηλώνουν ότι εργάζονται συχνά ή πάντα υπό συνθήκες πίεσης χρόνου (47,9%).
Στο επίπεδο της συλλογικής εκπροσώπησης, η Ελλάδα καταγράφει χαμηλό επίπεδο συνδικαλιστικής πυκνότητας, συμμετοχής δηλαδή εργαζομένων σε σωματεία (19,0%), με ιδιαίτερα αισθητό το έλλειμμα στο επίπεδο των χώρων εργασίας/στο επιχειρησιακό επίπεδο, ενώ ακόμα πιο σημαντικό είναι το χαμηλό ποσοστό (14,2% με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του 2017) κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο ρύθμισης με ατομικές συμβάσεις.
Σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία για τη διευθέτηση και την εποπτεία του εργάσιμου χρόνου, παρουσιάζονται τα διαφορετικά συστήματα που υπάρχουν με βάση τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και αναδεικνύεται ότι το υφιστάμενο πλαίσιο στην Ελλάδα είναι παρόμοιο με αυτό πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης επί της οδηγίας του 2003, τόσο ως προς το επίπεδο στο οποίο ρυθμίζονται τα θέματα του εργάσιμου χρόνου (με πρωτοκαθεδρία στην υποχρεωτική νομοθεσία και τη δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων με συλλογική σύμβαση), όσο και ως προς τις αρμοδιότητες και τη θεσμική θέση της Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) υπό τον Υπουργό Εργασίας.
Όπως σημειώνεται, τέλος, στα συμπεράσματα, «η Ελλάδα συγκεντρώνει μια σειρά παθογενειών, κατατασσόμενη μεταξύ των χειρότερων περιπτώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχεδόν όλους τους δείκτες», δεδομένο το οποίο οδηγεί στις εξής εκτιμήσεις σε ό,τι αφορά την επίδραση που θα έχει η επιδιωκόμενη περαιτέρω ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας :
Πρώτον, η δυνατότητα ατομικής διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου – με δεδομένη την απουσία επαρκούς συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και κάλυψης από ΣΣΕ – θα αντιστρέψει τη σχέση κανόνα-εξαίρεσης που υπάρχει σήμερα στο εργατικό δίκαιο σε σχέση με τα ωράρια και θα ανοίξει ένα πολύ ευρύ πεδίο εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, η εναλλακτική «αποζημίωση» για την υπερωριακή απασχόληση με ρεπό αντί χρηματικών απολαβών καθιστά ούτως ή άλλως ακόμη πιο φθηνή την υπερεργασία για τους εργοδότες και επομένως θα εντείνει τον φαύλο κύκλο προτίμησης της υπερεργασίας και της εντατικοποίησης της εργασίας, αντί της δημιουργίας νέων θέσεων.
Τρίτον, η υποκατάσταση της χρηματικής αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση θα στερήσει από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες που απασχολούνται υπερωριακά σημαντικό τμήμα των εισοδημάτων τους, γεγονός που – λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού επιπέδου των μισθών – θα θέσει εν αμφιβόλω την επιβίωσή τους.
Τέταρτον, η γενίκευση της ατομικής διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του ήδη μεγαλύτερου στην Ευρώπη εργάσιμου χρόνου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και την προσωπική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή των εργαζομένων στην Ελλάδα.
Πέμπτον, η αύξηση και ο κατακερματισμός του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση του πλαισίου για τη συνδικαλιστική δράση, θα μειώσει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια συμμετοχής σε σωματεία, δημιουργώντας ακόμη ένα καθοδικό σπιράλ για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες.
Τέλος, η δημιουργία ενός εξ αρχής ναρκοθετημένου πεδίου για την Επιθεώρηση Εργασίας, με ρυθμίσεις που ανοίγουν παράθυρα στην εργοδοτική αυθαιρεσία, μεταβίβαση της ευθύνης ελέγχου του εργάσιμου χρόνου στον εργαζόμενο και ταυτόχρονη θεσμική και οργανωτική υποβάθμιση του ΣΕΠΕ, αναμένεται να ανατροφοδοτήσει και να εντείνει τις αρνητικές επιπτώσεις της ελαστικοποίησης.
Επισημαίνεται δε, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη μελέτη της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας, ως case studies, ότι οι επιμέρους συνθήκες της αγοράς εργασίας, όπως λόγου χάρη η σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και στα αποτελέσματα που παράγουν οι διάφορες ρυθμίσεις, παρά τη γενική τάση απορρύθμισης που επικρατεί διεθνώς.
Ολόκληρο το κείμενο είναι διαθέσιμο εδώ.