Παλιά πηγαίναμε στο σινεμά για να κρυφτούμε από την αληθινή ζωή, να ονειρευτούμε, να μάθουμε, να ερωτευτούμε. Πηγαίναμε για να δούμε «μαζί» με άλλους αγνώστους στην αίθουσα, μια ταινία.
Μετά, μεγαλώνοντας μάθαμε από τους θεσμούς, τους πολιτικούς και τους επισήμους, ότι το σινεμά είναι για να…φαινόμαστε, πριν την έναρξη η μόλις ανάψουν τα φώτα του τέλους. Στην αρχή με απορία και μετά ως αυτονόητο, βλέπαμε τους ταγούς μας μόλις τα φώτα χαμήλωναν, να σηκώνονται διακριτικά και να φεύγουν. Είχαν πολύ σπουδαιότερα πράγματα να κάνουν από το να δουν μια ταινία. Αυτό σιγά σιγά το μήνυμα πέρασε και στον κόσμο. Στους θεατές. Έτσι σιγά σιγά κι οι θεατές έπαψαν να θεωρούν το σινεμά μέρος της ζωής τους. Έγινε μια κοσμική έξοδος κι όχι μια ανθρώπινη ανάγκη. Βοήθησαν και τα περιοδικά σ’ αυτό με τα «ήταν κι αυτός εκεί». Τίποτε παιδικά ως συνοδοί των παιδιών, τίποτε υπερπαραγωγές με εφφέ και όπλα , πάλι εξαιτίας των παιδιών τους, οι θεατές λιγόστεψαν.
Οι αίθουσες έκλειναν, οι πολιτικοί και οι θεσμοί άρχισαν να κρύβονται από την κοινωνική ζωή. Κάτι εγκαίνια με τις κορδέλες και σίγουρα πολύ τηλεόραση. Και μετά ήρθε η πτώχευση. Έτσι γίνεται. Κάποιοι δίνουν τον τόνο, κάποιοι επηρεάζονται, η συνθήκη αλλάζει , κι αυτό για χρόνια ένας ολόκληρος μηχανισμός το ονόμασε εξέλιξη. Ξεχάσαμε όμως ότι το να πηγαίνεις σινεμα ακόμη και μόνος σου είναι επιλογή και κυρίως ζωή. Ηθελημένα αγνοούμε, ότι “ζωή που δεν μοιράζεσαι είναι ζωή χαμένη”. Οι χαμένες από χρονιά ζωές μας, λοιπόν πτώχευσαν κι άντε να τις μάθεις να μοιράζονται τις εύγλωττες σιωπές, που μόνο σε μια αίθουσα κινηματογράφου μπορούν να είναι τόσο εκκωφαντικές.
Είναι ο λόγος που εξακολουθώ να πηγαίνω μόνος μου στον κινηματογράφο και όλο και σπανιότερα να συναντώ στην έξοδο κάποιον άλλον, που θα ήθελε να μοιραστούμε την εμπειρία της ταινίας που μόλις είδαμε, ακόμη κι αν διαφωνούμε.
Τι κρίμα όμως που εγώ δεν είμαι τόσο επιδραστικός,
Τι κρίμα που δεν μπορώ να επηρεάσω κι άλλους σ’ αυτό.
Τι κρίμα και τι μοναξιά. Χειρότερη κι απ’ τη πτώχευση μας