“Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!”
Μανόλης Αναγνωστάκης, “Ο Πόλεμος”, συλλογή “Εποχές 1”
Στη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου ποιητή της Θεσσαλονίκης και της αριστεράς Μανόλη Αναγνωστάκη, ανθρώπου της γενιάς του -της εποποιίας της εθνικής αντίστασης και της δίωξης μέχρι την εξόντωση του μεγάλου Κομμουνιστικού Κινήματος της χώρας μας- η μνήμη απενεργοποιείται από την ανακάλυψη πρόχειρων ομαδικών τάφων εκτελεσμένων με συνοπτικές διαδικασίες νέων αγωνιστών/τριών στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη.
Ο Αναγνωστάκης ποιητής μέσα στην ήττα, βαθιά πολιτικός, αναστοχαστικός και ανθρώπινος, μπορεί να λειτουργήσει με την ποίηση του ως πλοηγός μέσα στις φλόγες του κρατικού πολέμου επί της γενιάς της εθνικής αντίστασης και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πεδίο μάχης γίνεται και η πόλη του, οι απελευθερωτές της, του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, καταλήγουν κυνηγημένοι από τον Εθνικό Στρατό. Αυτός ο πόλεμος βγήκε αυτές τις μέρες απροσδόκητα ξανά στην επιφάνεια μαζί τις “παράταιρες” οπές στα κρανία των δολοφονημένων.
Οι αποκαλύψεις των σκελετών -στα ποτισμένα με το αίμα χώματα του Επταπυργίου- συνδέονται με εκσκαφές για εργασίες ανάπλασης στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης, στις Συκιές. Είναι γνωστό ότι η ευρύτερη περιοχή αποτέλεσε τη σκηνή σε ένα από τα σκοτεινότερα επεισόδια στην ιστορία της χώρας. Οι 33 σκελετοί σε 5 ή 6 ομαδικούς τάφους, που ήρθαν στο φως είναι ένα μικρό μέρος των περισσότερων από 400 σορών μαζικά εκτελεσμένων αγωνιστριών/ων -κυρίως εφήβων και νέων στα χρόνια του εμφυλίου, που αναζητούνται στην ευρύτερη περιοχή.
Οι θανατικές ποινές – σε συνοπτικές δικές από έκτακτα στρατοδικεία- αφορούσαν παραβάσεις του Γ’ Ψηφίσματος, «[…] εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας». Ενώ τα σώματα δεν παραδόθηκαν ποτέ στους/ις οικείους τους, θαφτήκαν πρόχειρα – αρκετά γυμνά κοντά στα σημεία των εκτελέσεων.
Ο επίλογος – τουλάχιστον για μέρος των δολοφονημένων αγωνιστών- γράφεται με την προσπάθεια αναγνώρισης από πλευράς των συγγενών τους. Όπως σημειώνει στην Εφημερίδα των συντακτών ο Αγάπιος Σαχίνης «Είμαι κυριολεκτικά στα κάγκελα, με τρώει κάθε λεπτό η αγωνία, χάνομαι σε σκέψεις γεγονότων του παρελθόντος, θέλω να ξεκινήσει η διαδικασία όσο γρηγορότερα γίνεται, να δώσουμε DNA, ελπίζοντας ότι θα βρούμε τον θείο μου, να κάνουμε μετά δεκαετίες μια κανονική ταφή, να αποδώσουμε τιμές όπως εμείς ξέρουμε».
Σήμερα βρισκόμαστε ξανά ως κοινωνία αντιμέτωποι/ες με νέα κρατικά εγκλήματα -όπως αυτό στα Τέμπη – και μπορούμε εκτιμώ να αναλογιστούμε συνέχεια του κράτους στις πρακτικές του προχείρου μπαζώματος της φρίκης και να δούμε τη γραμμή του αίματος – εξίσου ιδεολογική- που ενώνει ξανά τις ιστορίες νέων ανθρώπων, με σχέδια και ζωή μπροστά, που τόσο βίαια αφαιρέθηκαν από τον κόσμο.

“Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.”
Μανόλης Αναγνωστάκης, “Στο παιδί μου”, συλλογή “Στόχος”