Δύο δημοσκοπήσεις της περασμένης Δευτέρας, μία της GPO και μία της MRB, ήρθαν να επιβεβαιώσουν κάτι που ορισμένοι γνωρίζαμε ήδη – πολλοί όμως είχαν τους λόγους τους να μην παραδέχονται. Σε αντίθεση λοιπόν με τον (πανευρωπαϊκό) αστικό μύθο, δεν είναι το μεταναστευτικό το “μυστικό” της ανόδου της Χρυσής Αυγής. Καθώς εκτείνονται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, δεν είναι τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα που κάνουν την Ακροδεξιά κάτι ξεχωριστό: τα αισθήματα αυτά την ενώνουν με τα συστημικά κόμματα και φτιάχνουν το έδαφος της μεταξύ τους επικοινωνίας. Το κριτήριο που πρωτίστως βαραίνει στην υπερψήφισή της, στην πραγματικότητα, είναι το “κόμμα ενάντια στα κόμματα”.
Η πρώτη λοιπόν δημοσκόπηση, αυτή της GPO, ενοχοποιεί πρωτίστως “το πολιτικό σύστημα που πρόδωσε την χώρα” (38,5%), δευτερευόντως την οικονομική κατάσταση (23,5%), και αργότερα τους “παράνομους” μετανάστες (15,5%). Τα ίδια και στην έρευνα της MRB: πρώτα έρχονται η οικονομική κρίση και το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού (48%), μετά η απαίτηση της κοινωνίας να αποδοθεί δικαιοσύνη για το παρελθόν (38,5%), και στο τέλος οι μετανάστες και η εγκληματικότητα (29,8% και 22,6% αντίστοιχα). Με άλλα λόγια, μπορεί το ξύλο στον Άγιο Παντελεήμονα να έκανε τη Χρυσή Αυγή παγκοσμίως γνωστή, αυτό για τους περισσότερους οπαδούς της όμως δεν ήταν παρά σκηνές από τα προσεχώς για τους κλέφτες-και-ψεύτες πολιτικούς.
Αυτά, ωστόσο, τα ξέραμε ήδη. Μας τα είχαν πει κατ΄ αρχάς οι ίδιοι οι νεοναζί, για τους οποίους τα ζητήματα μετανάστευσης “δεν αποτελούν το μείζον πρόβλημα αλλά πολιτικό εργαλείο”. Τα είχαν επιβεβαιώσει οι εκλογικές επιδόσεις τους, ενίοτε υψηλότερες εκεί όπου δεν υπάρχει μετανάστης ούτε για δείγμα, και αντίστοιχα, τα ισχνά ποσοστά των κομματιδίων που προϋπήρξαν της Χρυσής Αυγής και του ΛΑΟΣ, και που νόμισαν ότι η αντιμεταναστευτική προπαγάνδα οδηγούσε στα έδρανα της Βουλής άνευ ετέρου. Το πιστοποιούσαν, τέλος, παλιότερες έρευνες στο εξωτερικό, όπως η πανευωπαϊκή του DEMOS, το φθινόπωρο του 2011, μεταξύ των ακροδεξιών χρηστών του Διαδικτύου, ή αυτή του Ινστιτούτου Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής (IPPR), που δημοσίευσε ο Guardian την Άνοιξη του 2010. Η τελευταία έδειχνε ότι τα υψηλά ποσοστά του BNP καταγράφονται σε περιοχές με αδύναμη κοινωνική συνοχή και έντονους κοινωνικούς αποκλεισμούς, και ότι αντίθετα με τον αστικό μύθο, σε περιοχές όπου οι γηγενείς έρχονται σε επαφή με τους μετανάστες, η επιρροή της Ακροδεξιάς παραμένει κατά κανόνα χαμηλή.
Αν όμως ισχύουν αυτά, τότε γιατί μετανάστες και Ακροδεξιά συνδέονται τόσο αυτονόητα, σα να πρόκειται για σχέση αιτίου-αποτελέσματος; Γιατί ακόμα και αριστεροί αυτοενοχοποιούνται για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, θεωρώντας κι αυτοί ότι έφταιξε ο “υπερβολικός αντιρατσισμός”, όπως υποστηρίζουν κεντρώοι, τρομάρα τους, επιφυλλιδογράφοι σε όλη την Ευρώπη;
Η μετάφραση έχει να κάνει με τη (σκόπιμα) “επιλεκτική ακοή” κομμάτων, διανοουμένων και μέσων ενημέρωσης αριστερότερα της Ακροδεξιάς. Η άνοδος της τελευταίας, που -ας το ξαναθυμίσουμε- προηγείται της οικονομικής κρίσης (Χάιντερ 1999, Λεπέν, Φόρτουιν και Καρατζαφέρης 2002), περνά διαδοχικά από τη συντηρητικοποίηση της Κεντροαριστεράς και την ταύτισή της με τη λιτότητα, από την κρίση εκπροσώπησης που η ταύτιση αυτή δημιουργεί, και από τη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της παραδοσιακής Δεξιάς απέναντι σ΄ αυτή τη συνθήκη. Στο βαθμό που η δυναμική αυτή απειλεί εξίσου Δεξιά και Κεντροαριστερά, επιχειρείται να αντιμετωπιστεί – όχι όμως με στροφή σε κοινωνικά δικαιότερη ατζέντα και με περισσότερη δημοκρατία, αλλά με την υιοθέτηση του πολιτικά πιο ανώδυνου σκέλους του μηνύματος της Ακροδεξιάς: οι δύο “οικογένειες” επιχειρούν να επωφεληθούν από την ίδια την κρίση τους, παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού, συμπράττοντας δηλαδή με την Ακροδεξιά σε βάρος των μεταναστών, και ακολουθώντας τη χρυσή συνταγή “όσο πιο αστικά, τόσο πιο εθνικά – άρα και πιο αντιμεταναστευτικά”.
Αυτή η επιλογή αφήνει φυσικά, όχι μόνο δεν κοστίζει στην Ακροδεξιά, αλλά τη νομιμοποιεί περισσότερο και την ενισχύει, παγιδεύοντας την ίδια στιγμή το πολιτικό προσωπικό του “Κέντρου” σε θέσεις όλο και πιο ακραίες, παρά τη ρητορεία απέναντι στα δύο άκρα.
Ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή του, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του αντιφασίστα Κλεμάν Μερίκ, και λίγες μέρες μετά την τραγωδία στη Λαμπεντούζα, ο Φρανσουά Ολάντ μιλά στο Nouvel Observateur, στο τεύχος με τη δημοσκόπηση της Ifop που φέρνει τη γαλλική Ακροδεξιά στο 24%. Τίτλος της συνέντευξης: “Πρέπει να σηκώσουμε κεφάλι απέναντι στους εξτρεμισμούς” – γενικώς. “Ποια είναι η αντίδρασή σας μπροστά στην ανθρωπιστική καταστροφή;”, ρωτά ο δημοσιογράφος. Περιμένει κανείς μια αυτοκριτική για την αντιμεταναστευτική πολιτική της “πρώτης οικονομικής δύναμης στον κόσμο”, όπως καυχιέται για την Ευρώπη ο γάλλος πρόεδρος. Μάταια. “Πρόληψη, με μια καλύτερη συνεργασία με τις χώρες προέλευσης – Αλληλεγγύη με τη στήριξη των χωρών της αραβικής Άνοιξης – Προστασία, με την ενίσχυση της επιτήρησης των συνόρων”. Στην ίδια εκδοχή “Κέντρου”, λίγο μετά τις αποκαλύψεις για τη Χρυσή Αυγή, με την Λεπέν στον 24% και στον απόηχο της ανθρωπιστικής καταστροφής της Λαμπεντούζας, ο εκπρόσωπος της λιθουανικής προεδρίας και του Συμβουλίου της Ε.Ε. και η κοινοτική επίτροπος Βίβιαν Ρέντινγκ επιμένουν: καταπολέμηση, αορίστως, του εξτρεμισμού, απ΄ όπου κι αν προέρχεται.
Από σήμερα και κάθε Δευτέρα, η στήλη του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου στο Red Notebook.
