Για την ανασκαφή στην Αμφίπολη έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά ως τώρα. Και θα ακολουθήσουν ασφαλώς περισσότερα, καθώς η αρχαιολογική έρευνα θα προχωρά. Ανεξάρτητα πάντως από τη σημασία του ίδιου του ευρήματος και την έκβαση της σχετικής επιστημονικής συζήτησης, μοιάζει να έχουν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες που θα αφήσουν εφεξής το στίγμα τους στα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου.
Ο εναγκαλισμός μιας εν εξελίξει ανασκαφής (και δη στα αρχικά της στάδια) από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι ασφαλώς καινοφανής, όπως άλλωστε και ο επικοινωνιακός θόρυβος που ξέσπασε έκτοτε. Δεν ήταν ωστόσο τυχαία φαινόμενα. Είναι πλέον ορατό ότι η a priori σύνδεση του μνημείου με τον Μέγα Αλέξανδρο (ή… έστω με τον κύκλο του) αξιοποιείται από τους κυβερνώντες ως μια εξαιρετική ευκαιρία για άσκηση πολιτικής, τόσο εσωτερικής (σε μια περίοδο που μερικοί πιστεύουν ακόμη πως η ανάταξη του εθνικού φρονήματος μπορεί να υπερκεράσει τις κοινωνικές επιπτώσεις από τη μακροχρόνια μνημονιακή πολιτική) όσο και εξωτερικής απέναντι σε έναν αντίπαλο εθνικισμό, ακόμη και ως διπλωματικό χαρτί αναβάθμισης της διεθνούς εικόνας της χώρας.
Ανεξάρτητα από τα πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη που ενδεχομένως προσπορίζει στο κυβερνητικό στρατόπεδο, η περίπτωση της Αμφίπολης τείνει να συγκροτήσει ένα νέο μοντέλο ανασκαφικής έρευνας και διαχείρισης των μνημείων. Καταρχάς, το ίδιο το εύρημα σχεδόν «εκβιάζεται» να εκπληρώσει προσδοκίες (και προφητείες) τόσο ως προς το χαρακτήρα, τη χρονολόγηση και το περιεχόμενό του όσο και ως προς τους ρυθμούς με τους οποίους θα «αποκαλύψει τα μυστικά και την ταυτότητα του ενοίκου του». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επίκληση των βασικών αρχών δεοντολογίας φαντάζει ως ένας περίπου εμμονικός και σίγουρα απαρχαιωμένος λόγος μιας επιστημονικής συντεχνίας. Το προτεινόμενο νέο μοντέλο έχει διαμορφωθεί: οι προκαταρκτικές υποθέσεις εργασίας γίνονται θέσφατα εγκλωβίζοντας την ίδια την πορεία της έρευνας, ενώ η «αξία» του ευρήματος καθορίζεται από τη δυνατότητά του να συνδεθεί με μια αφήγηση ένδοξου εθνικού παρελθόντος, επώνυμων προσώπων ή εντυπωσιακού πλούτου. Τέλος, η ανασκαφική έρευνα οφείλει να προχωρά γρήγορα ή πάντως να προσαρμόζεται στους χρόνους που εξυπηρετούν συγκυριακές επιδιώξεις.
Το κυβερνητικό ενδιαφέρον για την περίπτωση της Αμφίπολης ενισχύει ακριβώς αυτό το νέο μοντέλο ανασκαφικής έρευνας και διαχείρισης των μνημείων, επιχειρώντας παράλληλα να συσκοτίσει την ασκούμενη επί των μνημείων πολιτική, όπως αυτή αποτυπώνεται στην προσπάθεια διαρκούς αποδυνάμωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τόσο μέσω θεσμικών παρεμβάσεων όσο και μέσω της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσής της. Ήταν η πρώτη κυβέρνηση Σαμαρά, άλλωστε, που υποβάθμισε το 2012 το Υπουργείο Πολιτισμού σε Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας, ενώ και το επανασυσταθέν πλέον Υπουργείο προβλέπεται να λειτουργεί, σύμφωνα με τον νέο Οργανισμό του, με συρρικνωμένες κατά 40% τις οργανικές μονάδες του.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η απαξίωση του μνημειακού πλούτου της χώρας που δεν πληροί τις προδιαγραφές του «μοντέλου Αμφίπολης» είναι από χρόνια εδώ: καταγράφεται στην εγκατάλειψη δεκάδων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, στην υποβάθμιση της αρχαιολογικής έρευνας, στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν ακόμη και εξαιρετικής ιστορικής αξίας ευρήματα (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το μνημειακό σύνολο της βυζαντινής Θεσσαλονίκης που αποκαλύφθηκε στο σταθμό του μετρό στη Βενιζέλου). Οι σημερινές εξελίξεις προοιωνίζουν την παγίωση μιας τέτοιας κατεύθυνσης.
Στο «μοντέλο της Αμφίπολης», όμως, υιοθετήθηκε, παράλληλα, και μια νέου τύπου επικοινωνιακή διαχείριση, ακριβώς για να εξυπηρετηθούν οι στοχεύσεις για τις οποίες έγινε ήδη λόγος. Προκλήθηκε μια ευρύτατη δημόσια συζήτηση για το αρχαιολογικό εύρημα, η οποία τροφοδοτείται τακτικά με πληροφοριακό υλικό από το νεόκοπο όργανο επικοινωνιακής εκπροσώπησης της ανασκαφής, αλλά και με δηλώσεις πολιτικών προσώπων. Οι αιτιάσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων αλλά και άλλων, πως η διαμορφούμενη κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους για την απρόσκοπτη και επιστημονικά ορθή διεξαγωγή της ανασκαφής, αντικρούστηκαν με το φαινομενικά εύλογο επιχείρημα πως πρόκειται για μια «ανοιχτή» ανασκαφή και πως είναι χρήσιμο να υπάρχει πλήρης ενημέρωση του κοινού. Ωστόσο, πόσο «ανοιχτή», δηλαδή προσβάσιμη γίνεται στ’ αλήθεια μια ανασκαφή μέσα από δελτία Τύπου που βρίθουν ειδικής ορολογίας; Πώς γίνεται κανείς κοινωνός μιας επιστημονικής διαδικασίας καταναλώνοντας ακατανόητες πληροφορίες που προκαλούν δέος αλλά και σύγχυση; Πόσο σοφότερος γίνεται ο μη μυημένος αναγνώστης ή τηλεθεατής που μάλλον οδηγείται στην «αποπληροφόρηση μέσα από την υπερπληροφόρηση», κατά την ρήση του Ουμπέρτο Έκο;
Στον χώρο, εξάλλου, της δημόσιας αρχαιολογίας οι έννοιες «ανοιχτή» ανασκαφή, «ανοιχτά» μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι περιγράφουν εντελώς διαφορετικές επικοινωνιακές δράσεις, δομημένες και στοχευμένες προσπάθειες ενεργητικής συμμετοχής του κοινού σε ερμηνευτικές διαδικασίες πρόσληψης και κατανόησης των κοινωνιών του παρελθόντος. Στον τομέα αυτό υπάρχει ήδη πολυετής εμπειρία και στη χώρα μας.
Η ανασκαφή της Αμφίπολης, επομένως, δεν είναι «ανοιχτή». Όχι μόνο γιατί, όπως είναι λογικό, δεν έχει κανείς φυσική πρόσβαση σε αυτήν, πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους, αλλά και επειδή η επικοινωνιακή της διαχείριση δεν συμβάλει επ’ ουδενί ούτε στη γνωριμία του κοινού με το παρελθόν και τα υλικά του κατάλοιπα ούτε, πολύ περισσότερο, στην εξοικείωσή του με θέματα μεθοδολογίας και ερμηνείας.
Αν υπάρχει τελικά ένα κρίσιμο ερώτημα, δεν είναι ποιος είναι θαμμένος στον τάφο ή πότε χρονολογείται το εύρημα, αλλά αν το «μοντέλο της Αμφίπολης» θα επικρατήσει στην ελληνική αρχαιολογική πραγματικότητα. Και το ερώτημα αυτό δεν αφορά μόνον τους ειδικούς επιστήμονες.
Ο Στάθης Γκότσης είναι ιστορικός, πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων και η Όλγα Σακαλή πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
πηγή: Ενθέματα