«Μελωδία της ευτυχίας», η περίφημη ιστορία της οικογένειας Φον Τραπ που πρώτα έγινε μιούζικαλ και στην συνέχεια ταινία (1965), αποσπώντας 5 Όσκαρ (εκ των οποίων αυτό της Καλύτερης Ταινίας) και κάνοντας ένα από τα μεγαλύτερα ρεκόρ εισπράξεων αλλά και πωλήσεις 11 εκατομμυρίων αντιτύπων του σάουντρακ.
Το διάσημο μιούζικαλ ανεβαίνει το διάστημα αυτό στο θέατρο Αριστοτέλειον και αν και γεμίζει με αισιοδοξία μικρούς και μεγάλους, στην ουσία περιγράφει την αληθινή δραματική ιστορία επιβίωσης μιας οικογένειας που μετανάστευσε από το Σάλζμπουργκ στην Αμερική.
Είναι η ιστορία της οικογένειας Φον Τραπ. Ο Πλοίαρχος Γκεόργκ Φον Τραπ, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν χήρος και πατέρας επτά παιδιών. Την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του αναλαμβάνει η νεαρή και γεμάτη ζωντάνια Μαρία, η οποία εγκαταλείπει το μοναστήρι όπου είχε αποσυρθεί. Αν και ο Φον Τραπ συμπεριφέρεται στα παιδιά του όπως στο πλήρωμα των πλοίων που διοικεί, η Μαρία αλλάζει τα πάντα γεμίζοντας το σπίτι του πλοιάρχου με τραγούδια, φωνές και χαρά. Η ιστορία θα είχε ένα κλασσικό happy end, αν δεν μεσολαβούσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Αυστρία είναι έτοιμη να υποταχθεί στη ναζιστική Γερμανία και ο πλοίαρχος καλείται να πολεμήσει στο ναυτικό.
Στο μιούζικαλ αποτυπώνεται η αντίστασή του πλοιάρχου στο ναζιστικό καθεστώς αλλά και όλο το πολιτικό σκηνικό της εποχής: ο Φον Τραπ αρνείται να κρεμάσει τη γερμανική σημαία σπίτι του και να υπηρετήσει σε γερμανικό υποβρύχιο, την στιγμή που όλοι γύρω του ασπάζονται το «όραμα» του Χίτλερ να προσαρτήσει τη Αυστρία. Το 1938 έφυγε κρυφά από το Ζάλτσμπουργκ με όλη του την οικογένεια και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ.
Τον Φον Τραπ ερμηνεύει ο Άκης Σακελλαρίου, ο οποίος μίλησε στο alterthess.gr.
Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου
Με το μιούζικαλ αποφάσισε να ασχοληθεί φέτος ο Άκης Σακελλαρίου, ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά- είχαν προηγηθεί παλιότερα το «Καμπαρέ» και το «Αναζητώντας τον Αττίκ», ενώ πέρυσι συμμετείχε στην μουσικοθεατρική παράσταση «Με μουσικές εξαίσιες …. με φωνές», μία μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα είδος ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς συνδυάζει υποκριτική, τραγούδι και χορό. «Όντως το μιούζικαλ είναι ένα δύσκολο είδος», παραδέχεται ο ίδιος, ωστόσο δεν ήταν κάτι που τον φόβισε. «Για τους ηθοποιούς είναι πιο εύκολο με την έννοια ότι προσπαθούν να ερμηνεύσουν κάθε φορά κάτι το οποίο δεν το κάνουν οι τραγουδιστές. Εμείς οι ηθοποιοί ερμηνεύουμε κι αυτό είναι το ωραίο και το οικείο που έχεις κάνοντας αυτές τις δουλειές», σημειώνει.
Παρότι στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση στο μιούζικαλ, παρατηρείται τελευταία πως έχουν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλή. Όπως σχολιάζει ο Άκης Σακελλαρίου είναι «πολύ ενθαρρυντικό» που όλο και περισσότερο το ελληνικό κοινό ασχολείται με το μιούζικαλ και όπως προσθέτει αυτό «ανοίγει ορίζοντες καινούργιους όσον αφορά την ελληνική δραματογραφία».
Αξίζει να σημειωθεί πως στην παράσταση συμμετέχουν πολλά παιδιά. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολη ήταν η συνεργασία μαζί τους αλλά και το εάν μπορούν τα παιδιά να δείξουν τον ίδιο επαγγελματισμό και την ίδια πειθαρχία και συνέπεια όπως οι «κανονικοί» επαγγελματίες. «Η πειθαρχία και ο επαγγελματισμός που δείχνει κάποιος δεν έχει να κάνει με το εάν είσαι ήσυχος ή σταθερός ή συνεπής στην ώρα του. Ο επαγγελματισμός έχει να κάνει με το δόσιμο, το πόσο δοσμένος είσαι σε αυτό που κάνεις. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπεις τα παιδιά να είναι δοσμένα σε αυτό το πράγμα ψυχή τε και σώματι, γιατί ακριβώς… παίζουνε. Είναι ένα παιχνίδι, όταν λέμε παίζουνε, κυριολεκτικά παίζουνε», απαντά ο Άκης Σακελλαρίου, συμπληρώνοντας πως «Αυτή είναι η ουσία του θεάτρου. Λέμε «παίξε», δεν λέμε «κατασκεύασε»».
Ο θίασος της παράστασης πολυμελής, ένα στοιχείο τολμηρό δεδομένου πως οι περισσότερες παραγωγές είναι πλέον λόγω κρίσης μικρές. «Αυτό είναι ένα μεγάλο τόλμημα που έκαναν οι παραγωγοί και το οποίο «τους βγήκε», με την έννοια ότι σε μία τέτοια δύσκολη περίοδο αποφάσισαν να κάνουν ένα μιούζικαλ το οποίο ήταν δαπανηρό, πολυμελές αλλά και επισφαλές. Το τόλμησαν και ευτυχώς τους βγήκε», σχολιάζει ο ίδιος. «Αυτή η «συνταγή» που υπάρχει για τα παιδιά, καλύπτει ένα πολύ μεγάλο target group (και οικογένεια και μεγάλους και παιδιά) και καλώς ή κακώς ο νεοέλληνας για το τελευταίο πράγμα που θα κόψει από την οικονομική του κατάσταση, είναι τα παιδιά. Προτιμά να βγει, να μην φάει, να μην πάει σε ταβέρνες κλπ, παρά να κόψει κάτι για τα παιδιά του».
Παρότι η παράσταση είναι γεμάτη τραγούδι και χορό, το κοινό παρακολουθεί παράλληλα την ιστορία επιβίωσης του πλοιάρχου Φον Τραπ. «Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που η ίδια η ζωή ξεπερνάει την μυθοπλασία», επισημαίνει ο Άκης Σακελλαρίου. «Είναι μία ερωτική ιστορία που τη βλέπεις μόνο στα μυθιστορήματα όπου η φτωχή, αγνή, ηθική μοναχή πηγαίνει να δουλέψει ως υπηρετικό προσωπικό σε μία έπαυλη και το αφεντικό της, την ερωτεύεται. Αυτό είναι τόσο εξωπραγματικά κλισέ που λες δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Και εδώ είναι που η πραγματική ιστορία ξεπερνάει τον μύθο, ξεπερνάει την τέχνη».
Ταυτόχρονα όμως με την ιστορία, ξετυλίγεται και το πολιτικό σκηνικό της εποχής. Όπως σχολιάζει στην κουβέντα μας ο Άκης Σακελλαρίου, η απόφαση αυτή του πλοιάρχου Φον Τραπ να μην ενδώσει στον ναζισμό έχει αναφορά και αναγωγή στο σήμερα.
Η συνέντευξη μας με τον Άκη Σακελλαρίου κλείνει με τη Θεσσαλονίκη, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Έχοντας κάνει μία μεγάλη καριέρα, θα σκεφτόταν άραγε να επιστρέψει; «Δεν το ξέρω ακόμη, είναι πολύ δύσκολη η επιστροφή», απαντά. Όπως επισημαίνει, «στο δημιουργικό κομμάτι δυστυχώς είναι πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που κάποιος μπορεί να κάνει στη Θεσσαλονίκη».
Παρότι, όπως αναφέρει, υπάρχει προσπάθεια από νέες ομάδες, αλλά δυστυχώς παρατηρεί πως δεν υπάρχει ανταπόκριση στο θεατρόφιλο κοινό και «αυτό είναι κάτι το οποίο, ενώ είμαι φανατικός Θεσσααλονικιός, οφείλω να το εντοπίσω», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Οι Θεσσαλονικείς δεν βλέπουν τόσο πολύ θέατρο, δεν υποστηρίζουν τις δικές τους ομάδες. Έχουμε αυτό το σύμπλεγμα των Θεσσαλονικέων απέναντι στην Αθήνα, ότι θα πρέπει να έρθει κάτι από την Αθήνα για να το αποδεχτούμε. Αυτό δυστυχώς δεν είναι σωστό. Πρέπει το θεατρόφιλο κοινό να μεγεθυνθεί, να μεγαλώσει, να αυξηθεί εδώ στη Θεσσαλονίκη», προσθέτει. «Κυρίως το μπουζουκόφιλο κοινό είναι αυτό που πάει καλά. Δεν είναι τυχαίο που στη μουσική σκηνή, ενώ είναι μία πόλη που ήταν πάντα πρωτοπόρος, τα τελευταία χρόνια βγαίνουν κυρίως λαϊκοί τραγουδιστές και μόνο», αναφέρει στη συνέχεια. «Όχι ότι δεν βγαίναν παλιά, αλλά βλέπεις ότι τα μεγάλα τα ονόματα που κυκλοφορούν στην Αθήνα είναι Θεσσαλονικείς. Τη “μπουζουκλερή” την έχουμε εμείς εδώ, πρέπει να στραφούμε λιγάκι στο θέατρο», καταλήγει ο Άκης Σακελλαρίου.