Enzo Traverso, Επανάσταση -Διανοητική και πολιτισμική ιστορία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 508 (μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος)
Η μεταμόρφωση των σκλάβων, που στο παρελθόν έτρεμαν κατά εκατοντάδες μπροστά σε έναν μόνο λευκό, σε λαό ικανό να αυτοοργανωθεί και να νικήσει τα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά έθνη της εποχής αποτελεί μια από τις μεγάλες εποποιίες του επαναστατικού αγώνα.
- C. L. R. James
Αυτό που κάνουν, πρώτα απ’ όλα, οι επαναστάσεις είναι πως μεταμορφώνουν του ανθρώπους. Με άλλα λόγια, τους κάνουν υποκείμενα, που απαιτούν, με όλη την απαιτούμενη βία, την ανθρωπινότητά τους. Περισσότερο από πολιτικά ή και κοινωνικά δικαιώματα παλεύουν για την αναγνώριση της ανθρώπινης ιδιότητάς τους, την αναγνώριση, δηλαδή, της επιθυμίας τους να έχουν επιθυμίες, να χαίρονται και να δημιουργούν.
Στο παραπάνω παράθεμα, που προέρχεται από τους «Μαύρους Γιακωβίνους», ο Τζέιμς αναφέρεται σε αυτήν τη μεταμόρφωση με παράδειγμα τους μαύρους της Καραϊβικής, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στους δουλοκτήτες και κατάφεραν να δημιουργήσουν το πρώτο κράτος, του οποίου οι πολίτες ήταν, στη πολύ μεγάλη τους πλειοψηφία, σκλάβοι, την Αϊτή.
Θεωρώ εντυπωσιακό το γεγονός πως αυτή η επανάσταση μένει γενικώς στην αφάνεια ακόμη και από ριζοσπάστες διανοητές -στην Ελλάδα δεν έχουμε, απ’ όσο ξέρω, καμιά αυτόνομη μονογραφία, που να αναφέρεται σ’ αυτό. Η υποτίμησή του είναι, νομίζω, ενδεικτική μιας διανοητικής συνθήκης όχι ιδιαίτερα τιμητικής.
Ο Μαρξ, απαντώντας στις ερωτήσεις του λευκώματος, που κρατούσαν οι κόρες του, έγραψε ότι το ιστορικό πρόσωπο, που θαυμάζει περισσότερο, ήταν ο Σπάρτακος, ένας σκλάβος και αυτός.
Η επιλογή του, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας φόρος τιμής απέναντι σε όσους βρέθηκαν στη ζωή τους στη χειρότερη δυνατή κατάσταση κι όμως επιδίωξαν να την αρνηθούν ενεργητικά. Η επιλογή του, επιπλέον, εξηγείται από το γεγονός πως τα πράγματα εμφανίζονται στην μεγαλύτερη καθαρότητά τους, όταν παίρνουν την πιο ακραία μορφή. Όταν εξεγείρονται αυτοί, που έχουν σχεδόν μηδενικές πιθανότητες να επικρατήσουν, η επανάσταση αποκτάει την μη αναγώγιμη υπαρξιακή της διάσταση.
Γιατί θα εξεγείρονταν, αλήθεια, κάποιος στο γκέτο της Βαρσοβίας, μέσα στην άγρια ναζιστική τρομοκρατία; Για να νικήσει στρατιωτικά;
«[Η] εξέγερση στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας, όπως και οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα εξόντωσης του Σομπίμπορ και της Τρεμπλίνκα, δεν ήταν αγώνας για την επιβίωση ή για την ελευθερία, ήταν ένα παράδειγμα «ανθρώπινης λύτρωσης» μέσω του «εθελοντικού θανάτου»: ο θάνατος στη μάχη σε αντιπαράθεση με τον θάνατο που επιβάλλει ο κυρίαρχος. Μέσα από αυτόν τον «εθελοντικό θάνατο» επιβεβαίωναν τον οικουμενισμό τους και συμμετείχαν σε ένα διεθνές απελευθερωτικό κίνημα» (σελ. 387).
Πόσο αστεία, αλήθεια, ακούγεται η διαπίστωση (;) του Σαρτρ ότι μπορείς να είσαι ελεύθερος ακόμη και στην πιο ακραία συνθήκη δουλείας, ότι η ελευθερία είναι επιλογή, εξαρτάται από σένα και μόνο, είναι «εσωτερική υπόθεση». Οι επαναστάσεις δείχνουν, αντίθετα, πως είναι, κυρίως, «εξωτερική υπόθεση», όπου η υπαρξιακή διάσταση είναι ριζικά ενσωματωμένη στη σύγκρουση με όσα σε βιάζουν και σε κακοποιούν. Είναι κάτι που δεν αφορά μόνο εσένα, αλλά πολλούς ακόμη που, όταν εξεγείρονται, παύουν να είναι οι «άλλοι», που «είναι η κόλασή σου». Πρόκειται για μια υπαρξιακή υπόθεση, που δεν σε αφορά, απλώς, προσωπικά.
Οι επαναστάσεις -όλες οι επαναστάσεις- γίνονται πάντοτε από τις κατώτερες τάξεις. Το γεγονός πως η Αγγλική ή η Γαλλική Επανάσταση έχουν καταχωριστεί ως «αστικές», βάσει των κοινωνικών μετασχηματισμών που προκάλεσαν, δεν σημαίνει πως ήταν οι «αστοί», που τις έκαναν. Το πιθανότερο είναι ότι οι καπιταλιστές της εποχής ήταν έτοιμοι να πουλήσουν τα αναγκαία όπλα και εφόδια στους βασιλικούς στρατούς, που, κατά τα άλλα, ήταν οι κοινωνικοί τους «αντίπαλοι». Χωρίς τους Ισοπεδωτές, τους Σκαφτιάδες και τον λαϊκό Πρότυπο Στρατό του Κρόμγουελ καμιά επανάσταση δεν θα γινόταν στην Αγγλία. Χωρίς την πληβειακή πλημμυρίδα στο Παρίσι, στη Λυών, στο Μπορντό, στη Μασσαλία,…, η Γαλλική Επανάσταση ούτε καν θα ξεκινούσε -ήταν οι πεινασμένες γυναίκες του Παρισιού που πρώτες κινήθηκαν εναντίον των Βερσαλλιών.
Γι’ αυτό κιόλας οι αστοί τις απεχθάνονται. Ο Τοκβίλ μιλάει για τους επαναστάτες εργάτες του 1848 σαν να είναι Βάνδαλοι, ακόμη καλύτερα, σαν να είναι μπαμπουίνοι, άπλυτοι και μαύροι. Παραδέχεται πόση ανακούφιση ένιωσε μετά την ασύλληπτη σφαγή, που ακολούθησε την τρομερή καταστολή, μια και βρέθηκε ξανά ανάμεσα στους ομοίους του. Πόσο συγκινήθηκε (sic) όταν αναγνώρισε ανάμεσά τους «τους ιδιοκτήτες, δικηγόρους, γιατρούς, γαιοκτήμονες, τους φίλους και τους γείτονές του» (σελ. 104).
Ο Θεόφιλος Γκοτιέ θα το κάνει … λογοτεχνικότερο: «Υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πόλεις λάκκοι των λεόντων, σπήλαια ασφαλισμένα με χοντρά κάγκελα όπου τοποθετούνται τα άγρια θηρία, τα δύσοσμα ζώα, τα βλαβερά κτήνη, όλες οι ανυπότακτες διαστροφές, […], όλα τα τέρατα στην καρδιά, όλοι οι παραμορφωμένοι στην ψυχή -ρυπαρός πληθυσμός, […] που μερμηγκιάζει απαίσια στα βάθη των καταχθόνιων σκοταδιών. Κάποια μέρα, συμβαίνει να ξεχάσει ο αφηρημένος θηριοφύλακας τα κλειδιά του στην πόρτα του θηριοτροφείου, και τα αγρίμια ξεχύνονται στην τρομοκρατημένη πόλη με άγρια ουρλιαχτά. Από τα ανοιχτά κλουβιά, ορμάνε οι ύαινες του ’93 και οι γορίλες της Κομμούνας» (σελ. 113). Και οι χειρότερες είναι οι γυναίκες, «με ύφος στρίγγλας ή λάμιας», που μοιάζουν με τις «μουστακοφόρες και γενειοφόρες μάγισσες του Σέξπιρ, αποτελώντας μια αποκρουστική ποικιλία Ερμαφρόδιτου που συνδυάζει τις ασκήμιες και των δύο φύλων». Ακόμη και «[η] Ελευθερία [που] οδηγεί το λαό», στον πασίγνωστο πίνακα του Ντελακρουά, όντας φανερά μια λαϊκή γυναίκα, είναι αποκρουστική για τους ευυπόληπτους και ευκατάστατους. Άλλωστε, έχει «τριχωτές μασχάλες»! (σελ. 377).
Οι πλούσιοι μισούν την επανάσταση, ακόμη κι αν τελικά τους ευνοεί. Ο αναπόφευκτα πληβειακός χαρακτήρας της, παντού και πάντα, τους τρομοκρατεί. Αυτούς τους μέγιστους τρομοκράτες. Των οποίων η απάντηση είναι πάντοτε πολλαπλάσια των όσων «υπέστησαν». Που για κάθε δικό τους άνθρωπο που σκοτώθηκε στην Κομμούνα εκτέλεσαν εκατό από τους «γορίλες κομμουνάρους». Που η αιματηρή αντεκδίκησή τους έκανε την Τρομοκρατία του 1793 ή του 1917 να μοιάζει παιδική χαρά.
Η εικόνα που παρουσιάζει αυτό το ταξικό μίσος απέναντι στους «ρυπαρούς», με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο, είναι οι τριάντα χιλιάδες εσταυρωμένοι σκλάβοι του Σπάρτακου, από τη μια και την άλλη μεριά της Αππίας οδού, στην είσοδο της Ρώμης, να εκτίθενται μέχρι να λιώσουν εντελώς, το 71 π.Χ. Δυο παράλληλες γραμμές ασύλληπτης θανάτωσης, που εκτείνονταν για τριάντα χιλιόμετρα επί πολλούς μήνες, για να θυμίζουν ποιος είναι ο αφέντης.
Πολύ συχνά, στην τρέχουσα αντεπαναστατική φιλολογία, έχουμε να κάνουμε όχι με ιστορικούς, αλλά με πτωματολόγους. Οι οποίοι μετρούν τα θύματα των επαναστάσεων, αλλά όχι, προς Θεού, των αντεπαναστάσεων. Αν μπαίναμε σε αυτήν τη μακάβρια «έρευνα», όπως ήδη σημείωσα, το πρωτάθλημα ανήκει στους αστούς, με σκορ 1000 προς 1.
Ακόμη και οι κορυφαίοι διανοούμενοι, ωστόσο, είναι πολύ «καθαροί» στην αντιμετώπιση των επαναστάσεων. Η Χάνα Άρεντ, π.χ., είναι πεπεισμένη και έγραψε τόμους, για να πείσει πως, αν από κάτι κατεξοχήν κινδυνεύει η ελευθερία, αυτό είναι η προσπάθεια να απελευθερωθεί η κοινωνία από την εκμετάλλευση και την ανάγκη. Η Γαλλική Επανάσταση απέτυχε επειδή θέλησε να συνδυάσει την κατάκτηση της ελευθερίας με την κοινωνική χειραφέτηση. Στο μέτρο που «καθορίστηκε από τις απαιτήσεις της απελευθέρωσης, όχι από την τυραννία αλλά από την ανάγκη, και παρασύρθηκε από τις απεριόριστες διαστάσεις της λαϊκής αθλιότητας, από τον οίκτο που αυτή ενέπνεε», ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει στην αποχαλίνωση της βίας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο μάταιο και επικίνδυνο από την προσπάθεια «να απελευθερωθεί το ανθρώπινο γένος από τη φτώχεια με πολιτικά μέσα» (σελ. 393). Προσέξτε την αναφορά στον οίκτο. Οίκτο δεν νιώθεις για τον εαυτό σου. Άλλοι νιώθουν για σένα. Οι κατώτεροι δεν έχουν καν την ιδιότητα να εξεγείρονται από μόνοι τους. Το κάνουν κάποιοι που νιώθουν οίκτο γι’ αυτούς!
Η Άρεντ, φυσικά, για να υποστηρίξει το αντιδραστικό της επιχείρημα πρέπει να αγνοήσει προκλητικά την ιστορία. Η οποία κραυγάζει. Οι γιακωβίνοι του 1793 δεν νομοθέτησαν για πρώτη φορά στην ιστορία το «δικαίωμα στην ύπαρξη», αλλά εγκαθίδρυσαν και την καθολική ψηφοφορία. Εισήγαγαν το σύνολο των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε ανοιχτή σύγκρουση με τους «φιλελεύθερους», οι οποίοι επέμεναν πως μόνο η περιουσία μπορεί να είναι βάσιμο κριτήριο για την πολιτική συμμετοχή. Όλα όσα σήμερα θεωρούνται τα αυτονόητα δικαιώματα του πολίτη νομοθετήθηκαν στην πιο «κοινωνική» στιγμή της Επανάστασης, από τους «τρομοκράτες» Ροβεσπιέρο, Κουτόν, Σεν Ζυστ,… Οι μπολσεβίκοι ήταν που, μαζί με την καθιέρωση του οκτάωρου και την πρόταξη του κοινωνικού ζητήματος, άνοιξαν τον δημόσιο χώρο και στις γυναίκες, αποποινικοποίησαν την ομοφυλοφιλία, νομοθέτησαν ελευθερίες ασύλληπτες για οποιοδήποτε τοτινό αστικό κράτος.
Ο Τραβέρσο γράφει ένα καταπληκτικό βιβλίο.
Εμβαθύνει στις «ιστορικές ατμομηχανές», τα επαναστατικά ανθρώπινα σώματα, τις έννοιες, τα σύμβολα, τα ενθυμήματα. Επιμένει στις αισθητικές διαστάσεις των επαναστάσεων.
Δείχνει την έκρηξη της ουτοπικής φαντασίας. Τις προεικονίσεις ενός κόσμου γεμάτου από υπέροχα διαστημικά ταξίδια, όπου η παράταση μιας όμορφης ζωής θα μπορούσε να επεκταθεί μέχρι και την αθανασία. Όπου η απελευθερωτική κομμουνιστική τεχνολογία θα μπορούσε να μας μετατρέψει σε «κατασκευαστές θεών», κατά την έκφραση του Μπογκντάνοφ, του Κράσιν και του Λουνατσάρσκι. Όπου, όπως το έθετε ο Τρότσκι, όλοι μας θα μπορούσαμε να γίνουμε σαν τον Αριστοτέλη, τον Γκέτε ή τον Μαρξ.
Το βιβλίο δίνει πολύ χώρο στους επαναστάτες διανοούμενους. Οι οποίοι, παρ’ όλο τον αστικό μύθο, αστοί δεν ήταν. Μάλλον σε παρίες, πολύ συχνά, έφερναν.
Πρόκειται για ένα κορυφαίο διανοητικό επίτευγμα, το οποίο η μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου το κάνει αληθινά προσιτό. Πράγμα καθόλου εύκολο ή αυτονόητο.