Σε μια πρόσφατη παρέμβασή του –στην Διεθνή Αντικαπιταλιστική Συνάντηση, που διοργάνωσε το «Κόκκινο Δίκτυο» στην Αθήνα το Νοέμβριο- ο Στάθης Κουβελάκης συνόψισε περιεκτικά τα όσα μας συνέβησαν τα τελευταία χρόνια επισημαίνοντας πως στην Ελλάδα μεταξύ 2012 και 2015 διαμορφώθηκε μια πρωτοφανής για την Ευρώπη δυνατότητα: να αναλάβει τη διακυβέρνηση ένα κόμμα προερχόμενο από την κομμουνιστική παράδοση με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιλιτότητας, προοδευτικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου και δραστικής απομείωσης του χρέους. Η δυνατότητα αυτή ακυρώθηκε με το γνωστό τραγικό τρόπο το καλοκαίρι του 2015.
Έκτοτε, στην θέση της δυνατότητας έχει εγκατασταθεί ένα βαθύ τραύμα, το οποίο για τις κατώτερες τάξεις στην Ελλάδα βιώνεται εξαιρετικά επώδυνα κι αιματηρά, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο η διαχείρισή του οδηγεί στην απώθηση. Κανένας ευρωπαίος αριστερός δεν λέει πια το ακατανόμαστο –ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κυριολεκτικά εξαφανιστεί από το λόγο των αριστερών κομμάτων και των μαχητικών κοινωνικών κινημάτων. Όποιος αμφιβάλλει ας κάνει μια μικρή έρευνα του πεδίου –η απόλυτη σιωπή είναι σχεδόν ανατριχιαστική.
Σε αυτά τα συντριπτικά συμφραζόμενα η ελληνική ριζοσπαστική αριστερά, εδώ και ενάμιση χρόνο ζει το δικό της δράμα. Απογοήτευση, αποστράτευση, ιδεολογική μετατόπιση κάποιων τμημάτων της σε ασύγγνωστες πατριωτικούρες, ροπή προς την αντιπολιτική, μετατροπή της ήττας σε παραίτηση είναι φαινόμενα, που τείνουν να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα.
Πρόκειται για εξέλιξη, που, αν δεν εμποδιστεί γρήγορα, θα προκαλέσει αποτελέσματα χωρίς επιστροφή για το κίνημα στην Ελλάδα.
Μπορεί να εμποδιστεί; Η γνώμη μου είναι πως ναι.
Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας διαμορφώθηκε ένα μεγάλο πολιτικό δυναμικό, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, που έμαθαν να δρουν μαζικά, να παράγουν, πρωτογενώς πολλές φορές, πολιτική, να οργανώνουν πολύ μεγάλης κλίμακας κινητοποιήσεις και γενικότερα πολιτικά γεγονότα. Που δοκιμάστηκαν σε πολύ δύσκολες συνθήκες και απέκτησαν την αναγκαία αυτοπεποίθηση προκειμένου να επιδιώξουν αυτό που λίγο καιρό πριν φαίνονταν πλήρως αδιανόητο.
Αυτά έγιναν και παρήγαγαν αποτελέσματα.
Οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι δεν έχουν εξαερωθεί. Συνεχίζουν να αποτελούν ένα εξαιρετικό απόθεμα για δυναμική και αποδοτική πολιτική δράση.
Ένα άλλο στοιχείο, που κάνει πιθανή μια μελλοντική ανάταξη είναι πως το σύνολο σχεδόν της ριζοσπαστικής αριστεράς μοιράζεται ένα προγραμματικό κεκτημένα, το οποίο κάνει πολύ εύκολη, αν υπάρχει η υποκειμενική βούληση, τη συνεννόηση ευρύτατων δυνάμεων. Όπως σημειώνει ο Αντώνης Νταβανέλος[1], τα ζητήματα αντιμνημονίου/αντιλιτότητας (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικό κράτος, εργασιακά), η άρρηκτη σύνδεσή τους με την απόλυτη αναγκαιότητα διαγραφής του χρέους, με την άρνηση πληρωμής του ως πρώτο βήμα, με την ανάγκη εθνικοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αντιστροφής των ιδιωτικοποιήσεων, μαζί και η κατανόηση πως μια τέτοια πολιτική οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με την ΕΕ συγκροτούν τα βασικά στοιχεία ενός προγράμματος, που μοιράζονται σχεδόν όλοι οι «παροικούντες».
Δεδομένων αυτών και, επιπλέον, δεδομένου ότι η διαμόρφωση μιας ικανής κρίσιμης μάζας αγωνιστών είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την συνέχεια όλων και του καθενός ξεχωριστά η εμμονή στις «μικρές διαφορές» θα κριθεί ιστορικά –και όχι στο μακρό χρόνο- ως αυτοκτονική πολυτέλεια.
Η ενότητα της αριστεράς δεν είναι, απλώς, «κάτι το ωραίον». Συνιστά πολιτική προϋπόθεση για την αναγκαία επανεκκίνηση, την οργάνωση της άμυνας και τη διαμόρφωση όρων για την αντεπίθεση. Κανένας από τους επιμέρους χώρους δεν είναι σε θέση ούτε κατά προσέγγιση να αναλάβει μόνος αυτό το έργο. Αντίθετα, όλοι μαζί μπορούν να τα καταφέρουν.
Στο πλαίσιο αυτό, νομίζω, πως η πρόταση που έχουν καταθέσει πρόσφατα η «Δικτύωση για μια Ριζοσπαστική Αριστερά» και μέλη του «Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» για «Μια κοινή συνδιάσκεψη για το μεταβατικό πρόγραμμα και τις εναλλακτικές» προσφέρει μια αληθοφανή μεθοδολογία υλοποίησης αυτού του εγχειρήματος[2]. Χωρίς να εκβιάζει συγκλίσεις που δεν είναι ακόμη ώριμες. Χωρίς, ταυτόχρονα, να θεωρεί πως «ο χρόνος είναι μαζί μας».
Σε τι συνίσταται η πρόταση; Περί τίνος πρόκειται;
Να μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα:
«Μετά, λοιπόν, το νέο Μνημόνιο και την κυριαρχία του δόγματος της ΤΙΝΑ, η συζήτηση γύρω από τις εναλλακτικές, γύρω δηλαδή από ένα κοινό μεταβατικό πρόγραμμα των δυνάμεων της εργασίας και των κινημάτων , το οποίο να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις απέναντι στο κοινό πρόγραμμα της κυβέρνησης, της ΕΕ και του κεφαλαίου, είναι σήμερα αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη των ίδιων των κινημάτων και των αντιστάσεων […] Με αυτό το κάλεσμα δεν προτείνουμε τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου [ως αρχή] – το αντίστροφο, επιδιώκουμε μια ανοιχτή πολιτική συζήτηση γύρω από το ποιο είναι το πολιτικό πλαίσιο που θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου η όποιου άλλου αποτελεσματικού ανατρεπτικού εγχειρήματος […] Το ποιες μορφές μπορεί να πάρει αυτή η διαδικασία είναι φυσικά ανοιχτό. Πιστεύουμε, όμως, […] πως σήμερα επείγει να πάρει μορφές που να ενθαρρύνουν με συγκεκριμένο τρόπο τη συμμετοχή των περισσότερων υπαρκτών συλλογικοτήτων, καθώς και τη διαμόρφωση νέων (σε γειτονιές, εργασιακούς ή κοινωνικούς χώρους) […] Επίσης, μορφές δημοκρατικές, που να δίνουν βήμα, με τρόπο ισότιμο και ενθαρρυντικό, σε όλες τις παλιές και νέες συλλογικότητες, ανεξάρτητα του πεδίου ή του μεγέθους τους».
Είναι μια πρόταση, που δεν απαιτεί από κανένα πάρα πολλά, μπορεί, όμως, να συμβάλλει γρήγορα σε μια ώσμωση επί της ουσίας, που, είμαι βέβαιος, πως θα έδινε νέο κουράγιο σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων της αριστεράς και θα λειτουργούσε ως ένα πρώτο προσκλητήριο επανασυσπείρωσης.
ΥΓ. Την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου, στη Παμβορειοελλαδική Σύσκεψη της «Δικτύωσης» στην Θεσσαλονίκη, θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε αυτά, καθώς και την ανάλυση της συγκυρίας, στην ΕΔΟΘ, Προξένου Κορομηλά 51 στις 11.30.