Μία ταινία τεσσάρων ωρών. Μία μοναδική εμπειρία που μοιραστήκαμε περίπου τριάντα άνθρωποι και κανένας δεν αποχώρησε μέχρι το καθηλωτικό φινάλε. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο έμοιαζε μοναδικό κι απαραίτητο αρκεί να μπορούσες να αφεθείς από τα πρώτα λεπτά και να ταξιδέψεις. Ο 29χρονος Χου Μπο με αυτό του το έργο αφήνει τη σφραγίδα του ανεξίτηλα χαραγμένη στην ιστορία του Κινηματογράφου. Μία σύγχρονη “Οδύσσεια” μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, μία αρχαία τραγωδία που χώρεσε σε τέσσερις ώρες στην μεγάλη οθόνη.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Στην επαρχία της Κίνας, σε μία μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία οι ζωές τεσσάρων απεγνωσμένων ανθρώπων συναντιούνται απροσδόκητα μέσα σε μία ημέρα. Ένας γκάνγκστερ, ένας μαθητής, μία νεαρή κοπέλα και ένας παππούς. Αταίριαστο κράμα που ονειρεύεται να συναντήσει τον περιβόητο ακίνητο ελέφαντα στο τσίρκο του Μανζούλι. Στο δικό του πρόσωπο ψάχνουν τη λύτρωση της ψυχής τους, που έχει βιαστεί επανειλημμένα με διαφορετικούς τρόπους. Μία περιθωριακή κοινωνία που η ηθική παρακμή την έχει μετατρέψει σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο που χρησιμοποιεί ως τελευταίο της αμυντικό όπλο τη ψυχολογική καταπίεση.
Καθημερινότητα γεμάτη βία ποικίλης μορφής. Γνωρίζουμε κι αντικρίζουμε κατάματα πολλές από τις εκφάνσεις της. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ασφυκτικό σκηνικό, ένα γκρίζο τοπίο. Μαζί με τους πρωταγωνιστές εγκλωβίζεται κι ο θεατής και δεν μπορεί να αποδράσει. Τα διαλείμματα φαντάζουν απλά ως μία ανάσα. Μία διαρκής προσπάθεια απενοχοποίησης και μετατόπισης της ευθύνης, ένας αφοπλιστικός πεσιμισμός που περνάει από γενιά σε γενιά κι αναβάλλει κάθε είδους επανάσταση. Μεσοαστική ψευδαίσθηση που σκοτώνει τον ρομαντισμό, καθώς στον βωμό των υλικών αγαθών θυσιάζονται τα συναισθήματα.
Συνεχή τα διλήμματα κι ένα υπαρξιακό άγχος μίας γενιάς που δεν μπορεί να βάλει τη ζωή της σε ρότα, σε ράγες. Τα τρένα περνούν και συνεχώς προσπερνούν. Βρίσκεσαι συγχρόνως τόσο κοντά, μα τόσο μακριά. Μία ματαιοδοξία που σε αναγκάζει να θυσιάζεις, ό,τι αγαπάς. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις. Η παραίτηση που έρχεται ως αργός θάνατος κι οφείλεται στην έπαρση ή ακόμα χειρότερα στην έλλειψη της ελπίδας. “Πώς μπορείς να είσαι αισιόδοξος”; Όλα αυτά είναι ικανά να σε συνθλίψουν. Ίσως μαζί με το Capernaum να μοιράζονται τον τίτλο της πιο σκληρής ταινίας της χρονιάς.
Η δύναμη της Ποίησης, της Λογοτεχνίας, της Μουσικής έρχονται να συναντήσουν το Σινεμά και να μας δείξουν την μαγεία της Τέχνης στο μεγαλείο της. Κι εκεί που όλα δείχνουν αδιέξοδα κι εκεί που αφήνεσαι στην μοίρα σου (“τι άλλο μπορώ να κάνω;”) κι εκεί που όλα γύρω σου καταρρέουν, μπροστά στο απόλυτο κενό εσύ αποφασίζεις να ρίξεις μία ματιά απέναντι. Αυτός που το αποφασίζει, αυτός είναι ο πραγματικά δυνατός. Είναι καλύτερο να δοκιμάσεις για κάτι που έκανες, παρά για το αντίθετο. Κι αυτό είναι το χρέος της νέας γενιάς να τραβήξει τους πρεσβύτερους στην άλλη πλευρά και να αποτρέψει αυτό που με μαθηματική ακρίβεια έρχεται και μοιρολατρικά έχουν αποδεχθεί.
Μία κραυγή ενός ελέφαντα για έναν κόσμο, για ένα σύστημα που ακόμα και σήμερα αρνείται να αποδεχθεί την αποτυχία του σε ανθρώπινο επίπεδο. Επέβαλε την εξαθλίωση κι οδηγεί νομοτελειακά στην μοναξιά, καθώς οι υλιστικές ανάγκες που δημιουργούνται κι η ικανοποίηση λειτουργεί ως φάρμακο του συμπτώματος κι όχι της αιτίας, με συνέπεια λίγη ώρα μετά να βυθίζεσαι και πάλι στην κατάθλιψή σου, τα “ΕΓΩ” σου και ένας νέος φαύλος κύκλος ξεκινάει. Αυτή ακριβώς η ματαιότητα του σύγχρονου κόσμου οδήγησε σε αυτό το αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Να μας θυμίζει για πάντα το μαζί, τη δύναμη της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων.
“Μπορείς να πας ό, που θέλεις, δε θα βρεις κάτι διαφορετικό”. Κι αυτό γιατί όλα ξεκινούν από μέσα μας …