Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ φύλου και βίας;
Να αποδεχτούμε τον λόγο όσων υφίστανται βία.
Στο προηγούμενο μέρος αυτού του άρθρου, είδαμε πώς να αναγνωρίζουμε τη βία εντός των στενών προσωπικών σχέσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή στις περισσότερες κακοποιητικές σχέσεις, κανένα από τα δύο μέρη δεν έχει πλήρη επίγνωση της βίαιης φύσης της σχέσης.
Οι άνδρες που κακοποιούν είναι γενικά πεπεισμένοι ότι αντιδρούν σε μια αδικία ή ένα λάθος που τους έγινε και αρνούνται συστηματικά τόσο την ευθύνη τους για την κακοποίηση (εσύ φταις, εσύ με κάνεις να φέρομαι έτσι) όσο και τα συναισθήματα και την άποψη του άλλου προσώπου (την κατηγορούν ότι είναι ψεύτρα, υποκρίτρια, χειριστική ή ότι παριστάνει το θύμα).
Τα άτομα που υφίστανται την κακοποίηση, από την άλλη, ταλαντεύονται μεταξύ της αναγνώρισης της βίας που υπέστησαν (η οποία εκφράζεται μέσω του θυμού, του φόβου και του αιτήματος για βοήθεια, για παράδειγμα) και της άρνησής της, που τις οδηγεί στο να την υποβαθμίζουν (μάλλον είμαι υπερβολική ) και να αναζητούν τα αίτια της βίας στη δική τους συμπεριφορά (εγώ φταίω, ίσως είμαι αυτή που κάνει λάθος, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό) (Monica Bonsangue: «Η ψυχολογική βία στα ζευγάρια. Τι υπάρχει πριν από μια γυναικοκτονία»).
Οι καταστάσεις της ψυχολογικής βίας δεν οδηγούν απαραίτητα σε σωματική βία, αλλά όλες οι σωματικά βίαιες σχέσεις είναι και ψυχολογικά βίαιες.
Οι έρευνες της ISTAT δείχνουν ότι πάνω από το 30% των Ιταλίδων βιώνουν μια κακοποιητική σχέση στη διάρκεια της ζωής τους. Μεταξύ αυτών, το 90% δηλώνει ότι έχει υποστεί ψυχολογική βία, οικονομική βία ή επίμονη καταδίωξη. Το 67% έχει υποστεί σωματική βία, το 50% απειλές και το 14% διάφορες μορφές σεξουαλικής βίας.
Οι δράστες αυτής της βίας στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (53%) είναι οι σύντροφοι, σε μικρότερο βαθμό (25%) είναι πρώην σύντροφοι, ενώ ακολουθούν με το ίδιο ποσοστό οι συγγενείς (11%) και οι άγνωστοι (11%).
Αυτό σημαίνει ότι όταν έχετε ένα δείπνο με την οικογένεια ή τους φίλους σας, κατά πάσα πιθανότητα τουλάχιστον μία γυναίκα από τις παρευρισκόμενες θα έχει ήδη υποστεί βία κατά τη διάρκεια της ζωής της, από τον τωρινό σύντροφό της ή από έναν πρώην. Πόσοι όμως άνδρες έχουν βιαιοπραγήσει;
Εντελώς συμπτωματικά, δεν έχουμε στοιχεία για αυτό το θέμα. Πρώτα απ ‘όλα επειδή πολύ λίγοι άνδρες παραδέχονται ότι έχουν ή είχαν στο παρελθόν λεκτική, σεξουαλική, οικονομική ή σωματική βίαιη συμπεριφορά με τις συντρόφους τους. Στην πραγματικότητα, οι κακοποιητικοί άντρες έχουν την τάση να υποβαθμίζουν πάντα τη βία που διαπράττουν, αποδίδοντας την ευθύνη γι’ αυτήν σε αυτές που την υφίστανται και παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως θύματα.
Το έργο των Κέντρων για κακοποιητικούς άνδρες (Centro uomini maltrattanti), που δημιουργήθηκαν από το 2009 και σήμερα υπάρχουν σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, συνίσταται πρώτα απ’ όλα στο να οδηγούν τους άνδρες στην αναγνώριση της βίας που ασκούν. Οι μαρτυρίες που αναφέρονται στο «Από άνδρα σε άνδρα. Κακοποιητικοί άνδρες μιλούν για τη βία» απεικονίζουν πλήρως πως οι βίαιες συμπεριφορές αρχικά υποβαθμίζονται και δικαιολογούνται από τους αυτουργούς μέσω αφηγήσεων που τις παρουσιάζουν ως το αποτέλεσμα μιας σειράς αδικιών που υπέστησαν από το θύμα στο οποίο αποδίδεται η ευθύνη για τη βία («το φταίξιμο είναι δικό της», «είναι ανυπόφορη», «δεν με αφήνει ποτέ στην ησυχία μου», «δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη», «ουρλιάζει, μου επιτίθεται» κ.λπ.).
Η βία λοιπόν παρουσιάζεται ως υποκινούμενη από τον θυμό («δεν έβλεπα μπροστά μου», «τυφλώθηκα από την οργή», «δεν καταλάβαινα πια τίποτα») που προκαλείται από τη συμπεριφορά άλλων, οπότε ο δράστης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος.
Η διαδικασία της συνειδητοποίησης που καθοδηγείται από τα Κέντρα Ακρόασης για Κακοποιητές δείχνει πως, στην πραγματικότητα, κάτω από το θυμό κρύβονται συχνά συναισθήματα ευαλωτότητας («νιώθω να απειλούμαι», «με κάνει να αισθάνομαι άσχημα», «με προκαλεί επειδή με μισεί») που οδηγούν στην προσφυγή στη βία για την αποκατάσταση του εσωτερικού συναισθηματικού ελέγχου. Μόνο που, στο μεταξύ, ο αυτουργός έχει τρομοκρατήσει και τραυματίσει το άλλο πρόσωπο, αν δεν το έχει στείλει , κυριολεκτικά, στα επείγοντα.
Η βία παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές και μπορεί να αυξηθεί και να μεταμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου, σε σχέση με το κοινωνικό, οικονομικό και οικογενειακό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις η σωματική βία εκδηλώνεται γρήγορα, σε άλλες χρειάζονται χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις δεν εκδηλώνεται ποτέ και παραμένουμε στο στάδιο της ψυχολογικής βίας, οι συνέπειες της οποίας είναι λιγότερο ορατές αλλά εξίσου επιβλαβείς για τη σωματική και ψυχική υγεία όσων την υφίστανται: απώλεια αυτοεκτίμησης και αυτονομίας, κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, διαταραχές διατροφής και ύπνου, εκρήξεις θυμού και αυτοκακοποιητική συμπεριφορά, αυτοτραυματισμός, αυτοκτονία.
Τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική βία τείνουν να έχουν ένα κυκλικό μοτίβο: μια φάση έντασης (στην οποία το θύμα έχει την εντύπωση ότι «περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί»), που ακολουθείται από την έκρηξη της κακοποίησης (κρίσεις θυμού, λεκτική επιθετικότητα, χτυπήματα, κ.λπ.), ακολουθούμενη από μια φάση συμφιλίωσης που χαρακτηρίζεται από τη δικαιολόγηση (ήμουν κουρασμένος, είχα άγχος, είχα πιει ή είχα κάνει χρήση ουσιών, κ.λπ.) και από την επίρριψη ευθυνών στο θύμα (ξέρεις πόσο νοιάζομαι για σένα, κι όμως εσύ …), η οποία στη συνέχεια κορυφώνεται στη φάση του «μήνα του μέλιτος» (δώρα, τρυφερές χειρονομίες και λόγια, φιλοφρονήσεις και δηλώσεις εκτίμησης).
Η εναλλαγή αυτών των φάσεων δημιουργεί μια γνωστική ασυμφωνία στο θύμα μεταξύ του κακοποιητικού συντρόφου και του περιποιητικού συντρόφου, αυτού που εμφανίζεται τον «μήνα του μέλιτος», τροφοδοτώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι, αν (το θύμα) αλλάξει τη συμπεριφορά του, θα μπορέσει να ξεφύγει από τη βία. Το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις συμπεριφορές – ζήλια, εκρήξεις οργής και χτυπήματα σε έπιπλα, πόρτες ή τοίχους – κατατάσσονται στις τυπικά «ανδρικές» τις καθιστά δύσκολο να αναγνωριστούν ως βίαιες, είτε από τις γυναίκες που τις υφίστανται είτε από τον περίγυρό τους.
Έτσι, όταν πριν από χρόνια η φίλη μου Μάρτα (ψευδώνυμο) είχε παραπονεθεί ότι ο σύντροφός της – με τον οποίο συμβίωνε – της έκανε χίλιες ερωτήσεις αν αργούσε να γυρίσει σπίτι μετά τη δουλειά, είχα προσπαθήσει να την καθησυχάσω, υποθέτοντας ότι ήταν ανασφαλής και φοβόταν μήπως τη χάσει.
Μόνο λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν αυτή κατέφυγε σε μένα επειδή της είχε πετάξει ένα μαχαίρι ενώ ήταν μεθυσμένος, συνειδητοποίησα ότι δεν επρόκειτο απλώς για ανασφάλεια, αλλά για βία. Η Μάρτα τότε μου εκμυστηρεύτηκε ότι πριν ένα χρόνο, πάντα υπό την επήρεια της ζήλιας και του αλκοόλ, της είχε σπάσει δύο πλευρά με μια κλωτσιά.
Εγώ τότε έκανα όλα όσα δεν πρέπει να γίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις: τη ρώτησα πώς ήταν δυνατόν να τα είχε δεχτεί όλα αυτά (κατηγορώντας την), τον κακολόγησα (υποτιμώντας με αυτόν τον τρόπο εκείνη που τον είχε επιλέξει ως σύντροφό της) και της είπα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τον εγκαταλείψει (επιβάλλοντάς της μια απόφαση που δεν ήταν δική της).
Δεν κατάλαβα γιατί, ήδη την επόμενη μέρα, είχε αρχίσει να ανησυχεί για εκείνον, να τον φαντάζεται θλιμένο και λυπημένο για ό,τι είχε κάνει και να δικαιολογεί τη ζήλια του ως το αποτέλεσμα ενός περίπλοκου οικογενειακού ιστορικού.
Δεν κατάλαβα καν γιατί, μετά από τρεις μέρες, αποφάσισε να γυρίσει σπίτι, επιλέγοντας να συνεχίσει τη σχέση και ταυτόχρονα να μην κάνει πλέον παρέα με εμένα, αφενός γιατί εγώ υπήρξα τόσο επικριτική και αφετέρου γιατί αυτός της το είχε απαγορεύσει.
Για εκείνη, ήμουν η φίλη που θα τη στήριζε μόνο αν τον άφηνε, κάτι που δεν ήταν έτοιμη να κάνει. Για εκείνον, εφόσον γνώριζα, είχα γίνει ένας εχθρός που έπρεπε να κρατηθεί σε απόσταση. Αυτός στην πραγματικότητα, ποτέ δεν θέλησε να αντιμετωπίσει τη βίαιη συμπεριφορά του. Δεν την παραδέχτηκε ούτε την αποδέχτηκε ποτέ.
Πιθανότατα θεωρούσε τον εαυτό του ως έναν άνδρα πολύ ερωτευμένο, λίγο ζηλιάρη, παρορμητικό, που μια στο τόσο υπερέβαλλε υπό την επήρεια του αλκοόλ. Δεν ήταν δα από αυτούς που χτυπούν τη γυναίκα τους μπροστά στα παιδιά τους κάθε βράδυ όταν γυρίζουν σπίτι. Αυτό είναι ένα από τα πρώτα, μεγαλύτερα προβλήματα της βίας: το βίαιο άτομο είναι πάντα κάποιος άλλος. Και ότι δυστυχώς πάντα θα βρίσκεις κάποιον πιο βίαιο από σένα για να δικαιολογηθείς.
Παρακαλώ σημειώστε: Εάν ποτέ βρεθείτε να ακούτε την ιστορία ενός ατόμου που έχει υποστεί βία, φροντίστε να εξασκήσετε την ενσυναίσθηση με την ενεργητική – και όχι επικριτική – ακρόαση. Ξεκινήστε με το να αναγνωρίσετε το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που δείχνει με το να μοιράζεται την ιστορία της μαζί σας και δώστε της να καταλάβει ότι την πιστεύετε (επικυρώνοντας έτσι την εμπειρία της).
Η εμπειρία της βίας καταστρέφει τόσο την αυτοεκτίμηση αυτών που την υφίστανται όσο και την εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. Και μόνο το γεγονός ότι μιλάνε απαιτεί, επομένως, μια τεράστια προσπάθεια, η οποία πρέπει να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί. Μην απαξιώνετε τον αυτουργό της βίας, γιατί αυτό υποτιμά και την κρίση του ατόμου που τον επέλεξε και μην προσπαθήσετε να την πείσετε να τον αφήσει ή να τον καταγγείλει αν δεν είναι αυτό που θέλει.
Μην βιαστείτε να «κάνετε» κάτι, επιλέξτε να είστε διαθέσιμη να την ακούσετε ή να την φροντίσετε, αν χρειαστεί. Ρωτήστε αν μπορείτε να κάνετε κάτι για να τη βοηθήσετε, αν έχει μιλήσει για αυτό με άλλα κοντινά της πρόσωπα, αν γνωρίζει το τετραψήφιο νούμερο 1522* ή το πλησιέστερο Κέντρο κατά της βίας (Centri Antiviolenza).
Θυμηθείτε να τονίσετε ότι μπορεί επίσης να πάει στο Κέντρο κατά της βίας και μία μόνο φορά, με απόλυτη μυστικότητα, για να μιλήσει με κάποιον και ότι αυτό δεν σημαίνει ότι υποβάλλει καταγγελία, αλλά ότι, απλώς, θα συμβουλευτεί ειδικούς, όπως πηγαίνουμε στο γιατρό όταν είμαστε άρρωστοι. Πολλές γυναίκες, πράγματι, πιστεύουν ότι δεν έχουν υποφέρει «αρκετά» για να στραφούν στα Κέντρα κατά της βίας και φοβούνται ότι αυτό θα τις καταστήσει θύματα και τους συντρόφους τους απλησίαστα «τέρατα».
Δεδομένου ότι στις περισσότερες κακοποιητικές σχέσεις και τα δύο μέρη υποβαθμίζουν τη βία, ο κοινωνικός περίγυρος έχει έναν θεμελιώδη ρόλο στην αναγνώριση και τον μετασχηματισμό της.
Δυστυχώς, συχνά επικρατεί σιωπή γύρω από την ανδρική βία. Οικογένεια, φίλοι, συνάδελφοι και σύντροφοι στους πολιτικούς αγώνες επιλέγουν να μην την αναγνωρίζουν, αλλά να δικαιολογούν τους αυτουργούς της βίας, κανονικοποιώντας έτσι τη συμπεριφορά τους και απαξιώνοντας τον λόγο του θύματος.
Όπως και στην περίπτωση της Τζοβάνα (άλλο ψευδώνυμο), την οποία συνόδευσα στα επείγοντα γιατί στη διάρκεια μιας φιλονικίας με τον αδερφό της αυτός της άνοιξε το κεφάλι με το στυλιάρι του τσεκουριού. Καλά διαβάσατε, ένα τσεκούρι, από εκείνα τα μικρά που έχουμε για να κόβουμε τα ξύλα στο σπίτι. Έπρεπε να τον ευχαριστήσουμε που την χτύπησε με το στυλιάρι, αλλιώς πιθανότατα θα την είχε σκοτώσει. Σε κάθε περίπτωση, αφού έφυγε από το σπίτι όπου έμεναν και οι δύο με τους γονείς τους και τον δικό της γιο, αφού ζήτησε καταφύγιο σε μια φίλη, και αφού στα επείγοντα της έβαλαν είκοσι ράμματα στο κεφάλι, η Τζοβάνα έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει.
Εξαιτίας της πολιτικής της στράτευσης δεν ένιωθε καθόλου άνετα να πάει στην αστυνομία. Ο αδερφός της είχε προηγούμενα με τη δικαιοσύνη και μια οποιαδήποτε καταγγελία θα οδηγούσε πιθανότατα σε σύλληψη, κάτι που θα «ράγιζε την καρδιά» (παραθέτω) της μητέρας τους.
Οι γονείς, μάλιστα, πήραν το μέρος του αδερφού της, κατηγορώντας τη Τζοβάνα ως «άχρηστη», που εξαιτίας της πολιτικής της στράτευσης «εγκατέλειπε» (στους ίδιους γονείς) τον τρίχρονο γιο της. Προτίμησε λοιπόν να ζητήσει βοήθεια από μια κινηματική οργάνωση για μια εσωτερική διαχείριση του θέματος.
Παρά την, αρχικά, θερμή υποδοχή, την οποία παρακολούθησα («φυσικά αδερφή, σε πιστεύουμε, ξέρουμε ότι ο αδερφός σου κάνει χρήση ουσιών και ότι σε χτυπάει, μην ανησυχείς, θα το φροντίσουμε»), η κατάσταση κατέληξε σε αδιέξοδο.
Οι ίδιοι «σύντροφοι» που είχαν αποδεχτεί το αίτημα της Τζοβάνα, όταν τους ξαναείδα μερικές εβδομάδες αργότερα, μου είπαν ότι αφού μίλησαν με τον αδερφό της κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ευθύνη ήταν κοινή. Γιατί σε μια προηγούμενη περίσταση τον είχε τραυματίσει κι αυτή με τη σειρά της (για να αμυνθεί σε δική του επίθεση) και επειδή το θέμα της διχόνοιας – το γεγονός ότι η Τζοβάνα «εγκατέλειπε» τον γιο της για να ασχοληθεί με τις δουλειές της – ήταν γεγονός. Εν ολίγοις, αν δεν είσαι πρότυπο μητέρας, είναι θεμιτό να σου ρίχνουν τσεκουριές, όπως μάλλον είναι φυσιολογικό να σου πετάνε μαχαίρι αν δεν γυρίσεις σπίτι αμέσως μετά τη δουλειά. Αλλά μην ανησυχείτε, αυτό δεν είναι βία, τουλάχιστον όχι μέχρι να πεθάνει κάποια.
Για να μην σας αφήσω σε αγωνία για την τύχη αυτών των δύο γυναικών, να ξέρετε ότι η Μάρτα και η Τζοβάνα είναι ακόμα ζωντανές και ζουν σήμερα απαλλαγμένες από τη βία. Για να ξεφύγει από τον αδερφό της, η Τζοβάνα μετακόμισε σε άλλη πόλη, σε μια θεία που τη φιλοξένησε. Εκεί βρήκε μια δουλειά που της επέτρεψε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη και στη συνέχεια πήρε μαζί της και τον γιο της.
Με τη Μάρτα, από την άλλη πλευρά, ξανασυναντηθήκαμε, λίγα χρόνια αργότερα, όταν εκμεταλλεύτηκε ένα ταξίδι στην πατρίδα της για να εγκαταλείψει τον σύντροφό της και να μην επιστρέψει ποτέ. Έκτοτε, επανασυνδέθηκε με όλους τους ανθρώπους από τους οποίους την είχε απομονώσει εκείνη η σχέση.
Εν ολίγοις, δύο ιστορίες που «τέλειωσαν καλά». Μόνο που και στις δύο περιπτώσεις οι γυναίκες, που υπέστησαν βία, ήταν εκείνες που έπρεπε να αφήσουν τα πάντα πίσω τους, να αλλάξουν πόλη, τοποθεσία, δουλειά και γνωριμίες, προκειμένου να βάλουν τέλος στην κακοποίηση. Ενώ όποιος βιαιοπράγησε δεν χρειάστηκε να αλλάξει τίποτα στη ζωή του. Ούτε καν ήρθε αντιμέτωπος με τη δική του συμπεριφορά, για την οποία πιθανώς συνέχισε να πιστεύει ότι ήταν η ενδεδειγμένη και δικαιολογημένη, ακόμα και επειδή κανείς δεν την κατέταξε ως βίαιη.
Στο τρίτο μέρος αυτού του άρθρου θα μιλήσουμε για το πώς η συναισθηματική αγωγή και η σχέση με το σώμα – το δικό μας, και των άλλων – είναι η γενεσιουργός αιτία της κακοποιητικής συμπεριφοράς των ανδρών στο πατριαρχικό σύστημα στο οποίο ζούμε.
*Numero Anti Violenza e Stalking
Πηγή: https://comune-info.net/