Coccia Emanuele, Η ζωή των φυτών. Μια μεταφυσική της κράσης, εκδόσεις Periplaneta, σελ. 160
Συνήθως, για να μιλήσουμε για ένα βιβλίο, ρωτάμε πρώτα ποια είναι η κεντρική του ιδέα, ψάχνουμε δηλαδή το σημείο απ’ όπου ξετυλίγεται το νήμα της σκέψης του∙ κι από κει ξεκινάμε. Εδώ κάτι τέτοιο δεν γίνεται ή, τουλάχιστον, εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω. Και νομίζω ότι αυτό δεν είναι ζήτημα αστοχίας, αλλά αποτέλεσμα του σχεδίου του συγγραφέα. Δεν υπάρχει ένα μοναδικό σημείο εισόδου στο βιβλίο, δεν υπάρχει κέντρο ή αρχή, καθώς όλα του τα σημεία, από το αρχικό του άνθος μέχρι το τελευταίο του φύλλο, επικοινωνούν διαρκώς μεταξύ τους. Αυτή η επικοινωνία, η τρόπον τινά διαπερατότητα, δεν είναι μόνον εσωτερική, αλλά και εξωτερική: το βιβλίο δεν είναι ούτε ακριβώς φιλοσοφική πραγματεία ούτε λογοτεχνικό έργο ούτε πολιτικό μανιφέστο, αλλά συνομιλεί με όλα αυτά και μάλιστα με τα πιο σύγχρονα ερωτήματά τους. Με λίγα λόγια, το βιβλίο αναπτύσσεται με τον τρόπο του φυτού και αναπνέει μέσα στη σημερινή ατμόσφαιρα.
Ένας άλλος λόγος που κάνει την ανάγνωσή του ευχάριστη, αλλά την παρουσίασή του δύσκολη, είναι ο εξής: ο λόγος του είναι ποιητικός. Δεν εννοώ ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πρωτότυπες εκφράσεις ή σχήματα λόγου που γεννούν συγκινητικές εικόνες στη φαντασία. Το κάνει αυτό, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Όταν λέω ότι το βιβλίο είναι ποιητικό, εννοώ κυριολεκτικά: ποιεί έναν ολόκληρο κόσμο. Ο όρος ποίηση εδώ έχει πολιτική σημασία: σύμφωνα με το βιβλίο, ένας άλλος κόσμος δεν είναι μόνον εφικτός, αλλά ήδη υπαρκτός.
Ξεκινάω, λοιπόν, μάλλον αυθαίρετα. Ο Κότσια διαπιστώνει ότι πριν από κάποιους αιώνες συνέβη μια ριζική αλλαγή στη φιλοσοφία. Κάποτε, το να ασχολείσαι με τη φιλοσοφία σήμαινε να ασχολείσαι με την κοσμολογία. Η φιλοσοφία ήταν, την ίδια στιγμή, λόγος για τη φύση, λόγος για τον κόσμο και λόγος για τον άνθρωπο. Η μεταφυσική ήταν ταυτοχρόνως κοσμολογία, οντολογία και ηθική. Για παράδειγμα, όταν παρατηρούσες τι συμβαίνει στον ουρανό, καταλάβαινες τι είδους ον είσαι και άρα πώς οφείλεις να ζεις τη ζωή σου – και αντιστρόφως. Σταδιακά, όμως, –ξεκινώντας περίπου από τον 17ο αιώνα– η φιλοσοφία παύει να ασχολείται με τον κόσμο και τη φύση, και τα παραχωρεί, ως αντικείμενα σκέψης, σε άλλα γνωστικά πεδία1. Μάθαμε, λέει, ο Κότσια, ότι «υπάρχει ένας και μόνο ένας, επιστημονικός κλάδος αρμόδιος για κάθε γνωστικό αντικείμενο». Για παράδειγμα, η φυτολογία για τα φυτά, η αστροφυσική και η κοσμολογία για τα ουράνια σώματα, η ανθρωπολογία για τον άνθρωπο κλπ.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις επονομαζόμενες επιστήμες του ανθρώπου, που αναδύονται τον 18ο αιώνα. Οι επιστήμες του ανθρώπου συγκροτούνται στον αντίποδα των φυσικών επιστημών. Ο άνθρωπος, ως υποκείμενο της γνώσης, διαχωρίζεται απολύτως από τον κόσμο και τη φύση. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες, λέει ο Κότσια, είναι «μια αστυνομική επιχείρηση εξόντωσης καθετί φυσικού από το πεδίο του επιστητού». Ενάντια σε αυτήν ακριβώς την αστυνομική επιχείρηση γράφεται το βιβλίο που συζητάμε.
Ποιος είναι ο στόχος του συγγραφέα; «Το παρόν βιβλίο αποπειράται να επαναθεμελιώσει την κοσμολογία». Ο Κότσια διευκρινίζει: θέλει να ξαναθεμελιώσει την «κοσμολογία, δηλαδή το μοναδικό είδος φιλοσοφίας που μπορεί να θεωρηθεί νόμιμο». Εν συντομία, αυτό που ρητά σκοπεύει να κάνει ο συγγραφέας είναι να ξαναθεμελιώσει ολόκληρη τη μεταφυσική2 . Θέλει, λοιπόν, να ξαναθεμελιώσει τη μεταφυσική, αλλά να την ξαναθεμελιώσει όχι ως λόγο για τον άνθρωπο, αλλά ως λόγο για τον κόσμο.
Υπάρχει ένα διάσημο κείμενο, που γράφεται τότε, τον 18ο αιώνα –τότε δηλαδή που γεννιούνται οι ανθρωπιστικές επιστήμες, και το οποίο ξεκινάει με παρόμοιο τρόπο: σκοπός δηλαδή του συγγραφέα είναι, επίσης, να ξαναθεμελιώσει τη μεταφυσική: πρόκειται για την Κριτική του Καθαρού Λόγου3 του Καντ. Προφανώς, δεν θα συνοψίσω εδώ τη φιλοσοφία του Καντ. Θα πω μόνο ότι κάτι πολύ σημαντικό που συμβαίνει σε εκείνη την επαναθεμελίωση της μεταφυσικής, είναι ότι ο κόσμος χωρίζεται σε υποκείμενα και αντικείμενα. Με δυο λόγια, το πραγματικό χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε όσους γνωρίζουν και σε όσα μπορούν να γίνουν γνωστά. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που γνωρίζουν, ο κόσμος κι η φύση είναι αυτά που μπορούν να γίνουν γνωστά. Έτσι, η φύση χάνει την αυτονομία της και υποβιβάζεται σε αντικείμενο της γνωστικής ικανότητας του υποκειμένου, δηλαδή του ανθρώπου.
Μου φαίνεται λοιπόν ότι ο Κότσια, τρόπον τινά, απαντά στον Καντ. Πιάνει τη μεταφυσική από εκεί που την άφησε ο Καντ και επιχειρεί να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου και να ξαναενώσει τον άνθρωπο με τη φύση και τον κόσμο. Θυμίζω τον υπότιτλο του βιβλίου: έχουμε να κάνουμε κι εδώ με μια μεταφυσική, αλλά με μια μεταφυσική της κράσης, δηλαδή μια μεταφυσική της ολικής ανάμειξης. Δεν υπάρχουν πια υποκείμενα και αντικείμενα, αλλά όλα διαπερνούν όλα και όλα διαπερνώνται από όλα.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στον Καντ. Ο Καντ παρομοιάζει το έργο που έχει αναλάβει με εκείνο του Κοπέρνικου. Σκοπεύει να αναποδογυρίσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, όπως δηλαδή το έκανε ο Κοπέρνικος όταν έδειξε ότι η γη δεν αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος. Ο Κότσια επιχειρεί μια εξίσου κοπερνίκεια κίνηση –κι αυτός θέλει να αναποδογυρίσει τον κόσμο. Τι κάνει ο Κοπέρνικος; Τι σημαίνει να θέτεις τον ήλιο στο κέντρο; Το ζήτημα δεν είναι απλώς να πεις ότι ο ήλιος είναι στο κέντρο, αλλά να καταλάβεις ότι, συνεπώς, η γη δεν είναι πια παρά ένα σημείο του ουρανού, σαν να λέμε ένα σημείο όπου ο ουρανός είναι λίγο πιο πυκνός. Γράφει ο Κότσια: ο ουρανός «είναι η μοναδική ουσία του σύμπαντος, η φύση κάθε υπαρκτού. Ο ουρανός δεν είναι εκεί ψηλά. Ο ουρανός είναι παντού». Το έδαφος χάνει την παραδοσιακή σημασία του και άρα, αντί να σκεφτόμαστε με όρους οικολογίας, δηλαδή της γης ως οίκου, ο Κότσια μας καλεί να σκεφτούμε με όρους ουρανολογίας. Δεν κατοικούμε τη γη, λέει. Κατοικούμε τον ουρανό, του οποίου εμείς και ο κόσμος δεν είμαστε παρά πυκνώσεις. Με τα δικά του λόγια: «Ο κόσμος είναι μία και μοναδική ουσία με μεταβλητή ένταση και πυκνότητα». Εάν όμως η γη, εμείς, ο κόσμος δεν είμαστε παρά πυκνώσεις του ουρανού, αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ανθρώπους από τη μια, και κόσμο ή φύση από την άλλη.
Τι σημαίνει, στην πράξη, καταργώ τη διάκριση υποκειμένου και αντικείμενου; Ο Κότσια μας ζητάει να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του φυτού: πώς μπορεί να γίνει αυτό; Η επαφή μας με το πραγματικό είναι εμπειρική, ξεκινάει δηλαδή από τις αισθήσεις: το φυτό όμως δεν έχει αισθητήρια όργανα. Άρα πώς να νιώσουμε τον κόσμο σαν να ήμασταν φυτά; Κι όμως, λέει, ο Κότσια και μας προσκαλεί σε ένα νοητικό πείραμα: Φανταστείτε ότι ακούτε μουσική. «Φανταστείτε ότι είστε φτιαγμένοι από την ίδια ουσία με τον κόσμο που σας περιβάλλει. Ότι μοιράζεστε την ίδια φύση με τη μουσική, [ότι είστε κι εσείς] μια εναλλαγή δονήσεων του αέρα» (εδώ, μεταξύ σοβαρού και αστείου, η ενδεχόμενη εμπειρία του αναγνώστη σε ψυχεδελικές ουσίες βοηθάει). «Σώμα και αισθητήρια όργανα είναι αδύνατον πια να διαχωριστούν. [Εάν ήμασταν φυτά] δεν θα αισθανόμασταν πια με ένα και μοναδικό μέρος του σώματός μας, αλλά με την ολότητα του είναι μας. Δεν θα ήμασταν παρά ένα τεράστιο αισθητήριο όργανο που συγχωνεύεται με το αντιληπτό αντικείμενο». «Ένα αυτί που είναι ο ήχος τον οποίο ακούει, ένα μάτι που λούζεται διαρκώς στο φως». Αυτήν την εμπειρία ο Κότσια την ονομάζει βύθιση.
Η έννοια της βύθισης είναι κομβική στο βιβλίο. Εξηγώ τη σκέψη, πολύ σύντομα: Ας φανταστούμε τα πρώτα φυτά να εμφανίζονται στον κόσμο. Η εμφάνισή τους διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο είδος ατμόσφαιρας, καθώς –όπως μάθαμε στο σχολείο– τα φυτά παίρνουν ήλιο και φτιάχνουν οξυγόνο. Η ατμόσφαιρα, λοιπόν, είναι το προϊόν της αμοιβαίας και διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ φυτού και κόσμου. Γράφει: «Τα πρώτα εξολοκλήρου γήινα έμβια όντα [τα φυτά] είναι οι σπουδαιότεροι μεταμορφωτές της ατμόσφαιρας». Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα είναι ο κοινός τόπος των έμβιων. «Δεν είμαστε κάτοικοι της γης. Κατοικούμε την ατμόσφαιρα», λέει ο Κότσια. Αυτό συμβαίνει επειδή, με την εμφάνιση των φυτών, η γη γίνεται ο τόπος της πνοής.
Ο Κότσια χρησιμοποιεί τον όρο «πνοή» κυριολεκτικά: αναπνέω σημαίνει, στην πράξη, αναπνέω πάντα την αναπνοή του άλλου, η οποία με διαπερνά. Κι ο άλλος, αναπνέει πάντα τη δική μου ανάσα. «Ο αέρας που αναπνέουμε», γράφει, «είναι η αναπνοή των άλλων έμβιων όντων. Είναι μια παρενέργεια ‘της ζωής των άλλων’». «Κατοικούμε πάντα την ολότητα του κόσμου, ο οποίος είναι και θα είναι εσαεί μολυσμένος από τους άλλους». Συνεπώς, «κάθε έμβιο ζει, ήδη, εκ προοιμίου, μέσα στη ζωή των άλλων». Και να η έννοια της βύθισης από την οποία ξεκίνησα: «Αυτό είναι η βύθιση, το γεγονός ότι […], μέσω της ανάσας, η ζωή κυκλοφορεί από σώμα σε σώμα […]».
Έτσι ζούμε, επιμένει ο Κότσια. Βυθισμένοι σε μιαν ατμόσφαιρα, σε μια κοινή ανάσα, που διαμορφώνουμε και μας διαμορφώνει και η οποία κάνει το καθετί να εξαρτάται από όλα τα υπόλοιπα και τη ζωή του καθενός να συμπλέκεται με τη ζωή των άλλων. Σε αυτήν την απολύτως συμπεριληπτική ατμόσφαιρα, αναφέρεται και η έννοια της «κράσης» που συναντάμε στον υπότιτλο. Κράση, δηλαδή ανάμειξη: αλλά έχουμε να κάνουμε με μια κράση ολική, την οποία ο Κότσια δανείζεται από τους Στωικούς. Ολική κράση δεν σημαίνει ότι απλώς στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον, ότι σκουντιόμαστε αλλά δεν συναντιόμαστε όπως έλεγε ένα παλιό σύνθημα, αλλά ούτε ότι συγχωνευόμαστε και χάνουμε την ατομικότητά μας. Σημαίνει: «η ζωή του καθενός διαπλέκεται με τη ζωή των άλλων». «Είμαι στον κόσμο σημαίνει πάντα μοιράζομαι, όχι μια ταυτότητα, αλλά την ίδια πνοή». Είπα νωρίτερα ότι το βιβλίο είναι ποιητικό κι ότι εδώ η ποίηση έχει πολιτική σημασία. Και νομίζω ότι τα παραπάνω μας δίνουν μιαν ιδέα για το τι είδους πολιτική είναι εφικτή εάν σκεφτούμε με τον τρόπο των φυτών. Μπορούμε δηλαδή να φανταστούμε μια πολιτική που να ρυθμίζεται από τις έννοιες της βύθισης, της ατμόσφαιρας και της κράσης.
Θα περάσω σε δύο πράγματα που μου έκαναν εντύπωση διαβάζοντας το βιβλίο – και με αυτά θα κλείσω. Το πρώτο αφορά μιαν έλλειψη. Μια πολύ σημαντική έννοια λείπει από το βιβλίο, ή τελοσπάντων εμφανίζεται σπάνια, και η απουσία της νομίζω ότι δεν είναι τυχαία. Η έννοια που λείπει είναι ο «οργανισμός». Και μου έκανε εντύπωση, επειδή το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για τα έμβια, είναι ότι είναι οργανισμοί. Ο Κότσια δεν χρησιμοποιεί τον όρο για να μιλήσει ούτε για τα φυτά ούτε για τα ζώα ούτε για τους ανθρώπους. Να θυμίσω ότι η έννοια του οργανισμού εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα, τότε δηλαδή που εμφανίζονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες, και η βιολογία αυτονομείται και γίνεται ανεξάρτητο γνωστικό πεδίο. Και θεωρώ ότι ο Κότσια επίτηδες δεν χρησιμοποιεί τον όρο, επειδή η έννοια του οργανισμού βασίζεται στην ιδέα ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των έμβιων όντων είναι η αυτονομία, η αυτορrύθμιση, τα μάλλον ανελαστικά τους όρια.
Με λίγα λόγια, το να είσαι οργανισμός σημαίνει να διαθέτεις συντονισμένες λειτουργίες που μάχονται για την ατομική επιβίωση, να αντιστέκεσαι με τις ατομικές σου δυνάμεις απέναντι σε ένα εχθρικό περιβάλλον που σε απειλεί. Η έννοια του οργανισμού δηλώνει ότι τα όντα που κατοικούν τη γη είναι αποσυνδεδεμένα μεταξύ τους και άρα τα σκεφτόμαστε ως μεμονωμένα αντικείμενα προς ταξινόμηση. Άραγε πώς μιλούσαμε για τα έμβια πριν αρχίσουμε να τα σκεφτόμαστε ως οργανισμούς; Για παράδειγμα, και σύμφωνα με τον Φουκώ4, εάν διαβάσετε έναν φυσιοδίφη του 17ου αιώνα, θα δείτε ότι, όταν περιγράφει ένα έμβιο, γράφει ταυτοχρόνως για την ανατομία του, τους τρόπους σύλληψης και γέννησής του, τους μύθους που το συνοδεύουν, την τροφή του, αλλά και τον νοστιμότερο τρόπο να το μαγειρέψετε με σάλτσα. Αντίθετα, τον 18ο αιώνα, όταν πια αρχίζουμε να σκεφτόμαστε με όρους οργανισμού, εμφανίζονται οι πρώτοι ταξινομητικοί πίνακες. Εκεί, το έμβιο εμφανίζεται απομονωμένο, «σαν γυμνό μέσα στην ανατομία του», σαν μέσα σε ένα «άχρονο ορθογώνιο», γράφει ο Φουκώ. Και δεν είναι τυχαίο ότι τότε, τον 18ο αιώνα, εμφανίζονται και στην πράξη αυτά τα άχρονα ορθογώνια: τα βοτανολόγια, οι ζωολογικές συλλογές και οι βοτανικοί κήποι. Κι επίσης δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια του οργανισμού ακμάζει την εποχή του ρομαντισμού, δηλαδή μια εποχή κατά την οποία η ατομικότητα διεκδικεί προτεραιότητα, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μια στροφή κατά μέσα, ένα βλέμα προς τον εαυτό και την εσωτερική του δύναμη. Αντίθετα, τα φυτά του Κότσια είναι απολύτως στραμμένα προς τα έξω, απολύτως βυθισμένα στον κόσμο, «διαρκώς έκθετα στο περιβάλλον». Η φυτική ζωή είναι η ζωή ως απόλυτη έκθεση». Με λίγα λόγια, ο Κότσια αποφεύγει την έννοια του οργανισμού επειδή δεν τον ενδιαφέρει η βιολογική ατομικότητα, αλλά η κοσμολογική ανάμειξη.
Κλείνοντας περνάω στο δεύτερο στοιχείο που μου έκανε εντύπωση διαβάζοντας. Ο Κότσια χρησιμοποιεί πολύ συχνά αναλογίες και ομοιότητες. Αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα: ο σπόρος είναι ο εγκέφαλος∙ το άνθος είναι ο λόγος∙ βυθιζόμαστε στην ατμόσφαιρα όπως το ψάρι στη θάλασσα∙ η αναπνοή είναι η αγροκαλλιέργεια της ατμόσφαιρας∙ η οικολογία είναι ουρανολογία. Αυτό το είδος σκέψης, που συλλαμβάνει τις όψεις του πραγματικού μέσα από αναλογίες και ομοιότητες, είναι επίσης χαρακτηριστικό του 16ου και 17ου αιώνα, ακριβώς επειδή η πραγματικότητα δεν έχει ακόμα χωριστεί σε υποκείμενα και αντικείμενα, σε άνθρωπο και φύση. Όλα βρίσκονται μέσα σε όλα, άρα όλα μοιάζουν με όλα.
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει σκέφτομαι με αναλογίες, δανείζομαι και πάλι από τον Φουκώ. Γράφει: «Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, η ομοιότητα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στην παραγωγή γνώσης στον δυτικό πολιτισμό». Αυτό που μας επέτρεπε να γνωρίζουμε τα ορατά και τα αόρατα πράγματα ήταν ότι εντοπίζαμε μεταξύ τους ομοιότητες και αναλογίες. Ορίστε, για παράδειγμα, πώς περιγράφεται τότε ο άνθρωπος: «ο σφυγμός του σφύζει μέσα στις φλέβες του όπως τα αστέρια που κυκλοφορούν σύμφωνα με τις τροχιές τους […] η σάρκα του είναι χώμα, τα κόκκαλά του βράχοι, οι φλέβες του μεγάλοι ποταμοί». Γράφει ο Φουκώ: «Η γη επαναλάμβανε τον ουρανό, τα πρόσωπα καθρεφτίζονταν στα αστέρια, και το φυτό έκρυβε μέσα στον μίσχο του τα μυστικά που ήταν χρήσιμα για τον άνθρωπο». Και με τα λόγια του Κότσια: «Ο ουρανός κατεβαίνει στη γη, η γη ανέρχεται στον ουρανό, ο αέρας γίνεται έκταση, η έκταση γίνεται ατμόσφαιρα». Ήταν λες κι ο κόσμος κύκλωνε παντού τον εαυτό του: το να σκέφτεσαι την πραγματικότητα με όρους ομοιότητας σήμαινε ακριβώς να τη συλλαμβάνεις ως βύθιση, ως ολική κράση.
Αργότερα, τον 18ο αιώνα, αυτή η σύλληψη του κόσμου αλλάζει ριζικά. Οι ομοιότητες και οι αναλογίες εξαφανίζονται, το πραγματικό κατακερματίζεται σε ατομικότητες προς ταξινόμηση. Η επιστήμη και η φιλοσοφία αρχίζουν να ταξινομούν τα έμβια αδιαφορώντας για τη φύση τους, δηλαδή για το ότι είναι πάντα βυθισμένα μέσα στον κόσμο, «ότι εισχωρούν σε κάθε άλλο πράγμα και δέχονται κάθε άλλο πράγμα να διεισδύει σε αυτά». Νομίζω λοιπόν ότι ο Κότσια επαναφέρει εκείνη τη σκέψη της αναλογίας και της ομοιότητας για να φτιάξει τη δική του μεταφυσική κοσμολογία.
Ωστόσο υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο Φουκώ το περιγράφει ως εξής: «Σε αυτό το χώρο», το χώρο των αναλογιών και των ομοιοτήτων δηλαδή, πρέπει να «υπάρχει ένα προνομιούχο σημείο». Για να εμφανιστεί ο κόσμος ως ομοιότητα και αναλογία πρέπει να υπάρχει ένα κέντρο, το οποίο θα τροφοδοτεί όλες τις αναλογίες και θα καθρεφτίζει όλες τις ομοιότητες. Αυτό το κεντρικό σημείο είναι ο άνθρωπος. Παντού καθρεφτίζεται, και «παντού έχει να κάνει με τον εαυτό του», ακριβώς επειδή αυτός «είναι η μεγάλη εστία των αναλογιών». Εν συντομία, από κάποιο σημείο της ιστορίας κι έπειτα, ο κόσμος συγκροτείται κατ’ εικόνα και καθ’ομοίωση του ανθρώπου.
Ο Κότσια προφανώς γνωρίζει το πρόβλημα. Γι αυτό αντλεί από τον 16ο και τον 17ο αιώνα, αλλά μπολιάζει εκείνη τη σκέψη με τις πιο σύγχρονες απορίες. Για παράδειγμα, χρησιμοποιεί μεν το εργαλείο της αναλογίας και της ομοιότητας, αλλά για να φτιάξει μια μεταφυσική μη ανθρωποκεντρική. Βεβαίως, υπάρχει ο κίνδυνος να κάνει απλώς μια αντικατάσταση. Να βγάλει τον άνθρωπο από το κέντρο και στη θέση του να βάλει τα φυτά. Νομίζω όμως ότι ο Κότσια αποφεύγει αυτόν τον πειρασμό – ή τουλάχιστον έτσι επιλέγω εγώ να τον διαβάσω. Νομίζω, δηλαδή, ότι φτιάχνει μεν, κι αυτός, μια μεταφυσική, αλλά είναι μια μεταφυσική άκεντρη – ή άναρχη, αν προτιμάτε. Γι’ αυτό και υποστήριζα νωρίτερα ότι το βιβλίο αναπτύσσεται με τον τρόπο του φυτού, μοιάζει δηλαδή να μην έχει κάποιο κέντρο ή κάποια αρχή. Ο συγγραφέας αντιπροτείνει μια φυτοκεντρική προσέγγιση∙ όχι για να βάλει τα φυτά στη θέση του ανθρώπου, αλλά για να μας δείξει τη δυνατότητα να συλλάβουμε το πραγματικό με έναν ριζοσπαστικό τρόπο. Γι αυτό και αν διαβάσουμε το βιβλίο πολιτικά, και νομίζω ότι πρέπει να το διαβάσουμε πολιτικά, θα δούμε ότι ένας άλλος κόσμος –άκεντρος ή άναρχος– όχι απλώς είναι εφικτός, αλλά είναι ήδη υπαρκτός∙ τον κατοικούμε, δηλαδή τον αναπνέουμε. Κυριολεκτικά, αυτός ο άλλος κόσμος απέχει μία ανάσα.
[Το κείμενο διαβάστηκε στη βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στο βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες στις 29-5-25.]
- Όλα τα αποσπάσματα του Κότσια είναι από το Κότσια, Ε., 2024. Η ζωή των φυτών: Μια μεταφυσική της κράσης. Μετάφρ. Α. Μουταφίδης. Επιμ. Χ. Πάλλας. Αθήνα: Periplaneta. [↩]
- Μεταφυσική: Η διερώτηση για τη φύση της πραγματικότητας, της ύπαρξης και του είναι. Κάθε φορά που ρωτάτε εάν υπάρχει θεός, εάν έχετε ελεύθερη βούληση, εάν μπορείτε να γνωρίσετε κάτι που βρίσκεται πέρα από τις αισθήσεις σας, εάν η ζωή έχει νόημα, κάνετε μεταφυσική. [↩]
- Βλ. Καντ, Ι., 1976. Κριτική του καθαρού λόγου. Μετάφρ. Α. Γιανναράς. Αθήνα: Παπαζήσης. [↩]
- Όλες οι αναφορές και τα αποσπάσματα του Φουκώ είναι από το Φουκώ, Μ., 2008. Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των ανθρωπιστικών επιστημών. Μετάφρ. Κ. Παπαγιώργης. Αθήνα: Γνώση. [↩]