Αργά το βράδυ του περασμένου Σαββάτου χτύπησε το κινητό μου. Ήμουν κουρασμένος και δεν το απάντησα. Η κλήση ήταν από ένα παλιό γνωστό από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Την επόμενη μέρα διάβασα την είδηση πως ένας 59χρονος λιμενεργάτης σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας. Η «τρέλα» της περιόδου δεν μου επέτρεψε να συνδέσω τα δύο γεγονότα. Δεν βρήκα το όνομα του λιμενεργάτη πουθενά, και ούτε που σκέφτηκα πως μπορεί και να τον ξέρω. Άλλωστε, ο μόνος λιμενεργάτης που ήξερα κάπως προσωπικά ήταν ο Δημήτρης Θηρίου. Δεν θα ασχοληθώ με τα του γιατί κατέληξε ο Δημήτρης, τουλάχιστον όχι προς το παρόν μιας και δεν έχω την πληροφόρηση που χρειάζεται και υποθέτω πως ακόμη τρέχουν οι απαιτούμενες διαδικασίες.
Το σύντομο αυτό σημείωμα γράφεται γιατί θέλω να κλίνω το γόνυ στον Δημήτρη. Ο Δημήτρης Θηρίου δεν ήταν φίλος μου· για μένα δεν ήταν ποτέ ο Τάκης των φίλων του. Ήταν ο Δημήτρης ή ο Μήτσος, ένας γνωστός μου αλλά και μια από τις πιο ευγενικές φυσιογνωμίες που έχω γνωρίσει. Ένας άνθρωπος που αγαπούσε την γειτονιά του, την Άνω Πόλη, και την οικογένειά του, τη μάνα του και τον αδερφό του, και που ακόμη κι όταν θύμωνε έμοιαζε λες και θυμώνει με τον εαυτό του. Ο Δημήτρης ήταν ένα παιδί που όντας μηχανόβιος θύμιζε ροκά αλλά που αγαπούσε το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, στη βραδιά Τσιτσάνη στην Άνω Πόληκαλούσε τον κόσμο όλο. Παρόλα αυτά τον χαρακτήριζε ένας στίχος από κάπως διαφορετικό ρεπερτόριο. Ο Δημήτρης ήταν ο άνθρωπος που «μέσα στο τεράστιο σώμα του έκρυβε μια αθώα καρδιά».
Ο Θηρίου ήταν όνομα, κορμοστασιά, αλλά όχι πράμα. Ευαίσθητος άνθρωπος και χωρίς τη ματσίλα που είθισται να προβάλλεται στον κλάδο του. Του είχα ζητήσει, όταν δούλευα πάνω στη συλλογή προφορικών μαρτυριών του λιμανιού, να του πάρω συνέντευξη. Κι αυτό διότι δούλευε στο λιμάνι από πιτσιρικάς, πάντα μοιραζόταν ιστορίες και μου έλυνε απορίες. Δεν αρνιόταν ευθέως, αλλά το ανέβαλε, κι αυτό διότι δεν του άρεσε να περιαυτολογεί ούτε και να τον εξάρουν άλλοι. Ενώ είχε να πει πολλά, και τα έλεγε φιλικά, αυτό το επίσημο της συνέντευξης δεν του καθόταν καλά. Αυτή ήταν η μία πτυχή, η άλλη είναι πιο σύνθετη. Ο Δημήτρης ανήκε σε μια χούφτα ανθρώπων που κρατούσαν το κεφάλι τους πάνω από τα λιμνάζοντα νερά της περιοχής. Και δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό, όταν το άνοιγε, το έκανε μέχρι τέλους. Και θα το φέρω βάρος που δεν τα κατάφερα να τον πείσω, όχι τόσο/μόνο για την σπουδαία μαρτυρία που θα είχαμε στα χέρια μας, αλλά γιατί ο Δημήτρης χάθηκε και η μαρτυρία του θα ήταν ένας τρόπος να τον θυμόμαστε και να τον τιμούμε. Ο Δημήτρης ενσάρκωνε κατά κάποιο τρόπο τη φαντασιακή εικόνα που θα μπορούσε να έχει κανείς για ένα λιμενεργάτη και ταυτόχρονα την κατέρριπτε. Μεγαλόσωμος, γέρος, εργατικός και σκληροτράχηλος από τη μία, ευαίσθητος και ευγενής από την άλλη. Ο Θηρίου δεν ήταν ο κανόνας ούτε ως προς τη λιμενεργασία, δεν ήταν ο μέσος λιμενεργάτης, είχε μια παλιάς κοπής ηθική και λογική. Δεν ήταν άγιος, παρότι πιστός χριστιανός. Όταν τον ρωτούσα αν αληθεύει πως οι λιμενεργάτες τσούρνευαν φορτία, όπως έλεγαν και άλλοι λιμενεργάτες σε μαρτυρίες, γελούσε κι επιβεβαίωνε. Αν θυμάμαι καλά μου είχε πει και πως κάπως έτσι είχε αποκτήσει κάποτε ένα τζάκετ από ένα φορτίο προ δεκαετιών. Ήταν κι αυτά στο πρόγραμμα της δουλειάς, μια φύρα που την ήξεραν όλοι και σχεδόν την αποδέχονταν.
Μάλιστα, μιας κι αναφέρθηκα στην πίστη του, έχω την εντύπωση πως ο Δημήτρης θεωρούσε πως ήταν καλός αριστερός και καλός άνθρωπος επειδή ήταν καλός χριστιανός. Η πραγματικότητα είναι πως ήταν όντως καλός, σε αυτά και σε όσα άλλα ήταν, επειδή ήταν καλός άνθρωπος. Ένας αγαθός γίγαντας μέσα σε μια φόρμα εργασίας.
Ο Δημήτρης πριν μερικά χρόνια αποσύρθηκε από τη συνδικαλιστική δράση. Ήταν ο τελευταίος μια φουρνιάς προοδευτικών λιμενεργατών που πάλεψαν να αλλάξουν τα πράγματα στον αντιδραστικό, από τη μεταπολεμική περίοδο και έπειτα, κλάδο τους. Ο Δημήτρης ήταν, αν δεν κάνω λάθος, ο μόνος από αυτήν την προσπάθεια που παρέμεινε λιμενεργάτης σχεδόν μέχρι τέλους. Οι υπόλοιποι αρκετά νωρίς «αναβαθμίστηκαν» ως αρχιεργάτες ή σημειωτές, όχι ο Θηρίου. Ο Θηρίου έγινε σημειωτής μετά την απόσυρσή του από τη συνδικαλιστική δράση, επί της ουσίας λίγο πριν τη σύνταξη, κι ενώ θα μπορούσε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα βάση εμπειρίας και προσόντων. Έμεινε λιμενεργάτης σχεδόν όλη του τη ζωή, και παρέμεινε στα κρηπιδώματα και τα αμπάρια μέχρι την τελευταία του μέρα στο λιμάνι. Ποτέ του δεν επέλεξε να χωθεί πίσω από ένα γραφείο και να αφήνει άλλους να βγάζουν τη δουλειά.
Ο Θηρίου εγκατέλειψε τον συνδικαλισμό όταν απέμεινε. Κατά τη γνώμη μου εξωθήθηκε από αυτήν μιας και είχε μείνει μόνος σε ένα κλάδο όπου λ.χ. η 21η Απριλίου είναι ακόμη για ορισμένους «επανάστασις» και όχι πραξικόπημα. Δεν άντεξε να παλεύει μόνος του με τα αντιδραστικά θηρία, και παραιτήθηκε. Ήταν αυτό ένας συμβιβασμός; Ναι, ήταν. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως θα μπορούσε να είχε κάνει, και μάλιστα πολύ νωρίτερα, άλλους, επικερδέστερους, και μάλιστα σε βαθμό που θα μπορούσε σήμερα να βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας, ευρισκόμενος σε κάποιο γραφείο ή σε κάποια θέση που δεν θα περιλάμβανε φορτοεκφόρτωση.
Δημήτρη Θηρίου, είμαι περήφανος που σε γνώρισα, και λυπάμαι γιατί οι καλοί όντως χάνονται νωρίς! Ο θάνατος του Δημήτρη, και με τον τρόπο που ήρθε, δεν άξιζε ούτε στο χειρότερο κάθαρμα που πέρασε από το λιμάνι, και από το λιμάνι που έχει ξεβράσει άτομα όπως ο Φωκάς, εκ των δολοφόνων του Λαμπράκη, έχουν περάσει πολλά και μεγάλα. Πόσο μάλλον να έρθει ένας τέτοιος φρικτός θάνατος για ένα από τα πιο ευγενικά και καλοκάγαθα πλάσματα που πάτησαν το πόδι τους εκεί μέσα. Κρίμα κι άδικο ρε Μήτσο…κρίμα κι άδικο! Καλό κατευόδιο με ένα παραφρασμένο δίστιχο/δύστυχο από το αγαπημένο σου τραγούδι…
Αχ Δημήτρη μου, λιμενεργάτη μου λεβέντη, μένει τώρα νέτη-σκέτη
μεσ’ στον κόσμο η καημένη χήρα μάνα σου παραπονεμένη