Ένας σοφός πολιτικός αναρωτήθηκε προχθές το εξής: τί είναι αυτό που ενώνει τους ανθρώπους; Ο στρατός; Το χρήμα; Οι σημαίες; Όχι, λέει, είναι οι ιστορίες. Στην πάλη για εξουσία, ο πιο δυνατός είναι αυτός που έχει την καλύτερη ιστορία.
Ήταν ένας λίγο πιο κινηματογραφικός τρόπος να πει αυτό που έχει δείξει ο καλός μαρξισμός εδώ και εκατό χρόνια: αυτό που ενοποιεί την αστική κοινωνία, πάντα κάτω από την κεφαλαιοκρατική κυριαρχία, είναι πρώτα και κύρια η ιδεολογία. Ναι, προφανώς σε τελευταία ανάλυση, την κυριαρχία θα την κρίνει ο στρατός – ο πολιτικός που αναφέρθηκε παραπάνω το έχει νιώσει καλά στο πετσί του. Αλλά ώσπου να έρθει η στιγμή της τελευταίας ανάλυσης, τον καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας τον έχει πάντα η ιδεολογία.
Η οποία ιδεολογία είναι πάντα υλική: δεν είναι ένα σύνολο από ιδέες, όπως νομίζει ο κακός μαρξισμός, αλλά ένας μηχανισμός κυριαρχίας. Αυτοί οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους αποτελούν τη βασική εγγύηση αναπαραγωγής των αστικών σχέσεων κυριαρχίας, από το εργοστάσιο ως την κουζίνα του σπιτιού μας. Αποτελούν όμως ταυτόχρονα και ένα πεδίο της ταξικής πάλης. Στην πάλη αυτή δεν αντιπαρατίθενται έτοιμα μπλόκα ιδεών, που έχουν φτιαχτεί έξω και πριν από αυτή. Το επίδικο είναι συνήθως η κατάκτηση, η ιδιοποίηση των ιδεολογικών κόμβων που βρίσκονται στο επίκεντρο του ιδεολογικού πεδίου, ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Οι κόμβοι αυτοί βέβαια έχουν το κακό ότι είναι οι κόμβοι της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας: ο άνθρωπος, η ελευθερία, η πατρίδα, η φυσική αρμονία, η δημοκρατία. Μέσα ωστόσο από αυτή την πάλη για την ιδιοποίησή τους, είναι πιθανό στην πορεία οι κυριαρχούμενες τάξεις τελικά να τις διαλύσουν για να εγκαταστήσουν άλλες έννοιες στη θέση τους.
Ο πιο ισχυρός, ο πιο ανθεκτικός ανάμεσα σε αυτούς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, είναι η αστική δημοκρατία, με τα κόμματά της, το κοινοβούλιο, την καθολική ψήφο. Προσοχή: όχι με τα αστικά κόμματα μόνο, αλλά με όλα τα κόμματα – και τα εργατικά και τα κομμουνιστικά. Την αλήθεια αυτή την παραδέχθηκε μάλιστα πρώτος ένας άνθρωπος που ήταν και παρέμενε πιστό μέλος σε ένα από αυτά. Η αστική δημοκρατία έχει αποδειχθεί ιστορικά ως ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός ενοποίησης της κοινωνίας, πάντα κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, η πιο δυνατή «ιστορία» για να θυμηθούμε τον σοφό πολιτικό.
Μας αρέσει δεν μας αρέσει, οι πολίτες των αστικών δημοκρατιών, είναι βαθιά πεισμένοι ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι ο πιο δημοκρατικός, ο πιο συμπεριληπτικός τρόπος να εκφράζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Η πίστη τους αυτή διαρρηγνύεται μόνο σε περιόδους οξείας κρίσης, αν και ακόμα και τότε ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί συνήθως το ισχυρότερο οχυρό του αστισμού. Σε συνθήκες ώριμης, αστικής δημοκρατίας, οι πολίτες, ακόμα κι η εργατική τάξη, εμπιστεύεται τον κοινοβουλευτισμό ως τον μόνο αναγνωρίσιμο θεσμό δημοκρατικής συμμετοχής μεγάλης κλίμακας. Η Ρόζα το είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό, όταν είπε ότι -ακόμα και σε συνθήκες κρίσης- οι κομμουνιστές πρέπει να προσθέτουν μηχανισμούς δημοκρατίας, όχι να αφαιρούν.
Απόδειξη για τα παραπάνω: κανένας επαναστατικός πόλεμος δεν κατάφερε να νικήσει απέναντι σε μια ώριμη αστική δημοκρατία, όπως τα κατάφερε απέναντι σε αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα. Αντίστροφα, σε τέτοιες συνθήκες, οι ίδιες οι εκμεταλλευόμενες τάξεις, στο βαθμό που μετέχουν έστω και μερικώς στο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού, τείνουν να επενδύουν σε αυτόν τις ελπίδες τους για κοινωνική αλλαγή – το ζήσαμε πρόσφατα. Έτσι, κάθε (υπαρκτό) επαναστατικό, εργατικό κόμμα που δρα σε συνθήκες δημοκρατίας, αναγκάζεται να ενταχθεί στον κοινοβουλευτικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, για να υπηρετήσει τους σκοπούς του.
Και εκεί βέβαια ξεκινούν τα δύσκολα: αν προσαρμόζεται καλά σε αυτόν, τότε συμβάλει αποτελεσματικά στην αναπαραγωγή του και αναπόφευκτα παύει να είναι επαναστατικό. Κλασικό παράδειγμα, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία βλέποντας ψήφους και έδρες να πολλαπλασιάζονται και περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να πάρει την εξουσία στα χέρια της, έφτασε να ψηφίζει τις πολεμικές πιστώσεις του Μεγάλου Πολέμου, για να μην αποκλειστεί από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Το επόμενο βήμα ήταν να εκτελεί τους εξεγερμένους εργάτες. Αν πάλι κάποιο κόμμα καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και την κοινωνική αλλαγή -κάποια τα κατάφεραν, παράδειγμα η Λαϊκή Ενότητα (της Χιλής)- τότε ο αστισμός κατεβάζει τα τανκς. Και τα πράγματα αντιστρέφονται: οι κομμουνιστές, ακόμα κι οι αναρχικοί όπως κάνανε στην Ισπανία, υπερασπίζονται με το όπλο στο χέρι τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση.
Φτάνουμε λοιπόν στο γνωστό παράδοξο: η αστική δημοκρατία είναι ο βασικότερος μηχανισμός κυριαρχίας του αστισμού και άρα ο βασικός εχθρός μας. Η ιστορία όμως δεν έχει προσφέρει κανένα παράδειγμα υπέρβασης της ώριμης, αστικής δημοκρατίας από κάποιον άλλο εναλλακτικό θεσμό, χωρίς τουλάχιστον να έχει μεσολαβήσει ακραία κρίση, πόλεμος ή δικτατορία. Ο μόνος υπαρκτός δρόμος ενάντια στην αστική δημοκρατία είναι η κρίση: η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πολιτική κρίση. Η κορυφαία στιγμή σε αυτή τη διαδικασία είναι όταν ένα αριστερό, κομμουνιστικό κόμμα αναλαμβάνει την αστική κυβέρνηση. Τότε, ή ο κορυφαίος κρατικός μηχανισμός θα στραφεί ενάντια στους άλλους, οξύνοντας την κρίση ως τη διάλυση του αστικού καθεστώτος, ή το αριστερό κόμμα θα προσαρμοστεί και θα κάνει τη δουλειά των αντιπάλων του – κάποιες φορές καλύτερα από τους ίδιους. Το δεύτερο το ζήσαμε επίσης πρόσφατα.
Αν είμαστε λοιπόν ενάντια στις εκλογές, ο μόνος τρόπος να τις νικήσουμε, είναι να κερδίσουμε σε αυτές. Δεν πρόκειται για το γνωστό «να πολεμήσουμε το σύστημα από μέσα». Αυτά τα λένε μόνο όσοι έχουν χάσει κάθε διάθεση να πολεμήσουν οτιδήποτε. Πρόκειται για το αναπόφευκτο καθήκον να καταλάβουμε εξ εφόδου το βασικό οχυρό του αστισμού. Όχι όμως με κάθε τρόπο: αν το κάνουμε με τον τρόπο των εχθρών μας, αν προσαρμοστούμε για να είμαστε -υποτίθεται- πιο αποτελεσματικοί, τότε απλά θα αποτελούμε άλλο ένα γρανάζι, μικρό ή μεγάλο, στον κοινοβουλευτικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους – θα νομίζουμε ότι «πολεμάμε το σύστημα από μέσα» ενώ στην πραγματικότητα απλά θα ικανοποιούμε τις ηθικές -και ίσως τις υλικές- μας ανάγκες. Αν είναι να το κάνουμε και να πετύχει, πρέπει να τον κάνουμε με τον δικό μας τρόπο, με έναν τρόπο προλεταριακό, αντι-αστικό.
Αυτό ήταν με δυο λόγια το κεντρικό στοίχημα της «Πόλης Ανάποδα», σε μια μικρή βέβαια κλίμακα. Μπορούμε να δώσουμε επιτέλους την προτεραιότητα στους μονίμως ριγμένους από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, τις γυναίκες, τους νέους, τους εργάτες; Μπορούμε να μπούμε στο παιχνίδι των δημοτικών εκλογών χωρίς να μοιάσουμε αυτό που αντιπαλεύουμε; Χωρίς να υποταχθούμε στους αστικούς κανόνες της πολιτικής; Χωρίς να βάλουμε πχ μπροστά έναν ώριμο, αναγνωρίσιμο πολιτικό άντρα που «ξέρει»; Χωρίς να φοβόμαστε να λέμε ποιοι και ποιες είμαστε «μην τρομάζει ο κόσμος», αλλά ταυτόχρονα παλεύοντας να αλλάξουμε αυτό που είμαστε;
Μπορούμε να κάνουμε πολιτική χωρίς ψέματα, κρυφές συναλλαγές, κλειστά δωμάτια; Μπορούμε να ανταγωνιστούμε στην πράξη την αστική ιδεολογία, αντικαθιστώντας τον ατομισμό, την ανάθεση, την ιεραρχία, με τη συλλογικότητα και την εσωτερική δημοκρατία; Μπορούμε να αντιπαλέψουμε χωρίς φοβισμένα μισόλογα τον πάντα κυρίαρχο εθνικισμό; Μπορούμε, να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που να είναι πραγματικά αντικαπιταλιστικό με υλικό τρόπο, να παρεμβαίνει δηλαδή στα συγκεκριμένα πεδία του κοινωνικού ανταγωνισμού μπλοκάροντας την κυκλοφορία και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου;
Πολύ δύσκολα. Παρόλα αυτά, αποφασίσαμε να το προσπαθήσουμε. Και μόνο που το είπαμε, ήταν αρκετό για να γυρίσουν αρκετά κεφάλια προς το μέρος μας. Αυτό μας έκανε να χαρούμε πολύ. Αλλά, είπαμε, ο βασικός εχθρός είναι οι εκλογές. Εκεί θα κριθεί σε πρώτο βαθμό το στοίχημα αυτό – όπως και τόσα άλλα. Όταν αρχίσουμε να κερδίζουμε αυτά, θα μπορούμε να βάλουμε και πολύ μεγαλύτερα, πέρα από εκλογές και κοινοβούλια.