in

Εναλλακτικά αγροδιατροφικά εγχειρήματα στη Θεσσαλονίκη προσπαθούν να φέρουν την τροφή πιο κοντά και πιο δίκαια

«Όλοι παραπονούνται για τα άδεια ράφια στα σουπερμάρκετ. Τώρα πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται πώς πραγματικά γεμίζουν αυτά τα ράφια» έλεγαν την περίοδο του Covid19 οι Angry Workers, μια συλλογικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, που διερευνά τη δομή και τις διαιρέσεις της εργατικής τάξης. Mε το κλείσιμο των συνόρων, τον τουρισμό σε αναστολή και την καθήλωση πολλών αεροπλάνων, η μεταφορική αλυσίδα βρέθηκε σε μεγάλη πίεση, αποκαλύπτοντας παράλληλα τη συνθετότητα της διατροφικής αλυσίδας. Για όποιον-α ήθελε να γνωρίζει από που προέρχονται τα τρόφιμα που βρίσκονται στο ψυγείο μας και καταλήγουν στο πιάτο μας, η εικόνα εκείνη στα άδεια ράφια των σουπερμάρκετ ήταν μια καλή αφορμή για να διερωτηθεί.

Σύμφωνα με στοιχεία που είχαν συλλέξει για το Ηνωμένο Βασίλειο οι Angry Workers, η ποσότητα των τροφίμων που μεταφέρεται αεροπορικώς έχει αυξηθεί κατά 140% από τις αρχές της δεκαετίες του ’90. Ήδη το 2000 αυτό σήμαινε ότι ένας από τους 7,5 τόνους αγαθών που ερχόταν αεροπορικώς στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν τρόφιμα.

Όπως επισημαίνει στην ενδελεχή έρευνα που έκανε ο Pierre Rafard στο βιβλίο του «Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας» (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης), με αφορμή πιο πρόσφατα γεγονότα, όπως ο ρωσοουκρανικός πόλεμος, «οι πολίτες συνειδητοποίησαν πως η πρόσβαση στα τρόφιμα δεν αποτελεί κάποια απαραβίαστη πραγματικότητα και πως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διεθνή σκηνή». Παράλληλα, συνεχίζει, οι πολίτες αμφισβήτησαν την ορθότητα όλων εκείνων των βιομηχανικών, ανταγωνιστικών, παγκοσμιοποιημένων μοντέλων παραγωγής, τα οποία για πολύ καιρό παρουσιάζονταν ως ευαγγέλιο όσον αφορά την επισιτιστική ασφάλεια. Ο ίδιος εκτιμά ότι «με δεδομένη πλέον την κλιματική κρίση και τη συρρίκνωση των πόρων, ο μετασχηματισμός των διατροφικών μας συστημάτων και συνηθειών εκτός από αναγκαίος θα είναι μακρύς και δύσκολος».

Με εμφανή την αδυναμία των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική τροφή, λόγω της οικονομικής κρίσης, εναλλακτικά αγροδιατροφικά εγχειρήματα έκαναν τα τελευταία χρόνια την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, θέτοντας τόσο το ζήτημα της διατροφικής επάρκειας, όσο και της μείωσης των διαδρομών που ακολουθούν τα προϊόντα, αλλά και των μεσαζόντων που εμπλέκονται στα στάδια της τροφής.

Από την οικονομική στην περιβαλλοντική κρίση, ένα εναλλακτικό διατροφικό μοντέλο αμφισβητεί το κυρίαρχο

Η Ειρήνη Εριφύλλη Τζέκου άρχισε να ασχολείται ερευνητικά μέσω του διδακτορικού της με το ζήτημα αυτό την περίοδο της επιβολής των Μνημονίων στη χώρα, όντας μέλος του κοινωνικού καταναλωτικού συνεταιρισμού BioScoop. «Είχα ενδιαφέρον για το θέμα της αυτοδιαχείρισης της τροφής, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της καλλιέργειας αλλά και αυτό της απευθείας διάθεσης από παραγωγούς σε καταναλωτές. Ήταν μια περίοδος που είχαμε έντονη τη κινητοποίηση γύρω από αυτό μέσα από το κίνημα της πατάτας το 2012. Ταυτόχρονα άρχισαν να δημιουργούνται εγχειρήματα στον τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ως προϊόν της κρίσης, με αποτέλεσμα αρκετός κόσμος που είχε βρεθεί εκτός εργασίας να δει σε αυτή την κατεύθυνση της συλλογικής διαχείρισης της εργασίας μια διέξοδο» λέει μιλώντας στο Alterthess.

Η Ειρήνη Εριφύλλη Τζέκου

Η Ειρήνη Τζέκου εντόπισε αρκετά προβλήματα στα οποία επιχειρούν να απαντήσουν τα εναλλακτικά αγροδιατροφικά εγχειρήματα, ακόμη και σε εκείνη την περίοδο που η κλιματική κρίση δεν έχει εκδηλωθεί με φαινόμενα περιβαλλοντικής καταστροφής, όπως ο Ντάνιελ στη Θεσσαλία ή οι πυρκαγιές στον Έβρο. «Νομίζω τότε το κυριότερο θέμα ήταν η οικονομική κρίση, παράλληλα με χρόνια διατροφικά σκάνδαλα που είχαν ξεσπάσει, και η αδυναμία αρκετού κόσμου να έχει πρόσβαση σε ποιοτική τροφή λόγω της πτώσης των εισοδημάτων. Επιπλέον, μετά από χρόνια διαδικασιών αστικοποίησης, πολύς κόσμος και πολλές οικογένειες έχασαν κάθε επαφή με την ύπαιθρο, όπου ακόμα στην Ελλάδα, υπάρχει αρκετά εκτεταμένο το φαινόμενο και της ιδιοκαλλιέργειας» αναφέρει.

Έχοντας πια μεγάλη απόσταση από την παράδοση των αγροτικών συνεταιρισμών των δεκαετιών του ’80-’90, τα νέου τύπου εγχειρήματα εστιάζουν στο κομμάτι της παραγωγής και σε μεγάλο βαθμό της διανομής της τροφής. Στην μελέτη της Ειρήνης Εριφύλλης Τζέκου, βρίσκονται εγχειρήματα που χωρικά επικεντρώνονται στη Θεσσαλονίκη και αφορούν καταναλωτικούς, παραγωγικούς συνεταιρισμούς, συνεταιριστικά παντοπωλεία και καφενεία, αγορές χωρίς μεσάζοντες, εγχειρήματα που έχουν να κάνουν με τη διανομή παραδοσιακών σπόρων, κάποια που αφορούν τη μεταποίηση της τροφής και την εστίαση, αλλά και δομές αλληλέγγυας διανομής τροφίμων σε άστεγους και μετανάστριες. Κοινό στοιχείο ήταν κατά βάση η αυτοοργάνωση ως προς τη διαδικασία συναπόφασης των μελών, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον για το πώς παράγεται η τροφή που καταναλώνουμε.

Μια διαδικασία εκδημοκρατισμού του αγροδιατροφικού συστήματος που βρίσκεται σε εξέλιξη

«Ένα από αυτά που κάνουν τα εγχειρήματα αυτά είναι ότι προσπαθούν όσο το δυνατόν να αποκεντρώνουν την εξουσία στο κομμάτι της παραγωγής. Δηλαδή, διανέμουν προϊόντα ή παίρνουν πρώτες ύλες κατά βάση από μικρούς παραγωγούς, αγροτικούς συνεταιρισμούς, μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, οπότε υποστηρίζουν, ουσιαστικά, μία πιο αποκεντρωμένη παραγωγή και μια παραγωγή κατά βάση μικρής κλίμακας, που τείνει να έχει αρκετά μικρότερη επίπτωση στο περιβάλλον ως διαδικασία. Επιπλέον, υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό εναλλακτικές μεθόδους παραγωγής, όπως είναι η βιολογική παραγωγή, η φυσική καλλιέργεια, η αναγεννητική γεωργία δηλαδή μεθόδους παραγωγής που βασίζονται στη μη χρήση αγροχημικών, δηλαδή ζιζανιοκτόνων, εδαφοβελτιωτικών, λιπασμάτων, χημικών κλπ. Οπότε προσπαθούν να προωθήσουν ένα μοντέλο παραγωγής φιλικότερης προς το περιβάλλον, ένα μοντέλο παραγωγής που βασίζεται στην όσο το δυνατόν πιο δίκαιη αμοιβή των παραγωγών, ειδικά στην Ελλάδα που υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ζήτημα ισχύος των μεσαζόντων και το πλεόνασμα που καρπώνονται οι μεσάζοντες είναι αρκετά μεγαλύτερο και από άλλα κράτη».

Οι «Περιβολάρηδες», Photo Credit: Aφροδίτη Μιχαηλίδου

Όπως εξηγεί, ακόμη, ως μέρος της κοινωνίας και των κινημάτων εκείνης της περιόδου, τα εγχειρήματα αυτά προσπαθούν να υποστηρίξουν με δράσεις αλληλεγγύης την πρόσβαση των ασθενέστερων οικονομικών στρωμάτων στην τροφή: είτε προσπαθώντας να διατηρήσουν όσο το δυνατόν χαμηλά τις τιμές είτε με διάφορες δράσεις αλληλεγγύης, όπου καταναλωτές/τριες αφήνουν κάποια προϊόντα που έχουν αγοράσει σε συνεταιριστικά παντοπωλεία για διάφορους κοινωνικούς σκοπούς, που πηγαίνουν συνήθως σε δομές. Για την ερευνήτρια, πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία εκδημοκρατισμού του αγροδιατροφικού συστήματος που συνεχίζεται και ίσως γίνεται πιο έντονη σήμερα, όπου οι παραγωγοί και οι καταναλωτές έχουν έναν μεγαλύτερο λόγο στο πώς παράγεται η τροφή, δεδομένου ότι στο σύστημα των σουπερμάρκετ αυτή η γνώση απουσιάζει.

«Πόσα χιλιόμετρα έχει διανύσει η τροφή για να φτάσει μέχρι εδώ;» διερωτάται η Ειρ. Τζέκου για να απαντήσει: «Η παραγωγή είναι εντελώς αποκομμένη από την πλευρά της κατανάλωσης με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για την ποιότητα της τροφής και για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Οπότε τα εναλλακτικά αγροδιατροφικά εγχειρήματα προσπαθούν ουσιαστικά σε πάρα πολλά πεδία να αναπτύξουν αυτό που σήμερα στην ορολογία αναφέρεται ως βιώσιμα συστήματα τροφίμων»

Έρευνα που επικαλείται ο Pierre Raffard, από τη συμβουλευτική εταιρεία Accenture το 2019, αναφέρει ότι με εξαίρεση τις τοπικές επωνυμίες που θέτουν τη προέλευση των προϊόντων τους στο επίκεντρο της εμπορικής τους στρατηγικής, 48% των προϊόντων διατροφής που διανέμονται σε εθνικό επίπεδο ανέγραφαν στη συσκευασία τους τη χώρα παραγωγής του κύριου συστατικού τους, και μόλις 7% ανέγραφαν την πόλη ή την περιοχή προέλευσης. «Οι διαδρομές που ακολουθούν πια οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα για να φτάσουν στο πιάτο μας φαίνεται πράγματι να χάνονται σε έναν γεωγραφικό και ανθρώπινο στρόβιλο, όπου ο μέσος καταναλωτής πολύ δύσκολα μπορεί να βρει τις πληροφορίες που αναζητά» τονίζει. Ταυτόχρονα το 2003 η εφημερίδα Guardian, μέσα από μια χαρτογράφηση των τόπων παραγωγής σε είκοσι περίπου φρούτα και λαχανικά ευρείας κατανάλωσης, διαπίστωσε ότι το καλάθι για τα ψώνια είχε διασχίσει περισσότερα από 160.000 χιλιόμετρα. Και φυσικά, όπως σημειώνει ο Raffard, το παράδειγμα της Βρετανίας δεν αποτελεί εξαίρεση.

Στο εστιατόριο «Αργοφαγείο», Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Για την Ειρήνη Τζέκου εκεί τίθεται και το ζήτημα του πώς συμβάλλει η ίδια η αγροτική παραγωγή στην κλιματική κρίση: αφενός, όπως λέει, το μοντέλο παραγωγής της μεγάλης κλίμακας γεωργίας που βασίζεται σε μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, νερού, γης και χημικών σκευασμάτων έχει άμεσες επιδράσεις στη βιοποικιλότητα και τον υδροφόρο ορίζοντα. Αφετέρου το μοντέλο κατανάλωσης που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανική κτηνοτροφία μαζικής κλίμακας έχει έντονες επιπτώσεις στο περιβάλλον γιατί χρειάζεται πολλούς πόρους, μεγάλες εκτάσεις γης με πολύ επιβαρυντικά αποτελέσματα όσον αφορά την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

Πιο ευάλωτα στις κρίσεις αλλά πιο βιώσιμα σε βάθος χρόνου

Προφανώς η ανάπτυξη των εγχειρημάτων αυτών αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες, γιατί όπως αναφέρει η Ειρ. Τζέκου «το οικονομικό μοντέλο στο οποίο εντάσσονται δεν είναι αυτό το οποίο εξυπηρετεί τη λειτουργία τους. Δηλαδή στόχος των εγχειρημάτων αυτών δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η αντιμετώπιση κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών. Διαχειρίζονται τα πλεονάσματα που έχουν ή που θα μπορούσαν να έχουν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο: Συνεισφέρουν σε κόσμο που βρίσκεται σε ανάγκη. Επίσης, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε και τον χρόνο που χρειάζεται για να γίνουν όλα αυτά». Οπότε, όπως συμπεραίνει, εκ της ίδιας της δομής τους τα εγχειρήματα αυτά προσπαθούν να εξασφαλίσουν δίκαιη αμοιβή για τον παραγωγό χωρίς το προϊόν να είναι ακριβό και να αποκλείει τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να δίνουν μια δίκαιη αμοιβή στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες.

Στην ΚΟΙΝΣΕΠ Ένταξης «Τρελή Ροδιά»

«Όλα αυτά προφανώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνουν ταυτόχρονα και υπάρχει μια λεπτή ισορροπία η οποία, συνήθως, είναι αρκετά εύθραυστη σε κάποια εξωτερικά σοκ, όπως μπορεί να είναι μια οικονομική κρίση ή σε μεταβολές όπως είναι η αύξηση των τιμών ενέργειας που αυξάνει πάρα πολύ τα κόστη, ακόμη και σε εσωτερικές μεταβολές» συμπληρώνει. Παρ’ όλα αυτά η ερευνήτρια αναφερόμενη σε παραδείγματα, όπως το Bioscoop του οποίου το 80% του τζίρου προερχόταν από την γειτονιά, διαπιστώνει ότι το μοντέλο τους είναι βιώσιμο αν και ευάλωτο παρά την μικρή κλίματα στην οποία έχουν αναπτυχθεί.

«Τώρα το αν μπορεί να αναπτυχθεί ως ένα πολύ μεγαλύτερο και ανταγωνιστικό ως προς το κυρίαρχο διατροφικό παράδειγμα, έχει να κάνει με παράγοντες που εξαρτώνται πάρα πολύ και από το εξωτερικό πλαίσιο, δηλαδή από τις κρατικές πολιτικές, από το που κατευθύνονται τα κονδύλια και από το οικονομικό μοντέλο που ευνοείται εκείνη την περίοδο. Οπότε ουσιαστικά η εξάπλωσή του προφανώς έχει να κάνει και με ζητήματα που αφορούν τα ίδια τα εγχειρήματα, σχετικά με το πόσο δικτυώνονται μεταξύ τους και με τοπικούς φορείς για να εξοικονομήσουν κόστη, αλλά και με άλλα ζητήματα κοινωνικοπολιτικά».

Το συνεργατικό παντοπωλείο Εκλεκτίκ

Ερωτηθείσα σχετικά με το αν υπάρχουν κρατικές πολιτικές στήριξης των εναλλακτικών αγροδιατροφικών εγχειρημάτων, η ίδια τονίζει ότι δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον από την πλευρά του κράτους. «Τα εγχειρήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν μόνο ως μικρές επιχειρήσεις, δεν ενισχύθηκαν με κάποιον τρόπο, ανεξάρτητα με το αν ήθελαν ή δεν ήθελαν, γιατί πολλά εγχειρήματα συνειδητά επιλέγουν να μην έχουν κάποια χρηματική δοσοληψία με το κράτος» λέει συγκεκριμένα.

Ωστόσο, όπως καταλήγει, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πρόθεση μέχρι στιγμής από δομές του κράτους εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις που αφορούν τη σύσταση του Συμβουλίου Διατροφικής Πολιτικής σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης του Δήμου Θεσσαλονίκης που κινείται στο επίπεδο της ανάπτυξης στρατηγικών κατευθύνσεων για την ανάπτυξη βιώσιμων συστημάτων τροφίμων στη Θεσσαλονίκη, διαδικασία που βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.

Στην ΚΟΙΝΣΕΠ Ένταξης «ΑΡΓΩ-Βιοκοφινάκι» στο Ψυχιατρικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης

Στο παρακάτω βίντεο του Alterthess παρουσιάζουμε μέσα από την επίσκεψή μας σε τέσσερα εγχειρήματα στη Θεσσαλονίκη («Βιοκοφινάκι», «Περιβολάρηδες» «Τρελή Ροδιά», «Εκλεκτίκ») μια εναλλακτική αγροδιατροφική αλυσίδα που επιχειρεί να δημιουργήσει ξανά σημεία αναφοράς για την προέλευση της τροφής μας και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα διατροφικό σύστημα που να απαντά στις νέες κλιματικές συνθήκες, να στηρίζει τους μικρούς καλλιεργητές και να στηρίζεται σε πιο ισότιμες εργασιακές σχέσεις.

Παράλληλα συζητούμε με τον Θόδωρο Παπαδόπουλο, πρόεδρο της Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης και την Αναστασία Μπόμπα, τεχνικό τροφίμων-εξωτερική συνεργάτης της ΚΑΘ για το Social Plate, ένα πρόγραμμα που έχει αναπτυχθεί από το 2018 για τη διάσωση της τροφής, αλλά και με τον μάγειρα Αντώνη Κατσαντώνη για το πώς επηρεάζουν οι επιλογές μας τα διατροφικά συστήματα αλλά και το περιβάλλον στο οποίο ζούμε.

 

O Χρήστος Κωστόπουλος, τυροκόμος μπροστά στο τυροπωλείο του στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης

Τέλος, ο Χρήστος Κωστόπουλος μας ξεναγεί στα μυστικά της τυροκομίας μικρής κλίμακας μιλώντας για την ιστορία του μικρού τυροπωλείου που διατηρεί στις παρυφές της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη.  Παράλληλα, εξηγεί πώς μια μικρή καθετοποιημένη παραγωγή μπορεί να αποτελεί διέξοδο για νέους κτηνοτρόφους και τυροκόμους, αλλά και τα πλεονεκτήματά της συγκριτικά με την τυροκομία βιομηχανικής κλίμακας σε καιρούς κλιματικής κρίσης. 

Ακούστε το podcast:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι χάρες με χάρες πληρώνονται

Jean Thévenot-Via Campesina: Η τροφή δεν είναι εμπόρευμα, είναι πολιτισμός και πάνω απ’ όλα πολιτική υπόθεση