Στην καλύτερη ταινία της τρέχουσας κινηματογραφικής χρονιάς κατά γενική ομολογία (Parasite) , ο πατέρας της οικογένειας ακούγεται να λέει: «Το καλύτερο σχέδιο είναι να μην έχεις σχέδιο» … Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μαδριλένου Πόλο Μενάργκεθ βασισμένο στο έργο του Ιγκνάσι Βιδάλ. Ένα διαμέρισμα, αίσθηση κυριολεκτικού και μεταφορικού εγκλωβισμού. Μοιάζει περισσότερο με μία θεατρική παράσταση παρά με φιλμ γεμάτο σασπένς κι ανατροπές, καθώς απουσιάζει η κίνηση κι η εναλλαγή σκηνικού.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Τρεις φίλοι, ο Πάκο, ο Ραμόν κι ο Αντράντε που αντιπροσωπεύουν παράλληλα τρεις γενιές ανθρώπων ετοιμάζονται να υλοποιήσουν αυτό που έχουν σχεδιάσει κάτω από άκρα μυστικότητα. Τίποτα όμως δεν πάει καλά από την πρώτη στιγμή. «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται». Άνεργοι πια αναζητούν σανίδα σωτηρίας. Δίχως ξεκάθαρο πλάνο, δίχως αποφασιστικότητα. Σύντομα το όποιο σχέδιο πηγαίνει περίπατο. Ο χρόνος τρέχει κι η δουλειά δίνει τη θέση της σε ένοχες αποκαλύψεις που θα δοκιμάσουν τη σχέση αδελφικής φιλίας των ανδρών.
Είναι σαφής ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης σε όλη την Μεσόγειο. Η μη εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επίπεδου και κατ΄επέκταση τρόπου ζωής οδηγεί σε αλυσιδωτές συνέπειες. Η ανεργία, η ανέχεια δεν κοιτούν ηλικία. Το μήνυμα είναι καθολικό. Οι επιπτώσεις άμεσες κι έμμεσες δεν αργούν να φανούν, όσο καλά κι αν προσπαθείς να κρύψεις το πρόβλημα. Το κακό είναι πως αυτή «η θυματοποίηση δίνει ταυτότητα» κι από ένα σημείο και μετά αποδέχεσαι μοιρολατρικά τη θέση σου με μία πορεία αντιστρόφως ανάλογη απ΄αυτή που η εργασία σε εντάσσει και σου δίνει τον ρόλο σου στο κοινωνικό σύνολο.
Το αρσενικό από τη φύση του είναι ο κυνηγός. Είναι το «ισχυρό» φύλο, έχει την ευθύνη της οικογένειας. Όταν δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του νιώθει ανίκανος. Όσο ο καιρός περνάει το αδιέξοδο επιτείνεται. Οι τρεις φίλοι βιώνουν έναν αργό θάνατο κι αναζητούν απεγνωσμένα διεξόδους διαφυγής. Απορρίπτουν τον εύκολο δρόμο, προσπαθούν να σκεφτούν ένα πραγματικά τέλειο σχέδιο στα λόγια, αλλά αυτό κάθε πρωί πηγαίνει περίπατο. Τι μένει; Mία συνεχής δοκιμασία της φιλίας που τους κρατάει ακόμα στη ζωή.
Σε αρκετά σημεία ο σκηνοθέτης θυμίζει το έργο του Γιάννη Οικονομίδη. Η πολύπλευρη κρίση εξοντώνει τους πρωταγωνιστές. Φωνάζουν, πίνουν, καπνίζουν, βρίζουν, ξεσπούν. Έχουν βυθιστεί στον πάτο και μία ανώτερη δύναμη μοιάζει να τους θέλει εκεί καθηλωμένους. Σίγουρα έχουν κι αυτοί ευθύνη μικρή ή μεγάλη. De la Torre, Αrevalo και Chema del Barco αποδίδουν εξαιρετικά στους ρόλους τους. Οι γυναίκες ως φυσική παρουσία απουσιάζουν παντελώς. Ακούμε γι΄αυτές, αλλά ποτέ δεν εμφανίζονται σε κανένα πλάνο.
Σίγουρα δεν μιλάμε για μία κλασική κωμωδία, αλλά για μία πικρή ιστορία με νότες χιούμορ που μας θυμίζει την κατάσταση που επικρατεί και στην πατρίδα μας. Σταδιακά κι όσο η πλοκή ξεδιπλώνεται η ταινία παίρνει χαρακτήρα ψυχολογικού θρίλερ χωρίς πάντως να αγγίζει τα επίπεδα άλλων ισπανικών παραγωγών, όπως το “Στο τέλος του τούνελ”. Σε ένα περίεργο καλοκαίρι είναι πάντως μία καλή επιλογή που θα σε βάλει σκέψεις για το παρόν και το μέλλον. «Εσείς έχετε ερωτήματα;»