Πρώτες σκέψεις για τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ
1. Λαϊκισμός;
Η Κου Κλουξ Κλαν πανηγυρίζει, ο Νετανιάχου και η Λεπέν συγχαίρουν, η Χρυσή Αυγή και ο Τάκης Μπαλτάκος δικαιώνονται. Εξίσου προβλέψιμα, οι αναλυτές σημειώνουν με περίσκεψη την άνοδο του «αντισυστημικού λαϊκισμού», όσοι τουλάχιστον δεν πέρασαν ήδη στους πιο «ρεαλιστικούς» τόνους ανάλυσης της επόμενης μέρας.
Πέρα από τις ευκολίες των δημοσιογραφικών απολογισμών ή τη σκοπιμότητα των μέινστριμ πολιτικών αναλύσεων, ένα είναι βέβαιο: μολονότι υπάρχουν πολλές Δεξιές, όπως άλλωστε και Αριστερές, η δυναμική της νίκης του Τραμπ σε κάθετί άλλο εγγράφεται παρά σε ρεύμα «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς». Ούτε ο δικαιωμένος λεπενισμός είναι απλώς «λαϊκισμός», ούτε το σιωνιστικό καθεστώς που συγχαίρει έχει οτιδήποτε αντισυστημικό, ούτε πολύ περισσότερο ο Τραμπ είναι μόνο «αντισυμβατικός-αν-και-μεγιστάνας». Πρόκειται για τον ηγέτη της αμερικανικής Δεξιάς, και μαζί για επιχειρηματία που θεωρεί «σύστημα» ό,τι ακριβώς η ανά τον κόσμο Δεξιά: την «παγκοσμιοποίηση» (όχι όμως τις δυνάμεις που την καθοδηγούν), τους ξένους που ρίχνουν τα μεροκάματα (όχι όμως τα αφεντικά που κερδίζουν), τους διανοούμενους και τους ανθρώπους «του πολιτισμού» (αν και μόνο αυτούς που υπονομεύουν τις «εθνικές αξίες»).
Πριν από το «διχασμό», λοιπόν, της αμερικανικής κοινωνίας, αυτή που διχάστηκε πρώτη ήταν η Δεξιά στην πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Και στο διχασμό αυτό, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τραμπ αντιπαρατέθηκαν στις φασιστικές απόψεις του με το επιχείρημα ότι, πριν από οτιδήποτε, ήταν οικονομικά αναποτελεσματικές. Πριν νικήσει ο Τραμπ, έχασαν αυτοί, κι έτσι, με πιο «παραδοσιακούς» όρους, ο εκφασισμός της πολιτικής ζωής στην Αμερική θριάμβευσε ως αντίδοτο στην απομάγευση της πολιτικής από την οικονομία, ενώ στην ουσία είναι το ανώτατο στάδιό της. Οι άνθρωποι της οικονομίας μπορούν πια να πολιτεύονται ελαχιστοποιώντας ενοχλητικούς συμβιβασμούς και μεσολαβήσεις, κι αυτό δείχνει η πρόταση για τον επικεφαλής της JP Morgan ως νέο υπουργό Οικονομικών.
2. Τραμπ, όπως Brexit;
Οι εκλογές δεν κερδίζονται, βεβαίως, μόνο επειδή το θέλουν οι από πάνω. Το χρίσμα από τους Ρεπουμπλικάνους ήταν η αναγκαία συνθήκη για την ανάδειξη ενός φασίστα σε πλανητάρχη, όμως ο Τραμπ χρειάστηκε να κερδίσει την Κλίντον στους λευκούς, στην αμερικανική ύπαιθρο και στα (πρώην) βιομηχανικά αστικά κέντρα. Και μπορεί οι παραλληλισμοί με την κοινωνική γεωγραφία του Brexit να είναι αναπόφευκτοι, οι αναλογίες ωστόσο έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Ενώ λοιπόν η πολεμική και η πολιτιστική βιομηχανία στήριξαν τη Χίλαρι (ακαταμάχητος, αν μη τι άλλο, ο συνδυασμός…), τα χαμηλά εισοδήματα φαίνεται πως ενίσχυσαν πλειοψηφικά τους Δημοκρατικούς. Δεν είναι λοιπόν γενικώς η εργατική τάξη που πανηγυρίζει την επικράτηση του αδιανόητου. Αντίθετα, αυτή την επόμενη μέρα είναι η πλέον διαιρεμένη. Στην απέναντι πλευρά, το κατέβασμα των τόνων μεταξύ των διεκδικητών της προεδρίας είναι υπόμνηση ότι το κράτος, και δη μιας διεθνούς υπερδύναμης, έχει «τρόπους» να γεφυρώνει τους ανταγωνισμούς στις κορυφές, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια.
3. «Make America great again»: «Αντισυστημισμός» ή εθνική προστασία για το κεφάλαιο;
Εκεί που η πολιτική είναι πρωτίστως θέαμα και feel-good ακτιβισμός, οι «Κασσάνδρες» απασχολούν λίγο, γιατί η απαισιοδοξία τους συνήθως επιβεβαιώνεται. Τον περασμένο Ιούλιο, λοιπόν, ο Μάικλ Μουρ εξηγούσε γιατί θεωρούσε πιθανότερο νικητή τον Τραμπ, όμως η ευφορία των δημοσκοπήσεων κάλυψε γρήγορα τις δυσάρεστες σκέψεις. Πολλοί απ’ όσους σχολίασαν αυτές τις τελευταίες ώρες το αποτέλεσμα θυμήθηκαν την «προφητεία» εκείνη του αμερικανού σκηνοθέτη, ελάχιστοι όμως ασχολήθηκαν με το δυσκολοχώνευτο σκεπτικό της. O Τραμπ λοιπόν θα κέρδιζε, έγραφε ο Μουρ, γιατί θα έριχνε τα προπύργια των Δημοκρατικών –το Μίσιγκαν, το Οχάιο, την Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν–, που ήδη από το 2010 είχαν Ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη· θα κέρδιζε, όπως τελικά συνέβη, γιατί, σε αντίθεση με την Κλίντον, αμφισβητούσε τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου όπως η NAFTA, που κόστισαν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στις πολιτείες αυτές. Γιατί, με άλλα λόγια, αμφισβητούσε τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου –τη δυνατότητα της Ford ή της Apple να φτιάχνουν φτηνότερα αμάξια ή i-phone στο Μεξικό–, χωρίς όμως να αμφισβητεί τις άλλες ελευθερίες του.
Για τις ανάγκες της προεκλογικής του εκστρατείας, έτσι, η προκλητική υπεράσπιση της φοροασυλίας για το κεφάλαιο έγινε «προσαρμόζουμε τους φόρους ώστε να μείνουν οι δουλειές στην Αμερική». Για τις ίδιες ανάγκες, η ενοχοποίηση των φτωχότερων από τους εργαζομένους –των μεταναστών– για τη μείωση των μισθών, έγινε υπόσχεση για την ανέγερση τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Κι αν η μεταρρύθμιση των Δημοκρατικών στην υγεία, το περίφημο Obamacare, ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, η καμπάνια του Τραμπ έριξε μεγάλο βάρος στο ξήλωμά της – με στόχο, όμως, την παροχή περισσότερων ευκαιριών στην «ελεύθερη αγορά».
4. Η συνταγή Τραμπ: ένας ηγεμονικός δρόμος για το κεφάλαιο μέσα στην κρίση
Ο ωμός ρατσισμός, ο σεξισμός και η παροιμιώδης ασχετοσύνη του Τραμπ θεωρήθηκαν επαρκείς «αρετές» για να κερδίσει το «μικρότερο κακό»· στην πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν αυτές ακριβώς που, σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία και τον καθεστωτισμό της Κλίντον, έδωσαν τη νίκη στο μεγαλύτερο. Μια τόσο «ανορθολογική» εξέλιξη δεν εξηγείται με βάση ψυχολογικά κίνητρα, εξ ορισμού επισφαλή όταν μιλάμε για 60 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Τότε πώς;
Τα τελευταία χρόνια, σημείωνε στο ίδιο άρθρο ο Μάικλ Μουρ, οι Δημοκρατικοί ταυτίστηκαν με μια σειρά από σημαντικές νίκες στο επίπεδο των «μεταϋλιστικών» αξιών: από το γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την ίση αμοιβή για τις γυναίκες (καθόλου «μεταϋλιστική», παρεμπιπτόντως), ως τον περιορισμό της χρήσης των όπλων και τη θέσπιση ισχυρής νομοθεσίας για το περιβάλλον. Οι αξίες αυτές, ωστόσο, δεν συγκροτούν από μόνες τους σήμερα μια ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία, όσο κι αν η Κλίντον κέρδισε περισσότερες ψήφους σε απόλυτους αριθμούς. Δεν συγκροτούν, αφενός γιατί τα οφέλη της «ανάπτυξης» δημιούργησαν μεγάλες ανισότητες και καινούριες διαστρωματώσεις, απαιτώντας έτσι νέες πολιτικές εκπροσωπήσεις, αφετέρου γιατί τα οφέλη αυτά είναι σήμερα όλο και λιγότερο ικανοποιητικά για το αμερικανικό κεφάλαιο. Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, η Χίλαρι, ως εμβληματική μορφή του καθεστώτος, και δη στα χρόνια της διεθνούς οικονομικής και γεωπολιτικής υποχώρησης των ΗΠΑ, δεν ήταν δυνατό να ενοποιήσει τους ηττημένους της «ανάπτυξης». Ο Τραμπ, αντίθετα, είχε μια συνταγή για όλους: Για τους μεν ηττημένους, την επιστροφή στη φυλετική ταυτότητα και την «εθνική προτίμηση», ως μέσα πολιτισμικής επίθεσης στο «καθεστώς» και οικονομικής «άμυνας» στην επέλαση της παγκοσμιοποίησης· για το δε κεφάλαιο, περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες, προστασία από τα «ειδικά συμφέροντα» (τα συνδικάτα) και φοροασυλία – υπό τον όρο, βεβαίως, της «εθνικής προτίμησης».
Αν η συνταγή αυτή θα υλοποιηθεί όπως εξαγγέλθηκε, μένει ασφαλώς να αποδειχτεί. Ένας δρόμος για τη Δεξιά διεθνώς, όμως, έχει ήδη ανοίξει. Ό,τι λείπει τώρα από την εξίσωση, η δυνατότητα δηλαδή που άνοιξε για μια Αριστερά όχι μόνο πολιτισμική ο δρόμος του Μπέρνι Σάντερς, ίσως αποδειχτεί το κρισιμότερο. Για την ώρα, ο κόσμος που συνδέθηκε με τη δυνατόητητα αυτή, ανακάμπτει έστω και τώρα στο δρόμο. Έστω τώρα, λοιπόν, ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Πηγή: dpapadatos.wordpress.com